Skip to main content

Νότια Ευρώπη: Από προβληματικό παιδί, αναπτυξιακή μηχανή της ΕΕ

ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΜΠΑΛΩΜΑΤΙΝΗ/EUROKINISSI

Για «επιστροφή της Ελλάδας από την… εξορία», κάνει λόγο η Die Zeit.

«Η Νότια Ευρώπη μετατρέπεται από προβληματικό παιδί σε αναπτυξιακή μηχανή της Ευρωπαϊκής Ενωσης», γράφει η γερμανική Handelsblatt και εξηγεί: ​​«Το 2022, η οικονομία στην Πορτογαλία αναπτύχθηκε κατά 6,7%, στην Ελλάδα κατά 5,9% και στην Ισπανία κατά 5,8%. Πρόκειται για ποσοστά  υπερτριπλάσια από ό,τι στη Γερμανία».

Για φέτος, η Επιτροπή της ΕΕ αναμένει επίσης ότι η ανάπτυξη στις τρεις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου θα είναι διπλάσια από τον μέσο όρο της ΕΕ και τουλάχιστον ελαφρώς υψηλότερη για το 2024.

«Για τα Νοτιοευρωπαïκά κράτη που παλιότερα χαρακτηρίζονταν ως «PIGS» (η συντομογραφία σήμαινε Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία), καθώς επλήγησαν με σφοδρότητα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, το υψηλό επίπεδο δυναμικής  σήμερα είναι μια σημαντική ικανοποίηση», τονίζει η Γερμανική εφημερίδα. «Η κατάστασή τους είναι επίσης σημαντική για τη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ. Διότι: όσο ισχυρότερη είναι η ανάπτυξη, τόσο πιο εύκολο είναι να μειωθεί το χρέος», προσθέτει η Handelsblatt

Αναφορικά με την Ελλάδα, η γερμανική εφημερίδα υπενθυμίζει ότι οι οίκοι αξιολόγησης δίνουν και πάλι την επενδυτική βαθμίδα, ενώ οι εξαγωγές αυξήθηκαν συνολικά κατά 36,7% σε σύγκριση με το 2022.

«Επιστροφή από την εξορία»

Για «επιστροφή της Ελλάδας από την …εξορία», κάνει μάλιστα λόγο η επίσης γερμανική, Die Zeit. «Οποιος επενδύει τα χρήματά του σε ελληνικά κρατικά ομόλογα δεν χρειάζεται πλέον να ανησυχεί μήπως δεν τα ξαναδεί ποτέ. Η χώρα είναι και πάλι φερέγγυα – γιατί η οικονομία ανθεί», σημειώνει η γερμανική εφημερίδα, σε ανταπόκριση από την Αθήνα. «Η Ελλάδα έπρεπε να περιμένει πολύ για αυτό. Χρειάστηκαν περισσότερα από 13 χρόνια για να επιστρέψει η χώρα από τον κόσμο της οικονομικής εξορίας, στον κύκλο των φερέγγυων κρατών. Η Ελλάδα είναι πλέον για άλλη μια φορά μια χώρα στην οποία μπορείς να δανείσεις χρήματα χωρίς να ανησυχείς μήπως δεν τα ξαναδείς. Τον Σεπτέμβριο, ο καναδικός οργανισμός αξιολόγησης DBRS Morningstar αύξησε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας από BB (υψηλό) σε BBB (χαμηλό). Αυτό σημαίνει ότι η χώρα είναι πλέον μία χώρα που αξίζει  κανείς να επενδύσει. Οι οίκοι αξιολόγησης Standard & Poor’s (S&P) και Fitch  θα κάνουν επίσης τις αξιολογήσεις τους στις 20 Οκτωβρίου και στις 2 Δεκεμβρίου, αντίστοιχα Fitch και αναμένεται να αναβαθμίσουν επίσης την Ελλάδα στην κορυφαία κατηγορία μέχρι το τέλος του έτους».

Αισθητές οι συνέπειες της κρίσης

Ομως οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης της περασμένης δεκαετίας είναι ακόμα αισθητές, τονίζει η Die Zeit και προσθέτει: «Η Ελλάδα έχει ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και έχει καταγράψει εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης τα τελευταία δύο χρόνια. Ωστόσο, η οικονομική παραγωγή εξακολουθεί να είναι χαμηλότερη από τα προ κρίσης επίπεδα και το εθνικό χρέος είναι σημαντικά υψηλότερο. Η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα επισκιάζεται επίσης από την καταστροφική καταστροφή από τις πλημμύρες που προκάλεσε ζημιές δισεκατομμυρίων ευρώ»

«Ο Έλληνας υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης χαρακτήρισε την αναβάθμιση «πολύ σημαντική εξέλιξη για τη χώρα μας». Η αναβάθμιση είναι ένα «άλμα προς τα εμπρός» και θα οδηγήσει σε «καλύτερες συνθήκες χρηματοδότησης, περισσότερες επενδύσεις, ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας», τόνισε ο κ.Χατζηδάκης.

Ο Αλέξανδρος Πατέλης, επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, εξηγεί: «Η επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα είναι σαν σφραγίδα ποιότητας». Αυτό σημαίνει ότι η χώρα «επιτέλους αφήνει πίσω της τα χρόνια της κρίσης», είπε ο κ. Πατέλης. Αλλά ο οικονομολόγος προειδοποιεί: «Δεν υπάρχει λόγος να εφησυχάζουμε. Πρέπει να εργαστούμε σκληρά για να ανταποκριθούμε σε αυτές τις νέες, αυξημένες προσδοκίες.»

Για τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, η αναβάθμιση είναι σημαντική επιτυχία. Είχε δηλώσει ότι η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα είναι «εθνικός στόχος». Η αναβάθμιση θα τονώσει περαιτέρω τη ζήτηση για ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. Τώρα είναι επίσης διαπραγματεύσιμα για πολλούς διαχειριστές κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων που προηγουμένως δεν μπορούσαν να προσθέσουν αυτούς τους τίτλους στα χαρτοφυλάκιά τους λόγω της κακής αξιολόγησης. Η αναβάθμιση είναι επίσης σημαντική για τις ελληνικές εταιρείες, οι οποίες μπορούν πλέον να δανείζονται χρήματα πιο φθηνά στην κεφαλαιαγορά και να επενδύουν έτσι περισσότερα. Οι τράπεζες θα μπορούν επίσης να αποκτούν ρευστότητα φθηνότερα στο μέλλον.

Χρέος και πρωτογενή πλεονάσματα

Η Ελλάδα σημειώνει επίσης μεγάλη πρόοδο στη μείωση του επιπέδου του χρέους της. Έχει μειωθεί κατά 36 ποσοστιαίες μονάδες από την κορύφωσή του, το 2020, που ήταν στο 204% του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση αναμένει ότι το επίπεδο του χρέους θα μειωθεί στο 162,6% του ΑΕΠ έως το τέλος του 2023 και στο 135,2% έως το 2026.

Ωστόσο, οι αναλυτές της DBRS δεν βλέπουν μόνο επιτυχίες στην Ελλάδα, αλλά και κινδύνους. Παρά τις επιτυχίες στη μείωση του δείκτη χρέους, η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους εξαρτάται πρωτίστως από την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα μακροπρόθεσμα. Περίπου το 70% του ελληνικού εθνικού χρέους εξακολουθεί να κατέχεται από δημόσιους πιστωτές όπως ο ESM. Τα επιτόκια είναι επίμονα χαμηλά και οι λήξεις επεκτείνονται μέχρι το 2070. Ωστόσο, η DBRS υπογραμμίζει ότι μακροπρόθεσμα, το χρέος του δημόσιου τομέα θα πρέπει να αντικατασταθεί από χρέος που χρηματοδοτείται από την αγορά, το οποίο θα είναι ευάλωτο στις διακυμάνσεις της αγοράς.

«Ακόμα κι αν η Ελλάδα έχει ξεπεράσει την οξεία κρίση, η χώρα θα συνεχίσει να αισθάνεται τις συνέπειές της για πολύ καιρό. Οι οικονομικές επιδόσεις της χώρας είναι επίσης πολύ μακριά από τα προ κρίσης επίπεδα. Το 2022 ήταν 208 δισ. ευρώ, το 2009 ήταν 238 δισ. Τότε, το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα ήταν 95% του μέσου όρου της ΕΕ· σήμερα είναι μόνο 68%. Και οι πραγματικοί μισθοί, προσαρμοσμένοι στον πληθωρισμό, έχουν φτάσει μόνο στο 71% του επιπέδου του 2009. Υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος για να επιστρέψει η χώρα στην οικονομική ομαλότητα», εκτιμά η Die Zeit.