Skip to main content

Αγροτικές ενισχύσεις: Ο ΟΠΕΚΕΠΕ και 44 χρόνια επιδοτήσεων και σκανδάλων

REUTERS /Alexandros Avramidis

Πώς δημιουργήθηκε ένα «εύφορο» περιβάλλον ανάπτυξης της διαφθοράς

Πεδίον δόξης λαμπρό αποτελεί το αγροτικό χαρτοφυλάκιο ενισχύσεων καθώς από το 1981, με την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, έως και το τέλος της τρέχουσας προγραμματικής περιόδου της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (2027) οι συνολικές ενισχύσεις που κατευθύνονται σε γεωργούς και κτηνοτρόφους προσεγγίζουν τα 110-120 δις ευρώ.

Πρόκειται για κονδύλια που προέρχονται από τα κοινοτικά ταμεία για την χρηματοδότηση των γεωργικών δαπανών του κοινοτικού προϋπολογισμού, δηλαδή το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) καθώς και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αλιείας (ΕΤΑ).

Τα τελευταία 44 χρόνια ο πρωτογενής τομέας έχει ενισχυθεί σχεδόν όσο το μισό εγχώριο ΑΕΠ, γεγονός που αντί να έχει «καλλιεργήσει» μια ισχυρή αγροτική οικονομία, έχει δημιουργήσει ένα «εύφορο» περιβάλλον ανάπτυξης της διαφθοράς.

Οι αιτίες έχουν αναζητηθεί όλα αυτά τα χρόνια στα κακώς κείμενα της εγχώριας αγροτικής ιστορίας όπως: στους ανύπαρκτους παραγωγούς που λαμβάνουν επιδοτήσεις, στην έλλειψη επαρκών ελεγκτικών μηχανισμών,  στη συμμετοχή ιδιωτών στο σύστημα πληρωμών, στο στρεβλό αγροτικό συνεταιριστικό κίνημα- το οποίο σήμερα προσπαθεί να ανακτήσει την αξιοπιστία του- στις λαθεμένες ή στοχευμένες πελατειακές πολιτικές προσεγγίσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων και στην «καλλιέργεια» της κουλτούρας «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά» δηλαδή ότι οι επιδοτήσεις αποτελούν μόνο μια απευθείας χρηματοδότηση στο παραγωγό για αναπλήρωση εισοδήματος.

Όλα τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα επί δεκαετίες να στήνονται «γλέντια» υπεξαίρεσης κοινοτικών αλλά και εθνικών πόρων, οι επιπτώσεις των οποίων ακουμπούν όλη την αλυσίδα από το χωράφι στο ράφι και εμπλέκουν μια πυραμίδα ευθυνών, τις οποίες όλοι φέρεται να γνωρίζουν αλλά κανείς δεν κατονομάζει.

Το «μαγαζάκι» του ΟΠΕΚΕΠΕ

Σήμερα τα φώτα της δημοσιότητας επικεντρώνονται στο σκάνδαλο διαφθοράς του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ) το οποίο βρίσκεται στο μικροσκόπιο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εδώ και οχτώ σχεδόν μήνες.

Το σκάνδαλο στα βοσκοτόπια σύμφωνα με τις κοινοτικές εισαγγελικές αρχές αφορά στην περίοδο  2019 – 2022, όταν και  ένας σημαντικός αριθμός ατόμων έλαβε δικαιώματα ενίσχυσης από το εθνικό αποθεματικό, που χρηματοδοτείται από την ΚΑΠ, βάσει ψευδών δηλώσεων σχετικά με την ιδιοκτησία ή τη μίσθωση βοσκοτόπων που ήταν επιλέξιμες για επιδοτήσεις. Κατά τα επόμενα έτη, έως το 2024, τα ίδια άτομα συνέχισαν να υποβάλλουν ψευδείς δηλώσεις.

Το εν λόγω «μαγαζάκι» που είχε στηθεί εκμεταλλεύτηκε πολλά «παράθυρα» στο καθεστώς λειτουργίας του ΟΠΕΚΕΠΕ π.χ έλλειψη στην ιδιοκτησία του δημοσίου της τεχνικής υποδομής του πληροφοριακού συστήματος, «πατώντας» ταυτόχρονα στη λεγόμενη τεχνική λύση, η οποία επέτρεπε κάποιος να πάρει δημόσιο βοσκότοπο για να ενεργοποιήσει επιδοτήσεις με βάση έναν συντελεστή που ίσχυε για τον αριθμό των ζώων (αυτός ο βοσκότοπος θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε στην Ελλάδα) καθώς επίσης και στην δυνατότητα που δίνει ο κοινοτικός κανονισμός οι επιλέξιμες εκτάσεις να μη προϋποθέτουν την ύπαρξη ζωικού κεφαλαίου, αλλά να διατηρούνται σε καλή κατάσταση ώστε να είναι εν δυνάμει διαθέσιμες προς βόσκηση.

Με τις σχετικές έρευνες να βρίσκονται σε εξέλιξη τα ερωτήματα είναι πάρα πολλά, με αιχμή με την ανοχή που επέδειξαν σειρά Υπουργών Αγροτικής Ανάπτυξης αλλά και Προέδρων του Οργανισμού, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι ο ψηφιακός θρίαμβος «Ελλάδα 2.0»  ποτέ δεν πέρασε από τον παράδρομο της Λιοσίων που στεγάζεται ο ΟΠΕΚΕΠΕ.

Σε ο,τι αφορά στο τι μέλλει γενέσθαι στο πεδίο των ευθυνών αλλά και των ποινών, θα πρέπει να επισημανθεί ότι όλοι οι καταλογισμοί των Βρυξελλών εμπίπτουν στην χώρα, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχει ζητηθεί ποτέ από αγρότες να επιστρέψουν κοινοτικά κονδύλιά τα οποία έλαβαν παράτυπα.

Τα πιο «ηχηρά» αγροτικά σκάνδαλα που αφορούν παράνομες ενισχύσεις και έχουν οδηγήσει σε καταδίκη της χώρας περιλαμβάνουν τα «πακέτα»: Κοντού, Χατζηγάκη, Μωραΐτη – Κοσκινά, τις ευνοϊκές ρυθμίσεις σε δάνεια της Αγροτικής Τράπεζας προς συνεταιρισμούς μετά το Τσερνομπίλ, αλλά το περίφημο σκάνδαλο «του καλαμποκιού».

Μεγάλο πολιτικό βάρος καθώς αφορά φυσικά πρόσωπα είναι το λεγόμενο «πακέτο Χατζηγάκη», δηλαδή αποζημιώσεις ύψους 37 εκατ. ευρώ το 2008 και 387 εκατ. ευρώ το 2009 που καταβλήθηκαν σε περισσότερους από 660 χιλιάδες αγρότες μέσω ΕΛΓΑ και οι οποίες κρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι συνιστούν μη συμβατή με την ευρωπαϊκή νομοθεσία κρατική ενίσχυση. Ο επικαιροποιημένος ακριβής αριθμός των αγροτών και το ακριβές ύψος των ανακτήσεων που κλήθηκε η χώρα να καταβάλλει δεν έχει δημοσιοποιηθεί καθώς έκτοτε έχουν εξαιρεθεί όσοι αποβίωσαν χωρίς η οφειλή να περάσει στους κληρονόμους καθώς και ποσό ύψους 109 εκατ. ευρώ που εντάχθηκε στις de minimis αποζημιώσεις της επίμαχης περιόδου.

Οι συνεταιρισμοί

Σε ο,τι αφορά στους συνεταιρισμούς προκύπτουν τρεις υποθέσεις. Η πρώτη αφορά στις ευνοϊκές ρυθμίσεις που είχαν γίνει κατά το 1992 και 1994 από την τότε Αγροτική Τράπεζα σε περίπου 100 συνεταιρισμούς για δάνεια που της όφειλαν, με δικαιολογία την  οικονομική ζημία που είχαν υποστεί λόγω των διαταραχών στην αγορά μετά το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνομπίλ το 1986. Η δεύτερη, αφορά στο «πακέτο Κοντού» το 2008, όταν το Ελληνικό Δημόσιο παρείχε στις τράπεζες εγγύηση σε ποσοστό 100% προκειμένου να δοθούν δάνεια σε περισσότερες από 50 ενώσεις και αγροτικούς συνεταιρισμούς ώστε να αγοράσουν δημητριακά και κυρίως καλαμπόκι, καθώς η  τιμή του είχε καταρρεύσει.

Νωρίτερα είχε προηγηθεί το πακέτο «Μωραΐτη – Κοσκινά» μια υπόθεση ενισχύσεων-ρυθμίσεων ύψους περί τα 500 εκατ. ευρώ που δόθηκαν σε 89 ενώσεις και οργανώσεις συνεταιρισμών στη δεκαετία του ΄90.

39 χρόνια από την υπόθεση «καλαμποκιού»

Το πλέον βαρύγδουπο σκάνδαλο είναι αυτό του «καλαμποκιού» το 1986 που είχε ως αποτέλεσμα την παραπομπή του τότε αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών Νικολάου Αθανασόπουλου στο Ειδικό Δικαστήριο και την καταδίκη του σε ποινή φυλάκισης. Η υπόθεση αφορούσε την πώληση γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού από την ελληνική κρατική εταιρεία ITCO σε χώρες της ΕΟΚ, το οποίο είχε ψευδώς χαρακτηριστεί ως ελληνικό από τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου η Ελλάδα να έχει όφελος και να εισπράξει κοινοτικές επιδοτήσεις. Η Κομισιόν προσφεύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εναντίον της Ελλάδας.

Η χώρα δικάσθηκε ερήμην και καταδικάστηκε το 1989. Η ζημιά για το ελληνικό κράτος ανήλθε σε 600.000.000 δραχμές (περί τα 1,7 εκατ. ευρώ σήμερα). Παρά την καταδίκη του ο Αθανασόπουλος εξελέγη πανηγυρικά βουλευτής της Β’ Αθηνών στις εκλογές του 1993 και το 1994 η Βουλή του απένειμε χάρη.