Skip to main content

Προσδοκίες για ταχύτερο ρυθμό αποκλιμάκωσης του χρέους

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Συγκρατημένη αισιοδοξία ότι η πορεία αποκλιμάκωσης του χρέους θα είναι ταχύτερη από αυτή που έχει αποτυπωθεί ως πρόβλεψη στο μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής αρχίζει να επικρατεί στο οικονομικό επιτελείο.

Η μια πηγή αισιοδοξίας έχει να κάνει με τον… παρονομαστή, δηλαδή το ΑΕΠ. Το +3,6% που έχει εγγραφεί ως πρόβλεψη για τη φετινή χρονιά, πρόβλεψη που είναι ούτως η άλλως η χαμηλότερη σε σχέση με τις αντίστοιχες που έχουν γίνει από διεθνείς οργανισμούς, ενδέχεται να αναθεωρηθεί προς τα πάνω, κάτι που -αν επιβεβαιωθεί- θα φέρει την αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ ενδεχομένως και κάτω από το 204% του ΑΕΠ, δηλαδή χαμηλότερα σε σχέση με το κλείσιμο του 2020 -και ιστορικό ρεκόρ μέχρι στιγμής- του 205,6%.

Η δεύτερη πηγή αισιοδοξίας έχει να κάνει με τον αριθμητή. Το χρέος σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης είναι πλέον πολύ πιθανό ότι θα «κλείσει» κοντά στην πρόβλεψη των 352,5 δισ. ευρώ. Για το φθινόπωρο και μέχρι το τέλος του χρόνου θα υπάρξουν νέες εκδόσεις ομολόγων, παρά το γεγονός ότι η χώρα δεν έχει χρηματοδοτικές ανάγκες, ενώ και η «πίεση» για την εφαρμογή πρόσθετων μέτρων στήριξης έχει χαλαρώσει, τουλάχιστον προς το παρόν (το τι μέλλει γενέσθαι εξαρτάται άμεσα από την εξέλιξη της πανδημίας). Ο λόγος που θα γίνουν νέες εκδόσεις είναι να διατηρηθεί η «επαφή» με τις αγορές, σε περίοδο μάλιστα ιστορικά ευνοϊκών συνθηκών για τους ελληνικούς τίτλους.

Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν είχαν βρεθεί όλα τα ομόλογα (ανεξαρτήτως διάρκειας) να έχουν απόδοση χαμηλότερη του 1%: ακόμη και ο 25ετής τίτλος είχε χθες απόδοση κάτω της μίας μονάδας, τη στιγμή που το 10ετές κυμαινόταν κοντά στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο με απόδοση 0,6%. Για την κυβέρνηση, πάντως, αλλά και για τον ΟΔΔΗΧ, σημασία σε αυτή τη φάση δεν έχει το τι θα γίνει με τον αριθμητή (δηλαδή το ύψος του χρέους), καθώς σε μεγάλο βαθμό αυτό είναι ελεγχόμενο από τη στιγμή που υπάρχει και το τεράστιο ταμειακό απόθεμα των 34-35 δισ. ευρώ, το οποίο επιτρέπει στον ΟΔΔΗΧ να βγαίνει στις αγορές όποτε επιθυμεί και όχι από ανάγκη. Όλο το «στοίχημα» είναι το τι θα γίνει με τον παρονομαστή, δηλαδή το ΑΕΠ. Και όπως επισημαίνουν συχνά-πυκνά στο οικονομικό επιτελείο, αν αυξάνεται κατά 1 δισ. ευρώ το χρέος αλλά ταυτόχρονα αυξάνεται κατά 1 δισ. ευρώ και το ΑΕΠ, η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ μειώνεται και το χρέος καθίσταται πιο βιώσιμο.

Το δεύτερο εξάμηνο

Ουσιαστικά, η προσπάθεια επιστροφής της αναλογίας χρέους ως προς το ΑΕΠ σε πτωτική πορεία έχει ήδη ξεκινήσει από τις αρχές του δευτέρου εξαμήνου. Σε ολόκληρο το δεύτερο εξάμηνο οι εκδόσεις χρέους αναμένεται να είναι αισθητά λιγότερες σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο, ενώ και ο δανεισμός από τους επίσημους φορείς θα είναι χαμηλότερος. Ακόμη και τα 7,5 δισ. που προβλέπεται να εκταμιευτούν στο δεύτερο εξάμηνο από το Ταμείο Ανάκαμψης θα είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό υπό μορφή επιδοτήσεων και όχι υπό μορφή δανεισμού. Όσον αφορά τις εκδόσεις χρέους, είναι δεδομένο ότι στο δεύτερο εξάμηνο δεν θα επιδιώξουμε να αντλήσουμε τα 11,5 δισ. που «σηκώσαμε» από τις αγορές κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου (αντλήθηκαν 6 δισ. μέσω του 10ετούς ομολόγου σε δύο δόσεις, 3 δισ. μέσω του 5ετούς και 2,5 δισ. με το 30ετές), αλλά ένα σαφώς χαμηλότερο ποσό. Επίσης, το ΑΕΠ του δευτέρου εξαμήνου θα είναι μεγαλύτερο από του πρώτου εξαμήνου ακόμη κι αν η πορεία του τουρισμού τον Αύγουστο αποδειχθεί κατώτερη των προσδοκιών λόγω της μετάλλαξης Δέλτα του κορονοϊού. Το ζητούμενο είναι -έστω και για ψυχολογικούς λόγους, αλλά και για την αποστολή του κατάλληλου μηνύματος στις αγορές- να κλείσει η φετινή χρονιά με χαμηλότερη αναλογία χρέους σε σχέση με το 2020. Αυτό, άλλωστε, αποτυπώνεται και στο μεσοπρόθεσμο: Από το 205,6% να πέσει η αναλογία στο 204,8% ή και χαμηλότερα σε περίπτωση που επιτευχθεί μεγαλύτερη ανάπτυξη.

Για τους τόκους είναι ήδη διασφαλισμένο ότι θα είναι λιγότεροι σε σχέση με την περσινή χρονιά, καθώς μετά και τις παρεμβάσεις της ΕKT η Ελλάδα δανείζεται με ολοένα και χαμηλότερα επιτόκια, ακόμη και αρνητικά όσον αφορά τα έντοκα γραμμάτια. Σε απόλυτο επίπεδο, το χρέος αναμένεται να φτάσει στα 352,5 δισ. ευρώ σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης και κοντά στα 390 δισ. σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης (περιλαμβάνονται και τα repos). Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι στο τέλος Μαΐου το χρέος σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης είχε ήδη σκαρφαλώσει στα 387,527 δισ. από 374 δισ. στις αρχές του χρόνου, απόρροια των μεγάλων εκδόσεων ομολόγων αλλά και του δανεισμού που διασφαλίστηκε κυρίως μέσω του προγράμματος SURE.

Οι προβλέψεις

Για την περίοδο από το 2022 και μετά η κυβέρνηση προϋπολογίζει ότι θα μειώνει το χρέος και σε απόλυτο ποσό και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει βέβαια να αποκατασταθεί και η δημοσιονομική ισορροπία με τον ουσιαστικό μηδενισμό των πρωτογενών ελλειμμάτων ήδη από το 2022. Και σε αυτό το επίπεδο αρχίζει να διαφαίνεται μια αισιοδοξία, καθώς φαίνεται ότι ο φετινός προϋπολογισμός μπορεί να κλείσει με μικρότερο έλλειμμα συγκριτικά με αυτό που έχει προϋπολογιστεί. Για το επόμενο έτος εκτιμάται ότι θα υπάρξει οριακά αρνητικό αποτέλεσμα, ενώ αν βρεθεί πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος είναι δεδομένο ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει να τον διαθέσει για τη χρηματοδότηση της μείωσης φορολογικών συντελεστών. Και αυτή η επιλογή υπακούει στην κεντρική επιλογή που είναι να τονωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η ανάπτυξη. Για το 2022 η κυβέρνηση βλέπει το χρέος στα 350 δισ. ευρώ και την αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ στο 189% του ΑΕΠ.

Πιθανές και νέες κινήσεις για πρόωρη αποπληρωμή

Είναι εξαιρετικά πιθανό ότι μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα θα αρχίσουμε να βλέπουμε και πάλι κινήσεις πρόωρης αποπληρωμής ακριβού χρέους, αντίστοιχες με αυτές που έγιναν με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ουδείς αποκλείει το ενδεχόμενο αυτές οι ενέργειες να γίνουν και μέσα στο δεύτερο εξάμηνο της φετινής χρονιάς, καθώς οι συνθήκες για κινήσεις αναχρηματοδότησης είναι περισσότερο από ευνοϊκές.

Το colpo grosso, πάντως, στην κατεύθυνση της μείωσης του χρέους θα γίνει με τη διασφάλιση της επενδυτικής βαθμίδας, κάτι που η κυβέρνηση θέλει να κάνει μέσα στην επόμενη χρονιά. Πρακτικά, η επενδυτική βαθμίδα μειώνει την ανάγκη να υπάρχουν τόσα πολλά ταμειακά διαθέσιμα. Αυτά θα διοχετευτούν για την απομείωση του χρέους και ταυτόχρονα θα προκύψει ελάφρυνση και σε επίπεδο τόκων. Είναι γεγονός ότι το ταμειακό απόθεμα των 34 δισ. ευρώ κοστίζει στον κρατικό προϋπολογισμό περίπου 500 εκατ. ευρώ τον χρόνο.