Skip to main content

Αισιοδοξία ΥΠΟΙΚ για πλεόνασμα 2,1% – 2,2% του ΑΕΠ το 2017 αντί 1,75%

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατατίθεται τη Δευτέρα στη Βουλή θα αποτυπωθεί, σύμφωνα με πληροφορίες, η αναθεωρημένη πρόβλεψη του οικονομικού επιτελείου για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2017. Ο πήχης ανεβαίνει από το 1,9% στο 2,1%-2,2% του ΑΕΠ, δημιουργώντας ένα «μαξιλάρι» της τάξεως των 550-600 εκατ. ευρώ σε σχέση με όσα είχαν προβλεφθεί κατά τη σύνταξη του φετινού προϋπολογισμού, αλλά και του μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Συγκριτικά με τον μνημονιακό στόχο του 1,75%, η υπεραπόδοση θα ανέβει στο επίπεδο των 800 εκατ. ευρώ, ποσό που δίνει την ευχέρεια στην κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει μια έκτακτη παροχή προς τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες -κατόπιν συμφωνίας με τους θεσμούς- εντός του 2017.

Εντός της ημέρας οι βασικές προβλέψεις του προσχεδίου αναμένεται να σταλούν στους εκπροσώπους των θεσμών για ενημέρωση ούτως ώστε η κατάθεση στη Βουλή να γίνει τη Δευτέρα εντός της προβλεπόμενης ημερομηνίας. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Ν», οι βασικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις για το 2018 δεν θα αλλάξουν σε αυτή τη φάση και οι όποιες μεταβολές θα γίνουν μέχρι τις 21 Νοεμβρίου, όταν και θα κατατεθεί το κανονικό σχέδιο του προϋπολογισμού στη Βουλή. Έτσι, ο πήχης του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2018 παραμένει στο 3,53% του ΑΕΠ, ενώ για το 2018 η εκτίμηση για τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας παραμένει στο +2,4% του ΑΕΠ. Όσον αφορά το φετινό ΑΕΠ, δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμη αν στο προσχέδιο θα υπάρξει βελτίωση του στόχου για την πορεία του ΑΕΠ ή αν ο πήχης θα παραμείνει στο +1,8% όπως προβλέπει το μεσοπρόθεσμο. Σε κάθε περίπτωση, το οικονομικό επιτελείο περιμένει ένα πολύ θετικό τρίτο τρίμηνο όσον αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης και μέχρι τον Νοέμβριο, όταν και θα κατατεθεί ο προϋπολογισμός, θα έχει συμφωνηθεί με τους δανειστές αν θα αναπροσαρμοστεί ο ρυθμός ανάπτυξης τόσο για τη φετινή χρονιά όσο και για το 2018.

Με βάση την αρχική εκτίμηση που είχε γίνει κατά τη σύνταξη του προϋπολογισμού του 2017, το πρωτογενές πλεόνασμα είχε εκτιμηθεί στο 2% του ΑΕΠ ή στα 3,687 δισ. ευρώ (με βάση τον μνημονιακό ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος και όχι τον τρόπο υπολογισμού που ακολουθεί η Ελληνική Στατιστική Αρχή). Με το μεσοπρόθεσμο, η πρόβλεψη του πρωτογενούς πλεονάσματος αναθεωρήθηκε προς τα κάτω και η εκτίμηση περιορίστηκε στο 1,9% του ΑΕΠ ή στα 3,445 δισ. ευρώ. Δεδομένου ότι ο μνημονιακός πήχης θέλει το πρωτογενές πλεόνασμα στα 3,171 δισ. ευρώ, η εκτίμηση ήταν μέχρι τώρα ότι η χρονιά θα κλείσει με μια μικρή υπέρβαση στόχου της τάξεως των 274 εκατ. ευρώ. Με την αναθεώρηση του στόχου στο 2,1%-2,2% και την πρόβλεψη ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί τελικώς κοντά στα 4 δισ. ευρώ, το ποσό της υπέρβασης ανεβαίνει πάνω από τα 800 εκατ. ευρώ.

Θεωρείται δεδομένο ότι το οικονομικό επιτελείο δεν θα εισηγηθεί στον πρωθυπουργό τη διανομή ολόκληρου αυτού του ποσού ως έκτακτου μερίσματος. Και αυτό διότι τα δημοσιονομικά μεγέθη της φετινής χρονιάς θα οριστικοποιηθούν τον Απρίλιο ή τον Μάιο του 2018, όταν η ΕΛΣΤΑΤ θα ανακοινώσει τα οριστικά στοιχεία για το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης σύμφωνα με τη μεθοδολογία ESA. Δεδομένου ότι πάντοτε μπορεί να υπάρξουν αποκλίσεις, το υπουργείο Οικονομικών θα διατηρήσει ένα περιθώριο ασφαλείας ώστε να είναι βέβαιο ότι το πρωτογενές πλεόνασμα -με βάση τον μνημονιακό ορισμό πλέον- δεν θα πέσει σε καμία περίπτωση κάτω από το κρίσιμο όριο του 1,75%, κάτι που θα σήμαινε και την ενεργοποίηση του δημοσιονομικού κόφτη. Η διανομή του έκτακτου μερίσματος θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, καθώς μετά την τροπή που πήραν τα πράγματα με την καταβολή της 13ης σύνταξης ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών έχει δεσμευτεί απέναντι στους θεσμούς ότι δεν θα προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες. Είναι ξεκάθαρο ότι φέτος δεν θα υπάρξει παροχή για τους συνταξιούχους, όπως επίσης και ότι η δαπάνη θα εγγραφεί μέσα στο 2017 προκειμένου να μην επηρεάσει δημοσιονομικά τις δαπάνες του 2018.

Το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 θα πρέπει να φτάσει στο 3,53% του ΑΕΠ, δηλαδή από τα περίπου 4 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι θα κλείσει το 2017, στα περίπου 6,625 δισ. ευρώ για το 2018. Το προσχέδιο θα προβλέπει ότι ο στόχος θα επιτευχθεί τόσο με αύξηση των εσόδων όσο και με περιστολή δαπανών. Το μεσοπρόθεσμο προβλέπει ότι:

* Τα συνολικά καθαρά έσοδα σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης θα πρέπει να αυξηθούν κατά 1,782 δισ. ευρώ, δηλαδή από τα 80,777 δισ. ευρώ στα 82,559 δισ. ευρώ. Τα στοιχεία που θα αποτυπωθούν στο προσχέδιο της Δευτέρας αναμένεται να είναι διαφοροποιημένα, καθώς θα αποτυπωθεί η πρόβλεψη για μείωση εσόδων από την άμεση φορολογία και η αντιστάθμιση των απωλειών από άλλες πηγές εσόδων, κυρίως από το ασφαλιστικό σύστημα.

* Οι συνολικές δαπάνες θα πρέπει να μειωθούν, από τα 83,346 δισ. ευρώ το 2017, στα 82,379 δισ. ευρώ το 2018. Η μείωση που φτάνει στα 967 εκατ. ευρώ θα πρέπει να αποτελέσει το αποτέλεσμα των ακόλουθων επιμέρους μεταβολών:

* Οι πρωτογενείς δαπάνες θα πρέπει να συμπιεστούν στα 75,934 δισ. ευρώ από 77,331 δισ. ευρώ το 2017, δηλαδή να μειωθούν κατά 1,397 δισ. ευρώ. Μέρος των πρωτογενών δαπανών είναι οι δαπάνες για αγορά αγαθών και υπηρεσιών του Δημοσίου, οι οποίες θα πρέπει να υποστούν μεγάλο κούρεμα μέσα στο 2018. Από τα 8,876 δισ. ευρώ θα πρέπει να μειωθούν στα 7,973 δισ. ευρώ ή κατά 903 εκατ. ευρώ.

* Μεγάλη μείωση προγραμματίζεται και στο κονδύλι των κοινωνικών παροχών, το οποίο περιλαμβάνει τη δαπάνη για τις συντάξεις, τη χρηματοδότηση του ΕΟΠΥΥ, το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης και το ΕΚΑΣ.

* Αυξημένες σε σχέση με το 2017 προβλέπεται να είναι οι δαπάνες επενδύσεων (από τα 7,065 στα 7,304 δισ. ευρώ).

Βελτιώνεται το οικονομικό κλίμα   

Περαιτέρω βελτίωση σημείωσε το οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε επιχειρήσεις και καταναλωτές. Ο δείκτης (Economic Sentiment Indicator, ESI) αυξήθηκε στις 100,6 μονάδες από 99,0 τον Αύγουστο. Στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε., ο δείκτης οικονομικού κλίματος αυξήθηκε κατά 1,1 μονάδα στις 113 μονάδες (και στις δύο περιοχές), που αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο από το καλοκαίρι του 2007.

Στην αύξηση του ESI στην Ελλάδα συνέβαλαν όλοι οι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας, με εξαίρεση τον τομέα των υπηρεσιών, ενώ περαιτέρω βελτίωση σημείωσε και ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Συγκεκριμένα, ο δείκτης εμπιστοσύνης αυξήθηκε στη βιομηχανία (στη -0,7 μον. από -3,7 μονάδες τον Αύγουστο), στο λιανικό εμπόριο (σε 0 από -3,6 μονάδες) καθώς και στις κατασκευές (-36,9 από -49,2 μονάδες). Η καταναλωτική εμπιστοσύνη αυξήθηκε στις -53,7 από -57 μονάδες, ενώ η εμπιστοσύνη στον τομέα των υπηρεσιών μειώθηκε στις 15,3 από τις 22,9 μονάδες.