Skip to main content

Οι 3 μεγάλες απειλές για την ελληνική οικονομία

REUTERS/Hannah McKay

Γήρανση, ακρίβεια και ένα τεράστιο χρέος

Παρά τη θετική εικόνα που καταγράφουν τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, η Εαρινή Έκθεση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου (ΕΔΣ) εντοπίζει κρίσιμους τομείς που απαιτούν συνεχή παρακολούθηση.

Με βάση την έκθεση,

·        το υψηλό επίπεδο του δημόσιου χρέους, παρά τη μείωσή του, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας.

·        Η ανεργία και ο πληθωρισμός, αν και μειούμενοι, παραμένουν πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.

·        διαρθρωτικές προκλήσεις, όπως η γήρανση του πληθυσμού, η χαμηλή αποταμίευση και παραγωγικότητα, καθώς και τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αποτελούν σοβαρές μακροπρόθεσμες απειλές για τη σταθερότητα.

Η μεγαλύτερη ίσως πρόκληση για την ελληνική οικονομία, με βάση το ΕΔΣ, είναι η εξισορρόπηση της αναπτυξιακής πολιτικής σε ένα διεθνές περιβάλλον αυξημένης γεωπολιτικής αβεβαιότητας. Η πιθανότητα επιβολής νέων δασμών και η ανάγκη για αυξημένες αμυντικές δαπάνες απαιτούν έναν στρατηγικό συνδυασμό δημοσίων επενδύσεων με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. «Η επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης, η ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας και η βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών αποτελούν βασικές επιδιώξεις της οικονομικής πολιτικής».

Υπό διαρκή αναθεώρηση

Σύμφωνα με την Έκθεση, οι προβλέψεις για το 2025 τελούν υπό διαρκή αναθεώρηση, καθώς εξαρτώνται από την επιβεβαίωση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών σεναρίων. «Η διατήρηση των τιμών ενέργειας και τροφίμων σε αυξημένα επίπεδα συνεχίζει να προκαλεί πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημα και να δημιουργεί εν δυνάμει υπερβάσεις στις πρωτογενείς δαπάνες, κυρίως στους τομείς των κοινωνικών παροχών και των αμοιβών στο δημόσιο τομέα» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Παράλληλα, σημειώνει ότι η επιβάρυνση από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, η επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος (γήρανση πληθυσμού, μείωση ενεργού εργασιακού δυναμικού), καθώς και ενδεχόμενες δικαστικές υποθέσεις με δημοσιονομικό αντίκτυπο (όπως αυτές κατά της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου) συνιστούν μεσομακροπρόθεσμους παράγοντες αβεβαιότητας.

Οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, χαμηλή παραγωγικότητα, περιορισμένη εξωστρέφεια, υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων και παραμένουσα ανεργία, ενισχύουν την ανάγκη για συνεπή και συνετή δημοσιονομική πολιτική.

Αντίθετα θετικές προοπτικές διαγράφονται μέσω της αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων, ιδιαίτερα του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΕΣΑΑ), αλλά και της ενίσχυσης των εσόδων από την αναβάθμιση των μηχανισμών φορολογικής συμμόρφωσης. «Η περαιτέρω ψηφιοποίηση της φορολογικής διοίκησης, σε συνδυασμό με τη συγκράτηση των φορολογικών δαπανών, ενδέχεται να επιτρέψει την υπέρβαση των στόχων εσόδων και να δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο για στοχευμένες αναπτυξιακές και κοινωνικές παρεμβάσεις».

Δαπάνες και χρέος

Οι πρωτογενείς δαπάνες εκτιμάται ότι θα παραμείνουν υπό έλεγχο, εν μέρει λόγω της ευρωπαϊκής συγχρηματοδότησης και της συγκράτησης παροχών, ιδίως μετά τη λήξη του προγράμματος Ελλάδα 2.0 το 2026.Ωστόσο αξίζει να αναφερθεί ότι υπάρχουν ενισχυμένες αβεβαιότητες ο οποίες σχετίζονται με τις δημοσιονομικές προκλήσεις από τη γήρανση του πληθυσμού και τις αυξημένες αμυντικές δαπάνες λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων.

Αναφορικά με την βιωσιμότητα του χρέους, το ΕΔΣ  σημειώνει ότι η διατήρηση διαρθρωτικών πρωτογενών πλεονασμάτων, όπως προβλέπεται στο νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα του χρέους, ιδίως για οικονομίες με υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ, όπως η Ελλάδα. Υπενθυμίζεται ότι οι προβλέψεις διεθνών οργανισμών ενισχύουν την ανάγκη για σταθερή πλεονασματική πορεία: το ΔΝΤ προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ το 2025 και 2,3% το 2026, ενώ ο ΟΟΣΑ αντίστοιχα 2,1% και 2,2%. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις εαρινές της προβλέψεις (2025), εκτιμά πρωτογενές πλεόνασμα 3,8% και δημοσιονομικό πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ.