Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) διατηρεί τα βασικά της επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα – μεταξύ 0 και 0,25% – από τότε που η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση έφτασε στο απόγειό της, στο τέλος του 2008.
Στη διάρκεια των επτά ετών που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα άλλαξαν αρκετά πράγματα. Η επικεφαλής της Fed, Τζάνετ Γέλεν προετοιμάζει εδώ και αρκετό διάστημα τις χρηματαγορές για μια αύξηση των αμερικανικών βασικών επιτοκίων εντός του έτους. Ωστόσο, δεν έχει διευκρινιστεί αν αυτό θα συμβεί στην επικείμενη συνεδρίασή της την Πέμπτη ή στην επόμενη τον Δεκέμβριο.
Σε αντίθεση με την ΕΚΤ, η Fed δεν έχει απλά την εντολή να μεριμνά για τη σταθερότητα των τιμών και του νομίσματος, αλλά και για τη στήριξη και ενίσχυση της οικονομίας. Σημαντικό κριτήριο για την οικονομία είναι η κατάσταση στην αγορά εργασίας και αυτή φαίνεται ιδιαίτερα σταθερή τους τελευταίους μήνες στις ΗΠΑ.
Ενδεικτικό είναι ότι το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται μόλις στο 5,1%, δηλαδή στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Απρίλιο του 2008, πριν από το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης. Αντίστοιχα καλή είναι η εικόνα στο πεδίο της ανάπτυξης, που εκτιμάται ότι θα ανέλθει φέτος σε 3,2%.
«Η κύρια ανησυχία δεν αφορά την παρούσα κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας, η οποία γνωρίζουμε ότι εξελίσσεται καλά. Ανησυχία προκαλεί πολύ περισσότερο η ενδεχόμενη εξάπλωση προβλημάτων από την Κίνα και η ρευστότητα στις μετοχικές αγορές», διευκρίνισε στην DW ο Χαρμ Μπάντχολτς, Αμερικανός επικεφαλής οικονομολόγος του τραπεζικού ομίλου UniCredit.
Παρελθόν η ραγδαία ανάπτυξη στην Κίνα
Είναι γεγονός ότι οι δυναμικοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης στην Κίνα έχουν σαφώς μετριαστεί και εκφράζονται φόβοι ότι οι «ρόδινοι καιροί» έχουν παρέλθει οριστικά για τον ασιατικό κολοσσό, παρά τις προσπάθειες του Πεκίνου να διασκεδάσει τις αρνητικές εντυπώσεις. Ένα σύμπτωμα της κάμψης είναι η αγορά αυτοκινήτου στην Κίνα. Για πρώτη φορά τα τελευταία σχεδόν 20 χρόνια οι πωλήσεις οχημάτων ενδέχεται να σημειώσουν μείωση το 2015.
Οι αναταράξεις στην Κίνα προκαλούν προβληματισμό σε Ουάσιγκτον, Νέα Υόρκη και στα χρηματοοικονομικά κέντρα παγκοσμίως. Ωστόσο, οι εξαγωγές των ΗΠΑ αντιστοιχούν σε ποσοστό μικρότερο του 20% του ΑΕΠ της χώρας. Τα δύο τρίτα της αμερικανικής ανάπτυξης οφείλονται στην εγχώρια κατανάλωση και οι σχετικοί δείκτες κάθε άλλο παρά κακοί είναι αυτό το διάστημα. Άλλο ένα επιχείρημα που συνηγορεί υπέρ της αύξησης των βασικών επιτοκίων από την Fed.
Αυτά μειώθηκαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα μετά το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης το 2008 προκειμένου να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη και να προσφέρουν φθηνά δάνεια στις επιχειρήσεις για επενδύσεις και τους καταναλωτές για να προβούν σε περισσότερες αγορές. Το φθηνό χρήμα έρευσε στις αγορές μετοχών με τους χρηματιστηριακούς δείκτες να σημειώνουν αυξήσεις ρεκόρ. Ωστόσο, η ανοδική αυτή επίδραση φαίνεται να έχει εξαντληθεί. Ο βασικός χρηματιστηριακός δείκτης Dow Jones κυμαίνεται εδώ και εννέα μήνες μεταξύ 17.500 και 18.000 μονάδων.
Οι καταθέτες και οι ασφαλιστικές εταιρείες πλήττονται από τα χαμηλά επιτόκια, τα οποία συνιστούν πολύ μεγάλο πρόβλημα για τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τους συνταξιούχους. Η Fed θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα με την αύξηση των βασικών επιτοκίων και να αυξήσει τα περιθώρια άσκησης νομισματικής πολιτικής, κάτι που θα θωράκιζε καλύτερα την αμερικανική οικονομία έναντι πιθανών κρίσεων στο μέλλον.
Ο φόβος των αναδυόμενων οικονομιών
Από την πλευρά τους οι αναπτυσσόμενες και οι χώρες με αναδυόμενες οικονομίες ανησυχούν δεόντως με αφορμή την επικείμενη αύξηση των αμερικανικών βασικών επιτοκίων. Τα προηγούμενα χρόνια επωφελήθηκαν αισθητά από τα χρήματα που επένδυσαν σε αυτές μεγαλοεπενδυτές. Και μόνο η σκέψη ότι επίκειται αύξηση επιτοκίων από τη Fed έκανε πολλούς από αυτούς να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους.
Την ίδια ώρα η ΕΚΤ, σε αντίθετη με τη Fed, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να συνεχίσει τη χαλαρή νομισματική πολιτική της. Βασική αιτία γι’ αυτό είναι ο υπερβολικά χαμηλός πληθωρισμός, ο οποίος αναμένεται να κυμανθεί φέτος στην Ευρωζώνη στο 0,1%, πολύ μακριά από τον επιδιωκόμενο στόχο του 2%, που θεωρείται παράγοντας σταθερότητας των τιμών.
Τέλος, σε περίπτωση ανόδου των βασικών επιτοκίων στις ΗΠΑ το ευρώ αναμένεται να εξασθενήσει κι άλλο έναντι του δολαρίου. Αυτό θα εξυπηρετούσε σίγουρα τους Ευρωπαίους εξαγωγείς – πρώτα από όλα τους Γερμανούς.
Πηγή: Deutsche Welle