Skip to main content

Αγώνας μετ’ εμποδίων για την ανάπτυξη

Από την έντυπη έκδοση

Με ρυθμό ανάπτυξης 1,9% κινήθηκε η ελληνική οικονομία στο β’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς συγκριτικά με το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Η συγκεκριμένη επίδοση είναι καλύτερη σε σχέση με του πρώτου τριμήνου -μετά και την προς τα κάτω αναθεώρηση ο ρυθμός στο διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου περιορίστηκε ακόμη περισσότερο, στο 1,1% από το αρχικό 1,3%-, αλλά υπολείπεται του ετήσιου φετινού στόχου για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο. 

Με βάση τον κρατικό προϋπολογισμό, το ζητούμενο για το 2019 είναι ο ρυθμός ανάπτυξης να φτάσει στο 2,3%, κάτι που σημαίνει ότι πλέον απαιτείται πολύ ισχυρή ανάπτυξη άνω του 2,3% κατά τη διάρκεια του 2ου εξαμήνου. Προς το παρόν, πολλοί φορείς αμφισβητούν το κατά πόσο ο πήχης της ανάπτυξης μπορεί να ξεπεράσει φέτος το 2%. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει κατεβάσει τον πήχη στο 1,9%, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να είναι λίγο πιο αισιόδοξη προβλέποντας ανάπτυξη 2,1% για φέτος. Για ένα ακόμη τρίμηνο μπήκε «φρένο» στην ανάπτυξη εξαιτίας της μείωσης των επενδύσεων, καθώς ο ρυθμός μεταβολής των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου ήταν αρνητικός κατά το β τρίμηνο της φετινής χρονιάς. 

Με βάση τα διαθέσιμα εποχικά διορθωμένα στοιχεία, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε όρους όγκου κατά το β’ τρίμηνο του 2019 παρουσίασε αύξηση κατά 0,8% σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2019, ενώ σε σύγκριση με το β’ τρίμηνο του 2018 παρουσίασε αύξηση κατά 1,9%. Ακόμη και με βάση τα μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία, το ΑΕΠ σε όρους όγκου παρουσίασε και πάλι αύξηση 1,9% σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2018. 

Η εκτίμηση του ΑΕΠ για την πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά το πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς αναθεωρήθηκε προς τα κάτω «λόγω ενημερωμένων στοιχείων γενικής κυβέρνησης και ενημερωμένων στοιχείων βραχυχρόνιων δεικτών», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Έτσι, η πορεία του ΑΕΠ κατά το α’ τρίμηνο εκτιμάται πλέον στο 1,1% από 1,3% που ήταν η αρχική εκτίμηση. 

Επιμέρους μεταβολές
Οι μεταβολές των επιμέρους οικονομικών μεγεθών που καθόρισαν και τη συνολική πορεία του ΑΕΠ, έχουν ως εξής:

1. Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε αύξηση 1,2% σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2018. Το ανησυχητικό είναι ότι παρουσιάστηκε κάμψη στην καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών κατά 0,7% (έναντι οριακής αύξησης 0,5% που σημειώθηκε στο πρώτο τρίμηνο μετά και την αναθεώρηση των σχετικών στοιχείων). Προκύπτει επομένως και από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής ότι στο β’ τρίμηνο η αβεβαιότητα (λόγω και της διπλής προεκλογικής μάχης, αρχικά με τις ευρωεκλογές και στη συνέχεια με τις εθνικές εκλογές) επηρέασε τα νοικοκυριά που έβαλαν φρένο στις καταναλωτικές τους δαπάνες παρά τα έκτακτα επιδόματα που δόθηκαν μέσα στη συγκεκριμένη περίοδο. Το θετικό πρόσημο στην τελική καταναλωτική δαπάνη προέκυψε ακριβώς λόγω της αυξημένης καταναλωτικής δαπάνης από την πλευρά των φορέων της γενικής κυβέρνησης. Το Δημόσιο μας είχε συνηθίσει σε συνεχές «συμμάζεμα» των καταναλωτικών του δαπανών, προκειμένου να στηρίξει τα πρωτογενή πλεονάσματα. Έτσι, ολόκληρο το 2018 αλλά και το πρώτο τρίμηνο του 2019 έκλεισε με αρνητικό πρόσημο. Στο -1,4% διαμορφώθηκε η αρνητική επίδοση μόνο κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019. Να σημειωθεί ότι η συνολική καταναλωτική δαπάνη κατά το πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς κινήθηκε αρνητικά (-0,3%) μετά και την αναθεώρηση των στοιχείων. 

2. Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 5,8% σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2018. Έτσι, ουσιαστικά υπήρξε υπαναχώρηση καθώς για το πρώτο τρίμηνο τα αναθεωρημένα στοιχεία δείχνουν αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατά 8,3%. Είχε προηγηθεί η έντονα πτωτική πορεία του 2018, ειδικά κατά το γ’ και το δ’ τρίμηνο. Βέβαια, ένας από τους βασικούς λόγους της αρνητικής μεταβολής στο β’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς ήταν το γεγονός ότι ο πήχης ήταν σχετικά «ψηλά» κατά το β’ τρίμηνο του 2018. Και αυτό διότι κατά το συγκεκριμένο τρίμηνο είχε παρατηρηθεί αύξηση 19% στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου. 

3. Αύξηση κατά 5,4% σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2018 παρουσίασαν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 4%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 6,9%. Οι εξαγωγές αναδεικνύονται σε σημαντικό «στήριγμα» του ΑΕΠ στη δεδομένη χρονική συγκυρία. Μάλιστα, παρά την ανησυχία που είχε προκύψει μετά τη δημοσίευση στοιχείων που αποτύπωναν μείωση στον θετικό ρυθμό μεταβολής, το β’ τρίμηνο έκλεισε τελικώς με υψηλότερο ρυθμό αύξησης συγκριτικά με το α’ τρίμηνο (+5,4% αντί για +4,3%).

4. Αύξηση κατά 3,7% σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2018 παρουσίασαν οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 3,9% και οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 2,8%. Η συγκράτηση του ρυθμού αύξησης των εισαγωγών ήταν επίσης ένα θετικό στοιχείο για την πορεία του ελληνικού ΑΕΠ κατά το β’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς. Αρκεί να σημειωθεί ότι στο πρώτο τρίμηνο ο ρυθμός αύξησης των εισαγωγών είχε φτάσει στο 9,8%. 

Τα απόλυτα μεγέθη
Σε απόλυτους αριθμούς, το ΑΕΠ του β’ τριμήνου έφτασε στα 46,813 δισ. ευρώ από 45,818 δισ. ευρώ στο αντίστοιχο περσινό διάστημα (με βάση τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία). Η τελική καταναλωτική δαπάνη ανήλθε στα 40,708 δισ. ευρώ από 40,171 δισ. ευρώ στο αντίστοιχο περσινό διάστημα. 

Η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών ανήλθε στα 31,478 δισ. ευρώ και η καταναλωτική δαπάνη των φορέων της γενικής κυβέρνησης στα 9,221 δισ. ευρώ από 8,735 δισ. ευρώ πέρυσι. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου διαμορφώθηκε στα 5,068 δισ. ευρώ κατά το β’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς (από 5,598 δισ. ευρώ πέρυσι). Οι εξαγωγές αυξήθηκαν στα 17,429 δισ. ευρώ από 16,533 δισ. ευρώ πέρυσι, με τις εισαγωγές να αυξάνονται στα 17,497 δισ. ευρώ από 16,57 δισ. ευρώ πέρυσι.   

Ξέσπασε κόντρα ΥΠΟΙΚ και ΣΥΡΙΖΑ
Κόντρα κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ πυροδότησαν τα στοιχεία για την αύξηση του ΑΕΠ στο β’ τρίμηνο του 2019 και συνολικά στο πρώτο εξάμηνο.

Σε ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών αναφέρεται ότι «σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η επίδοση της ελληνικής οικονομίας όσον αφορά τον ρυθμό μεγέθυνσης ήταν 1,5% κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους», προσθέτοντας ότι «υπήρξε χαμηλότερη και από την αντίστοιχη του πρώτου εξαμήνου του 2018». «Συνεπώς ο ρυθμός μεγέθυνσης υπήρξε γενικά αναιμικός, σε φθίνουσα πορεία μεταξύ των δύο αντίστοιχων εξαμήνων των τελευταίων δύο ετών, χαμηλότερος των στόχων της προηγούμενης κυβέρνησης. Για τη σημερινή κυβέρνηση, η βελτίωση του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας αποτελεί στόχο πρώτης εθνικής προτεραιότητας. Για τον λόγο αυτό, σε όλες τις πολιτικές που έχει αρχίσει και εφαρμόζει, δίνει έντονη αναπτυξιακή διάσταση. Το υπουργείο Οικονομικών υπενθυμίζει συνεχώς το χρέος όλων των φορέων της γενικής κυβέρνησης αλλά και της ιδιωτικής οικονομίας να εναρμονιστούν με την εθνική στρατηγική και να συμβάλουν με τις δράσεις τους στην επίτευξη του εθνικού στόχου. Εάν αυτός επιτευχθεί, τότε όλοι οι υπόλοιποι στόχοι καθίστανται ευκολότερα προσεγγίσιμοι». 

Από την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ αντέδρασε μέσω ανακοίνωσης απαντώντας ότι «η κυβέρνηση της Αριστεράς όχι μόνο έβγαλε τη χώρα από την κρίση και τα μνημόνια, αλλά έθεσε την οικονομία σε στέρεα και βιώσιμη τροχιά, όπως φαίνεται και από τον ρυθμό ανάπτυξης 1,9% για το δεύτερο τρίμηνο του 2019» και πρόσθεσε: «Αντί, λοιπόν, η κυβέρνηση της Ν.Δ. να πανηγυρίζει με τα επιτεύγματα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, θα ήταν προτιμότερο να παρουσιάσει ένα συνεκτικό σχέδιο για την οικονομία της χώρας κι όχι γενικόλογα ευχολόγια περί ανάπτυξης. Η βιώσιμη ανάπτυξη απαιτεί συγκεκριμένο σχέδιο και όραμα, που θα περιλαμβάνει όλους τους πολίτες και όχι προκλητικές διευκολύνσεις με σκοπό τον πλουτισμό των ισχυρών φίλων του περιβάλλοντος του κ. Μητσοτάκη».