Μια λογική «διόρθωσης» των χρεώσεων με το βλέμμα στις επικείμενες διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ακολούθησαν οι εταιρείες προμήθειας κατά την διαμόρφωση των τιμών στα «πράσινα» τιμολόγια του Μαΐου.
Εκ πρώτης όψεως, η διατήρηση (στις περισσότερες περιπτώσεις) ή και αύξηση των χρεώσεων εκ μέρους των προμηθευτών φαντάζει παράδοξο όταν προγενέστερα, η δημοφιλής εξήγηση για την αυξομείωση των τιμών ήταν η ανάλογη διακύμανση της μέσης τιμής στη χονδρεμπορική αγορά κατά τον προηγούμενο μήνα που «εντυπώνεται» στις τιμές που ανακοινώνουν κάθε 1η του μήνα οι εταιρείες.
Πτώση στην τιμή χονδρικής, αλλά όχι στα τιμολόγια
Εντούτοις, όπως αναφέρουν στελέχη του κλάδου που συνομίλησαν με την «Ν», το θέμα είναι πιο σύνθετο και εδράζεται στον τύπο με τον οποίο κάθε εταιρεία καλείται να διαμορφώσει την χρέωση του «πράσινου» τιμολογίου.
Σημειώνεται ότι η χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας για τον μήνα Απρίλιο έκλεισε στα 89,05€/MWh, ήτοι 16% χαμηλότερα από τα 105,9€/MWh το Μάρτιο, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτυπώνεται στις χρεώσεις των «πράσινων» τιμολογίων που συνιστούν την τεράστια πλειοψηφία των καταναλωτών.
Ο λόγος για το φαινομενικά «παράδοξο» της υπόθεσης αφορά στην προσπάθεια των εταιρειών να «απεγκλωβιστούν» από τα όρια του μαθηματικού τύπου, «φέρνοντας» τις τιμές σε επίπεδα που αντανακλούν καλύτερα το κόστος του προμηθευτή και το οποίο δεν περιορίζεται μόνο στις αγοροπωλησίες που πραγματοποιεί ημερησίως για την κάλυψη των πελατών του.
Την ίδια στιγμή, η αναπροσαρμογή της τιμής είτε σε διατήρηση στα ίδια επίπεδα είτε λίγο υψηλότερα, όπως διευκρινίζουν οι ίδιες πηγές, ενσωματώνει εκτιμήσεις για επικείμενη άνοδο των τιμών εντός Μαΐου σε συνέχεια της αυξημένης ζήτησης φυσικού αερίου για την αναπλήρωση των αποθηκών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και εν συνόλω αυξημένης ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας για ψύξη σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες.
Ως γνωστόν, η διακύμανση της τιμής του φυσικού αερίου έχει άμεση «αποτύπωση» στις χονδρικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, επηρεάζοντας αναλόγως τις αυξομειώσεις των τιμών. Μια πρόσθετη παράμετρος που «βάρυνε» στην προαναφερόμενη προσέγγιση των εταιρειών ήταν ο «πρότερος βίος» κατά τους προηγούμενους μήνες, όταν και οι βασικότερες εταιρείες του κλάδου επέλεξαν να απορροφήσουν αυξήσεις της χονδρεμπορικής μέσα από την προσφορά μεγάλων εκπτώσεων που ωστόσο άφηναν κόστος στο τέλος της ημέρας.
Τα σταθερά τιμολόγια και ο ανταγωνισμός
Αν και πλέον η αγορά κινείται ολοένα και περισσότερο στο «τέμπο» των σταθερών τιμολογίων με τον ανταγωνισμό των εταιρειών να επικεντρώνεται στα «μπλε» προϊόντα, τα «πράσινα» συνεχίζουν να αποτελούν για το σύνολο της αγοράς την παραγωγική βάση. Υπό αυτό το πρίσμα, όπως επισήμανε χαρακτηριστικά στέλεχος της αγοράς, «Δεν μπορούμε να πουλάμε κάτω του κόστους» και κατά ανάλογο τρόπο με τα σταθερά τιμολόγια, όταν τα τελευταία πρεσβεύουν σήμερα την μάχη των εταιρειών για μερίδια, κατοχύρωση πελατολογίου και διεύρυνση στην αγορά συνολικότερα.
Με βάση τις ανακοινώσεις των εταιρειών, οι τιμές των «πράσινων» τιμολογίων για τον Μάιο εκκινούν από τα 12,2 και φτάνουν μέχρι και τα 17,4 λεπτά ανά κιλοβατώρα. Συγκριτικά, οι τιμές τον Απρίλιο κινήθηκαν από 10,4 έως τα 17,4 λεπτά ανά κιλοβατώρα. Αυτό σημαίνει ότι πως οι χρεώσεις τον μήνα που διανύουμε «συγκεντρώνονται» πιο κοντά στα επίπεδα των 14 με 15 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα, με μικρότερη διαφορά ανάμεσα στο φθηνότερο και το ακριβότερο τιμολόγιο. Είναι ενδεικτικό ότι η ελάχιστη τιμή είναι αυξημένη κατά 17% σε σχέση με τον Απρίλιο και η μέγιστη το ίδιο.
Σε κάθε περίπτωση, η «στροφή» των καταναλωτών προς τα «μπλε», όπως αποτυπώθηκε στην διάρκεια του 2024, συνεχίζει αμείωτη και τους πρώτους μήνες του 2025, «υποχρεώνοντας» την αγορά να προσαρμόζει ανάλογα την εμπορική της πολιτική, πράγμα που ωστόσο λαμβάνει χώρα εν μέσω ενός «πολέμου τιμών» που θα καταλήξει, θέλοντας και μη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην συγκεντροποίηση της αγοράς σε βάθος χρόνου.