Skip to main content

Δημοσιονομική «βόμβα» η καταβολή τόκων

Από την έντυπη έκδοση 

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Αντιμέτωπη με την πληρωμή τόκων οι οποίοι θα φτάσουν να αντιστοιχούν ακόμη και στο 9%-10% του ΑΕΠ θα βρεθεί η χώρα τα επόμενα χρόνια, ενώ το χρέος της, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που γίνονται μετά και την υπογραφή της νέας δανειακής σύμβασης, θα φτάσει να αναλογεί ακόμη και στο 190%-200% του ΑΕΠ της χώρας.

Τέτοια ποσοστά δεν συναντώνται παρά σε ελάχιστες χώρες του πλανήτη, με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα αυτό της Ιαπωνίας. Η δημοσιονομική «βόμβα» με την καταβολή των τόκων -η πρώτη χρονιά κατά την οποία θα κληθούμε να πληρώσουμε πάνω από 10 δισ. ευρώ μόνο σε τόκους θα είναι το 2021, ενώ το 2022 το αντίστοιχο ποσό μπορεί να εκτοξευτεί ακόμη και στα 24-25 δισ.- αλλά και η εκτόξευση του ελληνικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα είναι δύο από τα βασικά στοιχεία της διαπραγμάτευσης που θα γίνει μετά τις εκλογές για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους.

Ειδικά η εκτίμηση για το ύψος στο οποίο θα εκτοξευτούν οι τόκοι -και μάλιστα χωρίς να συνυπολογίζεται το ενδεχόμενο να αυξηθούν τα επιτόκια της Ευρωζώνης μέσα στην επόμενη 7ετία- είναι και ο λόγος για τον οποίο η συντριπτική πλειονότητα των οικονομολόγων διεθνώς προβλέπει τώρα ότι θα υπάρξει διευθέτηση του ελληνικού χρέους (σ.σ.: ενδεικτική είναι η έρευνα του Bloomberg στην οποία το 94% των ερωτηθέντων οικονομολόγων δήλωσε ότι η Ελλάδα θα επιτύχει την ελάφρυνση του χρέους της).

Υστερα από μια ολιγόμηνη περίοδο συγκράτησης ή και ελαφριάς μείωσης, το ελληνικό χρέος άρχισε και πάλι να κινείται ανοδικά σε απόλυτους αριθμούς και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τα στοιχεία του Ιουνίου έδειξαν ότι διαμορφώθηκε στα 312,8 δισ. ευρώ έναντι 312,7 δισ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου και 324,127 δισ. ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου του 2014.

Η μείωση που αποτυπώθηκε λόγω της επιστροφής των 10 δισ. ευρώ του ΤΧΣ τον περασμένο Φεβρουάριο αλλά και της προσπάθειας που καταβλήθηκε το α’ εξάμηνο να εξυπηρετηθεί το χρέος με τα όποια διαθέσιμα, θα αντιστραφεί στο 3ο και το 4ο τρίμηνο του έτους. Εκτός από τα 23 δισ. ευρώ που εκταμίευσε η Ελλάδα τον Αύγουστο στο πλαίσιο του νέου μνημονίου, αναμένονται -εφόσον προχωρήσει η αξιολόγηση- η εκταμίευση επιπλέον τριών δισ. ευρώ τον Νοέμβριο για την κάλυψη των εσωτερικών δαπανών και φυσικά η 2η δόση ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.

Αυτό το ποσό, που αθροιστικά ξεπερνάει τα 35 δισ. ευρώ δεν θα μεταφερθεί αυτούσιο στο ύψος του δημόσιου χρέους, καθώς ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου, έχει ξεκινήσει νέος κύκλος αποπληρωμής δόσεων τόσο προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο όσο και προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Από τις 4 Σεπτεμβρίου μέχρι και προχθές αποδόθηκαν στο ΔΝΤ 1,2 δισ. ευρώ, ενώ από σήμερα θα πρέπει να καταβληθούν επιπλέον 336 εκατ. ευρώ. Πληροφορίες από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους αναφέρουν ότι η εξυπηρέτηση του χρέους έχει εξελιχθεί ικανοποιητικά και πλέον η προσοχή εστιάζεται στο πώς θα καλυφθούν οι υποχρεώσεις για το υπόλοιπο του έτους.

Ο Οκτώβριος έχει μόνο μια πληρωμή 448 εκατ. ευρώ προς το ΔΝΤ, ενώ οι επόμενες πληρωμές συνολικού ύψους 1,2 δισεκατομμυρίου ευρώ τοποθετούνται χρονικά από τις 7 έως τις 21 Δεκεμβρίου, γεγονός που δίνει και ένα σχετικό περιθώριο να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, χωρίς να παρατηρηθούν προβλήματα με την εξυπηρέτηση του χρέους.

Καθαρή αύξηση του δανεισμού θα προέλθει τα επόμενα χρόνια εξαιτίας των δανείων που εκταμιεύτηκαν ή θα εκταμιευτούν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αλλά και για την πληρωμή των τόκων. Και αυτό διότι τα πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν προϋπολογιστεί βάσει του μνημονίου για την περίοδο 2015-2018 θα υπολείπονται σημαντικά έναντι της δαπάνης για τους τόκους.

Συνολικά, το διάστημα 2016-2018 θα χρειαστούν περισσότερα από 17 δισ. ευρώ για τόκους, ακόμη κι αν δεν αυξηθούν τα επιτόκια στην Ευρωζώνη.

Η κορύφωση στο ύψος του δημόσιου χρέους αναμένεται μέσα στο 2017, χρονιά κατά την οποία θα έχει ήδη αποτυπωθεί ο νέος δανεισμός για τις τράπεζες, ενώ τα πρωτογενή πλεονάσματα θα είναι αισθητά μικρότερα σε σχέση με την ανάγκη για τους τόκους. Το 2016 προβλέπεται πλεόνασμα μόλις 0,5% του ΑΕΠ ήτοι περίπου 900 εκατ. ευρώ, όταν οι τόκοι θα ξεπεράσουν τα έξι δισ. ευρώ.

Και το 2017, όμως, που οι τόκοι θα είναι επίσης περισσότεροι από έξι δισ., το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι 1,7% του ΑΕΠ (βάσει στόχου) ή περίπου 3-3,5 δισ. ευρώ. Μέσα στο 2017 το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα κινηθεί προς το 200% του ΑΕΠ ανάλογα βέβαια και με την πορεία της οικονομίας τα επόμενα 2-3 χρόνια.

16,58 δισ. έως το 2018

Από τα αναλυτικά στοιχεία του χρέους προκύπτει ότι το 2016 θα πρέπει να δοθούν 5,58 δισ. ευρώ κυρίως προς ΔΝΤ και ΕΚΤ, για το 2017 οι υποχρεώσεις φτάνουν στα 7,5 δισ. ευρώ, ενώ για το 2018 οι λήξεις ξεπερνούν τα 3,5 δισ. ευρώ.

2021-2023: Η «καυτή» τριετία

Η διαπραγμάτευση περί της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους -θέμα στο οποίο αναφέρθηκε και ο υπηρεσιακός υπουργός Οικονομικών κατά το Eurogroup του περασμένου Σαββατοκύριακου- πέρα από το να καθησυχάσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προκειμένου να συμμετάσχει στη χρηματοδότηση των 86 δισ. ευρώ, θα πρέπει να αποσκοπεί και στην αισθητή μείωση της απαιτούμενης δαπάνης για τους τόκους, ειδικά μετά το 2020. Το ποσό των τόκων έχει συσσωρευτεί για την επόμενη 10ετία λόγω της περιόδου χάριτος που δόθηκε στην Ελλάδα με το 2ο μνημόνιο. Η περίοδος χάριτος, όμως, είχε να κάνει μόνο με τη μη καταβολή δόσεων και τόκων κατά τα χρόνια της ύφεσης.

Οι τόκοι έχουν υπολογιστεί κανονικά και θα πρέπει να πληρωθούν κατά κύριο λόγο την 3ετία 2021-2023. Με δεδομένο ότι σε αυτά τα χρόνια συσσωρεύεται μια δαπάνη άνω των 45 δισ. ευρώ, ο διάλογος θα περιστραφεί στο κατά πόσο αυτό το ποσό θα μπορέσει να μειωθεί αισθητά ώστε να γίνει διαχειρίσιμο. Οι προτάσεις έχουν ήδη πέσει στο τραπέζι: μείωση επιτοκίου, σύνδεση της ετήσιας δαπάνης για τόκους με το ΑΕΠ της Ελλάδας, νέα περίοδος χάριτος ή ακόμη μεγαλύτερη επιμήκυνση στη διάρκεια αποπληρωμής του χρέους.

Στο τραπέζι θα πέσει ακόμη και το είδος του επιτοκίου, καθώς από το συνολικό χρέος των 312 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσοστό 66% είναι εκφρασμένο σε κυμαινόμενο επιτόκιο και συνδεδεμένο κατά κύριο λόγο με το Euribor, το οποίο είναι στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα.