Σταθερό στις εκτιμήσεις του για την ελληνική οικονομία παραμένει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Αν και βλέπει επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης φέτος, χάρη σε αυξημένες επενδύσεις, αλλά και στην ώθηση που θα δώσουν οι φοροελαφρύνσεις, κρατάει τον πήχη χαμηλότερα από την επίσημη ανάπτυξη της κυβέρνησης για 2,8%.
Συγκεκριμένα εκτιμά ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα αναπτυχθεί με ρυθμούς 2,2-2,5% φέτος έναντι 2,1% το 2019, λόγω της αύξησης των επενδύσεων και των εξαγωγών.
Η πρόβλεψη αυτή συμβαδίζει με την προηγούμενη εκτίμησή του για ανάπτυξη 2,3% – 2,5%. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ η επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας θα προέλθει από την μεγαλύτερη επενδυτική δραστηριότητα, χάρη στην πιστωτική επέκταση, τις φοροελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις, τις αποκρατικοποιήσεις, την αύξηση των εξαγωγών και την ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Προσθέτει ωστόσο ότι η χώρα θα πρέπει να προβεί σε συστηματική ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και αύξηση της αμοιβής της εργασίας για να πετύχει ισχυρότερη ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα.
Σημαντικοί τομείς, όπως ο τουρισμός, συνεχίζουν να έχουν θετική συμβολή, ενώ άλλοι, όπως η οικοδομή, ανακάμπτουν από πολυετή λήθαργο, τόνισε ο Νίκος Βέττας.
Οι εξαγωγές εξακολουθούν να κινούνται θετικά. Η άρση της ακραίας αβεβαιότητας, που κυριάρχησε για μια σχεδόν δεκαετία, έχει από μόνη της ευεργετικά αποτελέσματα. Η επόμενη χρονιά θα είναι η πρώτη μετά από μια δεκαετία, όπου η ελληνική οικονομία θα μπορεί να είναι περισσότερο στραμμένη στις προκλήσεις του μέλλοντος παρά στα προβλήματα που κληρονομεί από το παρελθόν, ανέφερε ο κ. Βέττας.
Επεσήμανε ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας δεν θα είναι χωρίς εμπόδια και δυσκολίες. Υπάρχουν δομικές παθογένειες, ασθενής παραγωγική βάση και υψηλό εξωτερικό δημόσιο χρέος. Παρά την προσαρμογή, χαρακτηρίζεται ακόμη από χαμηλό βαθμό καινοτομίας, μικρή συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ και χαμηλή παραγωγικότητα. Το συνολικό επίπεδο επενδύσεων στη χώρα μας παραμένει καθηλωμένο περίπου στο μισό από αυτό που θα χρειαζόταν για τη σύγκλιση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης, ανέφερε μεταξύ άλλων.
Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του ΙΟΒΕ, μετά τα επόμενα λίγα χρόνια, όπου αναμένεται βελτίωση, τα θεμελιώδη της οικονομίας δεν την τραβούν μεσοπρόθεσμα από το 2% προς το 3%, αλλά την υποβιβάζουν προς το 1% ετήσιας πραγματικής μεγέθυνσης. «Θα είναι λοιπόν ιδιαίτερα χρήσιμο να γίνει κατανοητό πως η πορεία ενδυνάμωσης της οικονομίας δεν έχει τελειώσει, ούτε θα είναι αυτόματη. Θα απαιτηθούν στοχευμένες πολιτικές, όσο και οριζόντιες, ειδικότερα στα συστήματα φορολογίας συντάξεων και εκπαίδευσης. Ο στόχος πρέπει να είναι να αυξηθεί συστηματικά η αμοιβή της εργασίας και της επιχειρηματικότητας στη χώρα» σημείωσε προσθέτοντας πως μόνο εάν αυτό συμβεί η μεγέθυνση της οικονομίας που καταγράφεται σήμερα θα οδηγήσει σε συνθήκες για ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα.
Εκτίμησε επίσης ότι οι πρόσφατες παρεμβάσεις καθιστούν το σύστημα φορολογίας εισοδήματος ακόμη περισσότερο προοδευτικό και διατηρούν ακραία υψηλή επιβάρυνση για το σχετικά μικρό ποσοστό του πληθυσμού που πληρώνει φόρους. Από κοινού με τις παρεμβάσεις που έχουν ανακοινωθεί στο ασφαλιστικό σύστημα, ευνοούν σχετικά περισσότερο την αυτοαπασχόληση και μικρή επιχειρηματικότητα σε σύγκριση με την μισθωτή απασχόληση, εξέλιξη που δεν συντείνει στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και εξωστρέφειάς της οικονομίας, προσέθεσε και πρότεινε: Προς αυτή την κατεύθυνση, θα ήταν ιδιαίτερα θετική η μείωση του επιπέδου των ασφαλιστικών εισφορών στη μισθωτή εργασία, του ιδιαίτερα υψηλού ορίου του ασφαλιστέου εισοδήματος, της ενίσχυσης της ανταποδοτικότητας και ευελιξίας των συντάξεων μέσω δεύτερου και τρίτου πυλώνα, και η άμβλυνση της ακραίας προοδευτικότητας του φορολογικού εισοδήματος.