Skip to main content

Ντράγκι: Η ΕΚΤ επιμένει στην εξαίρεση των Ελλήνων καταθετών από ενδεχόμενο bail in

«Είναι αλήθεια ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιμένει στην εξαίρεση των Ελλήνων καταθετών σε οποιοδήποτε σχέδιο διάσωσης με ίδια μέσα (bail in)», επιβεβαίωσε ο επικεφαλής της Μάριο Ντράγκι κατά τη σημερινή συνέντευξη Τύπου, χαρακτηρίζοντας αντιπαραγωγικό για την οικονομική ανάκαμψη το bail in καταθετών.

Επίσης, σε ερώτηση σχετικά με την επιλεξιμότητα των ελληνικών ομολόγων ως ενέχυρα για την στήριξη της ρευστότητας των ελληνικών ομολόγων, ο κ. Ντράγκι παρέπεμψε στους κανόνες της ΕΚΤ, τονίζοντας ότι για να μπορούν να είναι και πάλι επιλέξιμα θα πρέπει η χώρα να είναι εντός προγράμματος και η αξιολόγηση της προόδου να είναι θετική.

Παράλληλα, ο κ. Ντράγκι ανέφερε ότι για να μπορέσουν τα ελληνικά ομόλογα να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων (QE) της ΕΚΤ, θα πρέπει να υπάρξει πρώτα μια ανάλυση για την βιωσιμότητα του χρέους (DSA).

Στις αναφορές του για το σύνολο της οικονομίας της Ευρωζώνης, ο κ. Ντράγκι γνωστοποίησε την επι τα χείρω αναθεώρηση των εκτιμήσεων της ΕΚΤ για την ανάπτυξη. Πλέον η ΕΚΤ εκτιμά ότι η ανάπτυξη το 2015 θα κυμανθεί στο 1,4%, από 1,5% που προηγουμένως εκτιμήθηκε. Το 2016 ο ρυθμός θα διαμορφωθεί στο 1,7% και το 2017 στο 1,8%.

Χαμηλότερα των αρχικώς αναμενομένων θα κινηθεί και ο πληθωρισμός. Το 2015 θα διαμορφωθεί στο 0,1% το 2015 αντί για 0,3%, το 2016 στο 1,1% και στο 1,7% το 2017. Επίσης, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να καταγραφεί αποπληθωρισμός τους επόμενους μήνες.

Αναφορικά με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ο επικεφαλής της ΕΚΤ ανέφερε ότι εξελίσσεται ομαλά, με τα στοιχεία να δείχνουν ότι συνεχίζεται η ανάκαμψη της οικονομίας, αν και με ελαφρώς βραδύτερο ρυθμό. Μάλιστα, γνωστοποίησε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αυξήσει το όριο αγοράς από κάθε έκδοση στο 33% από 25%.

Επίσης, επανέλαβε τη δέσμευση της ΕΚΤ να συνεχιστούν πιστά οι αγορές τίτλων ύψους 60 δισ. ευρώ έως τον Σεπτέμβριο του 2016, ενώ δεν απέκλεισε να δοθεί παράταση του προγράμματος εάν αυτό κριθεί αναγκαίο. «Αυτές οι αγορές έχουν θετικές επιπτώσεις στο κόστος και τη διαθεσιμότητα των πιστώσεων για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Σκοπός τους είναι να λειτουργήσουν μέχρι να δούμε μια διαρκή προσαρμογή στην πορεία του πληθωρισμού που να είναι συνεπής με το στόχο μας», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Ντράγκι.

Ο κ. Ντράγκι παραδέχτηκε ότι έχουν αυξηθεί οι καθοδικοί κίνδυνοι για την οικονομία της Ευρωζώνης, επηρεάζοντας αρνητικά τις προοπτικές για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό. Ωστόσο, λόγω των έντονων διακυμάνσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, το Διοικητικό Συμβούλιο έκρινε ότι είναι πρόωρο να εξαχθεί κάποιο συμπέρασμα για το αν αυτές οι εξελίξεις θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις διαρκείας στην οικονομία.

Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο θα παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς όλες τις σχετικές εισερχόμενες πληροφορίες. Μάλιστα, επιβεβαίωσε τη βούληση και την ικανότητα της ΕΚΤ να ενεργεί, εφόσον αυτό δικαιολογείται, χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα μέσα στο πλαίσιο της εντολής της.

Η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη είναι πιθανό να συνεχίσει να επηρεάζεται αρνητικά από τις απαραίτητες προσαρμογές των ισολογισμών σε διάφορους τομείς και το βραδύ ρυθμό υλοποίησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Επίσης, σημείωσε ότι οι τρέχουσες εξελίξεις στις αναδυόμενες οικονομίες έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν περαιτέρω αρνητικά την παγκόσμια ανάπτυξη.

Οι πιο πρόσφατοι δείκτες ερευνών υποδηλώνουν σε γενικές γραμμές τον ίδιο ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ κατά το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Συνολικά, αναμένεται ότι η οικονομική ανάκαμψη θα συνεχιστεί, αν και με κάπως ασθενέστερο ρυθμό από ό, τι αναμενόταν, αντανακλώντας κυρίως την επιβράδυνση στις αναδυόμενες οικονομίες, η οποία επηρεάζει την παγκόσμια ανάπτυξη και την εξωτερική ζήτηση για τις εξαγωγές της Ευρωζώνης.

Η εγχώρια ζήτηση θα πρέπει να υποστηρίζεται περαιτέρω από τα μέτρα νομισματικής πολιτικής και την ευνοϊκή τους επίδραση στις χρηματοοικονομικές συνθήκες, καθώς και την πρόοδο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Επιπλέον, η πτώση των τιμών του πετρελαίου θα πρέπει να παρέχει υποστήριξη στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και της εταιρικής κερδοφορίας και, ως εκ τούτου, στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις.