Δυνητικά και (θεωρητικά) στη μεριά των ωφελημένων από την «πολύ μεγάλη συμφωνία» ΗΠΑ-Ε.Ε. στέκει η Ελλάδα, με τις θετικές επιπτώσεις σε μια πρώτη «ανάγνωση» του deal να αφορούν γεωπολιτικά και οικονομικά οφέλη.
Τα συγκεκριμένα οφέλη μένει βέβαια να αποδειχθούν εν τοις πράγμασι, καθώς ερωτηματικό παραμένει το θέμα του κόστους, αφού σταθερά το LNG παραμένει ακριβότερο του αγώγιμου αερίου.
Η παραπάνω διαπίστωση προκύπτει, όπως επισημαίνουν αναλυτές του κλάδου που συνομίλησαν με τη «Ν», στο σενάριο που θα δούμε να εφαρμόζεται η συμφωνία ΗΠΑ – Ε.Ε., με την Ελλάδα αφενός να εμπλέκεται ως βασική πύλη εισόδου των πολλαπλάσιων ποσοτήτων υγροποιημένου φυσικού αερίου που θα εισρεύσουν προς τις ευρωπαϊκές χώρες και αφετέρου να επωφελείται από τη δυνατότητα μετατόπισης της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου σε περισσότερο μακροχρόνιες συμφωνίες προμήθειας έναντι του «spot market».
Πρόκειται, όπως επεξηγούν οι ίδιες πηγές, για «δευτερογενή οφέλη» που, ωστόσο, έρχονται σε συνέχεια σοβαρών επιφυλάξεων ως προς την ορθότητα και κατά πόσο εφικτή είναι η συμφωνία εν γένει, τουλάχιστον με τους όρους που αποτυπώθηκε στο χαρτί και ανακοινώθηκε από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόνανλτ Τραμπ.
Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά και εν αναμονή των λεπτομερειών της συμφωνίας, στο πλαίσιο του deal η Ε.Ε. δεσμεύεται να αυξήσει την επόμενη τριετία (2026-2028) τις εισαγωγές αμερικανικών ενεργειακών προϊόντων στα 750 δισ. δολάρια, ήτοι στα 250 δισ. δολάρια ανά έτος. Το συγκεκριμένο ποσό προκύπτει ως άθροισμα των δαπανών για εισαγωγές φυσικού αερίου, πετρελαίου, άνθρακα και του τομέα των πυρηνικών, ενώ μένει να διευκρινιστεί αν περιλαμβάνεται και κάτι άλλο στο εν λόγω ενεργειακό καλάθι.
Οι βασικές ενστάσεις
Η πρώτη ένσταση, όπως διατυπώθηκε από πλήθος αναλυτών, αφορά την αναντιστοιχία που προκύπτει στη σύγκριση με τα υφιστάμενα νούμερα, όταν οι συνολικές εισαγωγές ενέργειας της Ε.Ε. ανήλθαν στα 375 δισ. δολάρια το 2024 (εκ των οποίων περίπου 76 δισ. δολάρια από τις ΗΠΑ), με τις ενεργειακές εξαγωγές των ΗΠΑ προς όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη να φτάνουν συνολικά ελαφρά πάνω από τα 330 δισ. δολάρια.
Κατά συνέπεια, από τα νούμερα και μόνο προκύπτει σημαντική απόσταση ανάμεσα στη συμφωνία και την πραγματικότητα μέχρι τώρα, με στελέχη και ειδικούς της αγοράς να θεωρούν «απίθανο σενάριο» να αλλάξουν οι αναλογίες από χρόνο σε χρόνο σε σημείο έτσι ώστε οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να έφταναν σε ποσοστό 75% να εξαρτώνται ενεργειακά από τις ΗΠΑ. Ακόμη κι αν θεωρηθεί κάτι τέτοιο ευκταίο, καθίσταται ανέφικτο για καθαρά τεχνικούς λόγους στο διάστημα που προσδιορίζεται στη συμφωνία ΗΠΑ-Ε.Ε., γιατί οι σχετικές διαπραγματεύσεις για την προμήθεια ενεργειακών προϊόντων (φυσικό αέριο, πετρέλαιο κ.ά.) διαρκούν το λιγότερο 1-2 χρόνια, σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική.
Μια τέτοια συμφωνία θα είχε μεγαλύτερο νόημα αν χρονικά απλωνόταν σε βάθος δεκαετίας, η οποία, σε συνδυασμό με μια σειρά άλλες παραμέτρους (γεωπολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές, πολιτικές), θα μπορούσε να τεθεί στο τραπέζι με μεγαλύτερη αξιοπιστία και συνοχή. Ένα άλλο «αγκάθι» που συνηγορεί στο ενδεχόμενο να βρεθούμε ενώπιον αλλαγών της συμφωνίας αφορά το θεσμικό σκέλος, αφού η ευρωπαϊκή και η αμερικανική αγορά είναι δύο ελεύθερες αγορές στις οποίες δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο «από πού θα αγοράζεις» και «πού θα πουλάς».
Ελεύθερη αγορά
Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ή και να παραβλέψει τη δύναμη των διοικητικών μέτρων στη λειτουργία της αγοράς, που πολλές φορές λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο ενός ευρύτερου περιβάλλοντος διεργασιών και εξελίξεων, ωστόσο το LNG, επί παραδείγματι και κατ’ αναλογία τα υπόλοιπα ενεργειακά προϊόντα, συνιστά παγκόσμιο «commodity», με τον Αμερικανό παραγωγό να αναζητά και να μην παραβλέπει τις καλύτερες τιμές που προκύπτουν στην (παγκόσμια) αγορά.
Αυτό άλλωστε συνέβη κατά την πρόσφατη ενεργειακή κρίση και μεταγενέστερα, με τα φορτία LNG να εναλλάσσουν την ευρωπαϊκή με την ασιατική αγορά κατά το πώς εξελίσσονταν οι τιμές, παραβλέποντας τα εν εξελίξει γεωπολιτικά και στρατηγικά διακυβεύματα.
Λεφτά και όχι όγκοι
Μια τρίτη διάσταση που θέτει εν αμφιβόλω το υφιστάμενο «draft» της συμφωνίας αφορά τη δομή του deal, με αυτό να διαρθρώνεται σε χρήματα και όχι σε όγκους, γεγονός που ο βαθμός επίτευξης καταλήγει να συναρτάται με τη διακύμανση των τιμών ενέργειας, όπου αν είναι υψηλές, περισσότερες πιθανότητες να προσεγγιστεί το «υψηλό» των 250 δισ. δολαρίων ετησίως, αν όχι, δυσκολότερο έως απίθανο.
Κόστος και δυναμικότητα
Μια πρόσθετη παράμετρος που κατ’ ελάχιστον γεννά ερωτηματικά ως προς την υλοποίηση της συμφωνίας αφορά αφενός τη δυνατότητα των ΗΠΑ να εξάγουν σημαντικά πολλαπλάσια ενεργειακά προϊόντα προς την Ε.Ε. και αφετέρου τις εν ισχύι συμφωνίες κρατών-μελών και ευρωπαϊκών εταιρειών με άλλους προμηθευτές, που σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να αποτελούν και πιο συμφέρουσα επιλογή έναντι των Αμερικανών.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι η παραγωγή των ΗΠΑ σε πετρέλαιο κυμαίνεται σήμερα στα 13 εκατ. βαρέλια ημερησίως, με μόλις 3-4 εκατ. να διατίθενται προς εξαγωγές και σε μια περίοδο που κύκλοι της πετρελαϊκής βιομηχανίας κάνουν λόγο για το «peak» στην παραγωγή του σχιστόλιθου, τελώντας ταυτόχρονα υπό τον φόβο ενός πολέμου τιμών που θα τους θέσει τελείως εκτός βιωσιμότητας κατά αναλογία όσων συνέβησαν και βιώσαμε την άνοιξη του 2020 με τη Σαουδική Αραβία και ακολούθως τον ΟΠΕΚ.
Ως προς το κόστος, η συζήτηση φαίνεται να απασχολεί εντονότερα στην περίπτωση της εγχώριας αγοράς, καθώς σύμφωνα με νεότερη ανάλυση του Ινστιτούτου Ενεργειακής Οικονομίας και Χρηματοπιστωτικής Ανάλυσης (IEEFA), η Ελλάδα φαίνεται να κατέβαλε κατά μέσο όρο 53 ευρώ ανά μεγαβατώρα για εισαγόμενο υγροποιημένο φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ, όταν η αντίστοιχη μέση τιμή για την Ε.Ε. διαμορφώθηκε στα 34 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Επιπρόσθετα, όπως επισημαίνουν πηγές της αγοράς, παραμένει η «ψαλίδα» κόστους σε σχέση με το ρωσικό αέριο και εν γένει το αγώγιμο αέριο, με το τελευταίο να εμφανίζεται σταθερά πιο συμφέρουσα επιλογή σύμφωνα με μια σειρά παραμέτρων (λιγότερα μεταφορικά, μακροχρόνιες συμβάσεις με συγκεκριμένους όρους έναντι spot τιμής κ.λπ.).
Τα δυνητικά οφέλη
Σε επίγνωση των παραπάνω και στην περίπτωση που προχωρήσει η εν λόγω συμφωνία ακόμη και σε μια διαφορετική εκδοχή από την υφιστάμενη, η Ελλάδα δύναται να αποκομίσει σημαντικά «δευτερογενή οφέλη», έχοντας ήδη πάρει θέση στον ευρωπαϊκό χάρτη φυσικού αερίου γενικότερα ως πύλη εισόδου και ειδικότερα ως σημείο εκκίνησης για τον «Κάθετο Διάδρομο».
Όπως έχει γράψει σε προηγούμενο ρεπορτάζ η «Ν», το project του «Κάθετου Διαδρόμου» βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, με τα πρώτα αποτελέσματα να «δικαιώνουν» αρχικά το εγχείρημα και ταυτόχρονα να υπογραμμίζουν την ανάγκη για την ανάδειξη του συγκεκριμένου έργου ως μια εναλλακτική όδευση φυσικού αερίου για την Ουκρανία, εξίσου ανταγωνιστική με άλλες.
Άλλωστε, όπως επισημαίνουν αρμόδιες πηγές, το εγχείρημα δεν σταματάει στο «Route 1», το ειδικό προϊόν για τη μεταφορά φυσικού αερίου από την Ελλάδα προς την Ουκρανία μέσω του «Κάθετου Διαδρόμου», αλλά σχεδιάζεται να επεκταθεί με πρόσθετα ειδικά προϊόντα «Route 2» και «Route 3» που θα βάζουν στο παιχνίδι εναλλακτικές οδεύσεις, όπως LNG Terminal στην Αλεξανδρούπολη – IGB – Βουλγαρία – Ρουμανία ή αγωγός TAP-IGB-Βουλγαρία-Ρουμανία.
Απεξάρτηση
Ως προς το οικονομικό αποτύπωμα, η συμφωνία θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια απεξάρτηση από τη spot αγορά, δίνοντας περισσότερο νόημα και κίνητρα στις ευρωπαϊκές εταιρείες να συμβληθούν σε μεσοπρόθεσμα συμβόλαια (τριετίας) με αμερικανικές εταιρείες παραγωγούς LNG, διασφαλίζοντας μια μεγαλύτερη σταθερότητα στις τιμές και συνάμα απαλλαγή από την «ευαισθησία» του TTF.
Η δήλωση της νέας πρέσβειρας των ΗΠΑ
Στον ρόλο της Ελλάδας να αποτελέσει ενεργειακό κόμβο στην περιοχή και πύλη εισόδου για το αμερικανικό LNG προς την ευρωπαϊκή ενδοχώρα αναφέρθηκε πρόσφατα η νέα πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα Κίμπερλι Γκίλφοϊλ κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας για την επικύρωση του διορισμού της στην Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων της Γερουσίας.
Η κα Γκίλφοϊλ δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα έχουν σημειώσει τεράστια πρόοδο στην ενεργειακή συνεργασία. Ο τερματικός σταθμός LNG της Ρεβυθούσας στην Ελλάδα και η κατασκευή της πλωτής μονάδας επαναεριοποίησης και αποθήκευσης στην Αλεξανδρούπολη επιτρέπουν στις ΗΠΑ να εξάγουν περισσότερο φυσικό αέριο στην Ευρώπη.
Ενώ το φυσικό αέριο των ΗΠΑ αντιπροσωπεύει πλέον το 20% του φυσικού αερίου στην Ελλάδα, από 2% πριν από πέντε χρόνια, υπάρχουν τεράστιες ευκαιρίες για την πώληση περισσότερης αμερικανικής ενέργειας στην Ελλάδα και τους γείτονές της.
Εάν επικυρωθώ, θα εργαστώ για τον λεγόμενο κάθετο διάδρομο μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Μολδαβίας, Ουκρανίας και Κεντρικής Ευρώπης, ώστε η Ελλάδα να μπορέσει να γίνει κόμβος αμερικανικού φυσικού αερίου για την περιοχή. Θα ενθαρρύνω επίσης την πρόοδο της Ελλάδας στην κατασκευή έργων ηλεκτρικής διασύνδεσης με τους γείτονες της, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου, του Ισραήλ και της Αιγύπτου, οι οποίοι συμβάλλουν στην περιφερειακή ενεργειακή διαφοροποίηση και ασφάλεια».
«Χώρος» για μακροπρόθεσμα συμβόλαια
Ως προς το οικονομικό «αποτύπωμα», η συμφωνία θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια «απεξάρτηση» από την spot αγορά, δίνοντας περισσότερο νόημα και κίνητρα στις ευρωπαϊκές εταιρείες να συμβληθούν σε μεσοπρόθεσμα συμβόλαια (3ετίας) με αμερικανικές εταιρείες παραγωγούς LNG, διασφαλίζοντας μια μεγαλύτερη σταθερότητα στις τιμές και συνάμα «απαλλαγή» από την «ευαισθησία» του TTF.
Η διάσταση της ναυτιλίας
Τις λεπτομέρειες της ενεργειακές συμφωνίας μεταξύ της Ε.Ε. και των ΗΠΑ αναμένει να μελετήσει η ναυτιλιακή κοινότητα προκειμένου να εξάγει συμπεράσματα για το ενδεχόμενο αύξησης της ζήτησης για ελεύθερο tonnage στο Ατλαντικό.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις το νέο εμπορικό πλαίσιο ΕΕ-ΗΠΑ προβλέπει αγορές ενεργειακών προϊόντων από τις ΗΠΑ αξίας 750 δισ. δολαρίων, για την περίοδο 2026 – 2028.
Ωστόσο στελέχη της αγοράς δεξαμενοπλοίων ανέφεραν στη «Ν» ότι αναμένουν να δουν πως οι αριθμοί θα μετατραπούν σε μεταφορικό έργο. Και αυτό γιατί η αξίας των εισαγόμενων στην Ε.Ε ενεργειακών προϊόντων από τις ΗΠΑ το 2024 ανήλθε μόλις σε 84 δισ. δολάρια περίπου.
Και αυτό ενώ ήδη οι ΗΠΑ είναι ήδη ο μεγαλύτερος προμηθευτής πετρελαίου (αργού και προϊόντων) και υγροποιημένου φυσικού αερίου στην ΕΕ, καθώς και ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής άνθρακα. Όσον αφορά τα πρώτα στοιχεία του 2025 το μερίδιο των ΗΠΑ ανήλθε σε 15% των εισαγωγών της Ε.Ε. σε πετρέλαιο και το 51% των εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου, καθώς και το 31% του άνθρακα.
Πάντως εφόσον την συμφωνία για τα προϊόντα πετρελαίου, εφόσον επαληθευτεί αυτό σημαίνει ότι θα μειωθεί η εξάρτηση της Ευρώπης από τα διυλιστήρια της Ασίας (πχ. Ινδία) κάτι που θα έχει σαν αποτέλεσμα λιγότερα τονομίλια.
Και σε ότι αφορά το υγροποιημένο φυσικό αέριο, αν και ήδη το 51% είναι εξαιρετικά υψηλό, θα συνεπάγεται περαιτέρω μείωση των εισαγωγών φυσικού αερίου στην Ευρώπη από την Ρωσία (υπολογίζεται ότι το ά τρίμηνο του 2025 οι εισαγωγές φυσικού αερίου από την Ρωσία ήταν στο 11% του συνόλου). Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστούν περισσότερα LNG carriers στον Ατλαντικό.