Skip to main content

Γερμανικό τεστ αξιοπιστίας για την Ελλάδα – Απόψε η ετυμηγορία του Scope Ratings

Θα αναβαθμίσει το αξιόχρεο ή τις προοπτικές;

Σήμερα το βράδυ ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης θα δημοσιοποιήσει την έκθεση του για την ελληνική οικονομία.

To ενδιαφέρον εστιάζεται στο αν θα προχωρήσει στην αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου ή των προοπτικών της χώρας σε θετικές διατηρώντας την κλίμακα αξιολόγησης ΒΒΒ αμετάβλητη ή δεν θα προχωρήσει σε καμία αλλαγή.

Από την αρχή του έτους 3 οίκοι αξιολόγησης έχουν αναβαθμίσει την Ελλάδα κυρίως τις προοπτικές. Η Scope Ratings ήταν ο πρώτος οίκος που είχε αναβαθμίσει την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα το 2023, «ανεβάζοντας» τη ένα ακόμα σκαλοπάτι στα τέλη του 2024, επικαλούμενη τις προσδοκίες για περαιτέρω μείωση του χρέους, πρωτογενή πλεονάσματα υψηλότερα από τις προβλέψεις και ανάκαμψη του τραπεζικού συστήματος.

Ο γερμανικός οίκος σε πρόσφατη ανάλυση του αναφέρει για την Ελλάδα ότι πρόκειται για μία μικρή αλλά ανεπτυγμένη οικονομία. «Η χώρα κατέχει ηγετική θέση παγκοσμίως στη ναυτιλία. Άλλοι βασικοί τομείς είναι ο τουρισμός, η γεωργία και η μεταποίηση». Για φέτος εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2,2% και κατά μέσο όρο 1,6% την περίοδο 2026-2029.

Όπως σημειώνεται, αν και η οικονομία ανακάμπτει σταδιακά από τη σοβαρή κρίση χρέους, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ παραμένει 40% χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. «Από το 2020, η οικονομική ανάπτυξη ήταν ισχυρή χάρη στην ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση και την ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων, τα κυβερνητικά μέτρα και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης της Ελλάδας» σημειώνεται από τους αναλυτές.

Το αγκάθι

Βασική αδυναμία της χώρας παραμένει το υψηλό επίπεδο χρέους καθώς, όπως τονίζεται, μπορεί να περιορίσει την ικανότητα της κυβέρνησης να στηρίξει την οικονομία στις άσχημες περιόδους. «Οι πολιτικοί και οι σχετικοί με την πολιτική κίνδυνοι είναι μέτριοι τα επόμενα χρόνια, αλλά ενδέχεται να αυξηθούν μακροπρόθεσμα. Οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες και οι δημογραφικές προκλήσεις, όπως η καθαρή μετανάστευση, περιορίζουν την μακροπρόθεσμη τάση ανάπτυξης και τα επίπεδα πλούτου» αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Αναφορικά με την ανεργία οι αναλυτές σημειώνουν ότι ενώ μειώθηκε το 2024 στο 9,4%, παρέμεινε πολύ πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. στο 5,9% τον Οκτώβριο του 2024. «Τα νοικοκυριά εξακολουθούν να υποφέρουν από χαμηλούς μισθούς, περίπου 20% χαμηλότερους από ό,τι πριν από 15 χρόνια, καθώς και από χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα». Αυτοί οι παράγοντες, τονίζουν, αντιπροσωπεύουν μια κοινωνική πρόκληση, όπως και η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός μεταξύ των ευάλωτων ομάδων. Επιπλέον, η συγκριτική επικράτηση των θέσεων εργασίας χαμηλού εισοδήματος και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επηρεάζει αρνητικά την παραγωγικότητα και τη φορολογική βάση.

Οι τράπεζες

Όσον αφορά τις τράπεζες, η Scope σημειώνει ότι είναι πιο εκτεθειμένες από τους ανταγωνιστές τους στον επιτοκιακό κύκλο, καθώς στηρίζεται κυρίως στα καθαρά επιτοκιακά έσοδα, λόγω της εστίασης στα δάνεια και της χαμηλής διείσδυσης των μη τραπεζικών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

«Δεδομένων των χαρακτηριστικών του ελληνικού τραπεζικού τομέα, συμπεριλαμβανομένης μιας σχετικά μικρής αγοράς στεγαστικών δανείων, ο δανεισμός απευθύνεται σε επιχειρήσεις, με αρκετά υψηλή έκθεση στη ναυτιλία και τον τουρισμό». Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε στο 3,6% τον Δεκέμβριο του 2024, από 49% το 2017, με τις τράπεζες όχι μόνο να έχουν καθαρίσει τους ισολογισμούς τους, αλλά να έχουν επίσης βελτιώσει τα πρότυπα δανεισμού και παρακολούθησης.