Skip to main content

Οι παγίδες των cryptos για τους Έλληνες φορολογούμενους

REUTERS/Dado Ruvic/Illustration/

Η Φορολογική Διοίκηση δεν τα αναγνωρίζει ως νόμιμο μέσο συναλλαγών με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δεν αναγνωρίζεται ούτε η κάλυψη τεκμηρίου από με κέρδος από αυτά

Τεράστια προβλήματα στους φορολογούμενους προκαλεί η μη αναγνώριση από τη Φορολογική Διοίκηση των κρυπτονομισμάτων ως νόμιμου μέσου συναλλαγών και η έλλειψη νομοθετικών διατάξεων για τη φορολογική αντιμετώπισή τους.

Τα κενά που υπάρχουν στην ελληνική φορολογική νομοθεσία τα οποία αφορούν τους τρόπους με τους οποίους πρέπει να φορολογούνται οι πάσης φύσεως συναλλαγές και οι δραστηριότητες που συνδέονται με τα κρυπτονομίσματα, όπως το bitcoin κ.ά., φέρνουν ήδη πολλούς Έλληνες φορολογούμενους, που έχουν εισαγάγει τα νομίσματα αυτά στην καθημερινότητά τους, αντιμέτωπους με απρόσμενες χρεώσεις και επιβαρύνσεις προκαλούμενες από την επιβολή υπέρογκων φόρων και προστίμων από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές.

Πρόσφατα, επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων βρέθηκε αντιμέτωπη με μια απρόσμενη χρέωση ΦΠΑ ύψους άνω των 12.000 ευρώ, καθώς και με πρόσθετες χρεώσεις προστίμων και προσαυξήσεων που της επιβλήθηκαν από την αρμόδια φορολογική αρχή, καθώς σε φορολογικό έλεγχο που διενεργήθηκε σ’ αυτήν, δεν αναγνωρίστηκαν ως νόμιμα μέσα συναλλαγής τα κρυπτονομίσματα με τα οποία η εν λόγω επιχείρηση πραγματοποίησε συναλλαγές ανταλλαγών.

Συγκεκριμένα, οι προμήθειες συνολικού ύψους 52.728,68 ευρώ που εισέπραξε η επιχείρηση από τις συναλλαγές αυτές δεν θεωρήθηκαν από την αρμόδια φορολογική αρχή ως υπηρεσίες παροχής ανταλλαγής νομισμάτων απαλλασσόμενες από τον ΦΠΑ, σύμφωνα με το άρθρο 22 του σχετικού Κώδικα (ν. 2859/2000).

Αντιθέτως θεωρήθηκαν ως συναλλαγές υπαγόμενες στον ΦΠΑ και φορολογήθηκαν κανονικά.

Η επιχείρηση υπέβαλε ενδικοφανή προσφυγή στην Διεύθυνση Επίλυση Διαφορών (ΔΕΔ) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), ζητώντας να απαλλαγεί από τη χρέωση αυτή και τις αναλογούσες προσαυξήσεις, καθώς, όπως υποστήριξε, οι συγκεκριμένες συναλλαγές ήταν υπηρεσίες ανταλλακτηρίου που αφορούσαν κρυπτονομίσματα, τα οποία σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με αριθ. CE 264/ 14 «είναι και συγκαταλέγονται στα νομίσματα… και ρητά απαλλάσσονται του ΦΠΑ».

Ωστόσο, η προσφυγή του ανταλλακτηρίου απορρίφθηκε από τη ΔΕΔ με το εξής αιτιολογικό:

  • Σύμφωνα με το Ν.4734/2020, ο οποίος τροποποίησε το Ν.4557/2018, ενσωματώνοντας την υπ’ αριθ. 843/2018 οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως «Εικονικά νομίσματα» ορίζεται «η ψηφιακή αναπαράσταση αξίας που δεν εκδίδεται από κεντρική τράπεζα ή δημόσια αρχή, ούτε έχει την εγγύησή τους, δεν συνδέεται κατ’ ανάγκη με νομίμως κυκλοφορούν νόμισμα και δεν διαθέτει το νομικό καθεστώς νομίσματος ή χρήματος, όμως γίνεται αποδεκτή από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ως μέσο συναλλαγής και μπορεί να μεταφέρεται, να αποθηκεύεται ή να διακινείται ηλεκτρονικά».
  • Σύμφωνα με τα ανωτέρω, προκύπτει ότι τα κρυπτονομίσματα (ψηφιακά και εικονικά) δεν έχουν λάβει τη νόμιμη αναγνώρισή τους με πράξη της πολιτείας (με νόμο), με αποτέλεσμα να μην εντάσσονται στα επίσημα νομίσματα που γίνονται αναγκαστικά αποδεκτά στις συναλλαγές εντός της ελληνικής και ευρωπαϊκής επικράτειας.
  • Τα κρυπτονομίσματα για τα οποία η προσφεύγουσα επιχείρηση αναφέρει ότι παρέχει υπηρεσίες ανταλλακτηρίου, δεν αποτελούν νόμιμο μέσο πληρωμής, οπότε ορθώς ο έλεγχος έκρινε ότι το σύνολο των καθαρών προμηθειών ύψους 52.728,68 ευρώ, όπως αυτό προέκυψε από τα δεδομένα των ισοζυγίων αλλά και ταυτοποιήθηκε από την κίνηση του τραπεζικού λογαριασμού ύψους 52.728,56 ευρώ (σύνολο προμηθειών 58.494,94 ευρώ μείον τις συναλλαγματικές διαφορές 5.776,26 ευρώ) που εισέπραξε ως προμήθεια από πώληση σε κρυπτονόμισμα η προσφεύγουσα, είναι έσοδα που υπόκεινται σε ΦΠΑ.
  • Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα επιχείρηση «δεν έχει ενσωματωθεί στο εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας και δεν υπάρχει αντίστοιχη διάταξη που να δεσμεύει τη φορολογική διοίκηση».

Ουσιαστικά, με βάση τα παραπάνω επιχειρήματα, ο ισχυρισμός της επιχείρησης ότι ο τρόπος λειτουργίας του παρόχου υπηρεσιών ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων με προμήθεια είναι μια δραστηριότητα όπως τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος, απορρίφθηκε ως αβάσιμος. Η ΔΕΔ δέχθηκε ότι το bitcoin θεωρείται ψηφιακή μονάδα αξίας, η οποία μπορεί να ανταλλάσσεται ηλεκτρονικά και όχι νόμισμα, δηλαδή δεν είναι αποδεκτό μέσο συναλλαγής και άρα δεν είναι συνάλλαγμα. Συνεπώς, απεφάνθη ότι οι επίμαχες συναλλαγές δεν εμπίπτουν στο απαλλακτικό καθεστώς συναλλαγών του άρθρου 22 του Ν.2859/2000 (Κώδικας ΦΠΑ).

Και τα κέρδη… ανύπαρκτα

Όπως έχει αποκαλύψει η «Ν», η εφορία δεν αναγνωρίζει ούτε τα κέρδη από τα κρυπτονομίσματα. Ζεύγος φορολογουμένων εκλήθη να πληρώσει τεράστια ποσά φόρου εισοδήματος ύψους δεκάδων χιλιάδων ευρώ, επειδή η αρμόδια ΔΟΥ δεν αναγνώρισε την κάλυψη τεκμηρίου αγοράς ακινήτου με το κέρδος από την αγοραπωλησία κρυπτονομισμάτων, συνολικού ύψους 182.500 ευρώ, το οποίο επικαλέστηκε το ζεύγος στη φορολογική του δήλωση.

Η ΔΟΥ έκρινε, ειδικότερα, ότι το εμφανιζόμενο ως εισόδημα από τη μεταβίβαση κρυπτονομισμάτων (κέρδος από αγοραπωλησία κρυπτονομισμάτων) δεν εμπίπτει στις διατάξεις των άρθρων 42 και 42Α ΚΦΕ και για τον λόγο αυτό ολοκλήρωσε την εκκαθάριση της υποβληθείσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, χωρίς να ληφθεί υπόψη το ως άνω εισόδημα συνολικού ποσού 182.500 ευρώ.

Δηλαδή, η ΔΟΥ δεν δέχθηκε ότι το ποσό αυτό μπορεί να καλύψει το «πόθεν έσχες» της δαπάνης αγοράς ακινήτου που δηλώθηκε στους κωδικούς 735 και 736, υποστηρίζοντας αφενός ότι το εισόδημα από τη μεταβίβαση κρυπτονομισμάτων στο εξωτερικό δεν εμπίπτει στις ως άνω διατάξεις των άρθρων 42 και 42Α ΚΦΕ, με τις οποίες προβλέπονται και απαριθμούνται περιοριστικά οι τίτλοι από τη μεταβίβαση των οποίων προκύπτει υπεραξία που θεωρείται εισόδημα και αφετέρου ότι δεν προσκομίστηκαν επαρκή στοιχεία ώστε να προσδιορίζεται με ειδικό και σαφή τρόπο η υπεραξία που προέκυψε από τη μεταβίβαση των εν λόγω κρυπτονομισμάτων.

Οι φορολογούμενοι προσέφυγαν στη ΔΕΔ, η οποία όμως δεν δέχθηκε τους ισχυρισμούς τους και απέρριψε την προσφυγή τους, υιοθετώντας πλήρως το σκεπτικό της αρμόδια ΔΟΥ, που βασίστηκε ουσιαστικά στο γεγονός ότι στον ισχύοντα Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013) δεν υπάρχει ρητή αναφορά στον τρόπο προσδιορισμού και δικαιολόγησης των εισοδημάτων από συναλλαγές με κρυπτονομίσματα.