Skip to main content

Κανόνας το «κούρεμα» για τις διασώσεις

Από την έντυπη έκδοση 

Των Νατάσας Στασινού και Αγγελικής Κοτσοβού 

Αποφασισμένη να μην επιτρέψει την επιστροφή στις δαπανηρές κρατικές διασώσεις τραπεζών εμφανίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεκαθαρίζοντας ότι οι κανόνες για το bail in, που ψηφίστηκαν στο πλαίσιο της τραπεζικής ένωσης, ισχύουν για όλους ανεξαιρέτως. Η συζήτηση έχει επανέλθει έντονα στο προσκήνιο με αφορμή τις πιέσεις που αντιμετωπίζουν ιταλικές, αλλά και άλλες μεγάλες τράπεζες της γηραιάς ηπείρου και οι οποίες τις έχουν θέσει στο στόχαστρο των κερδοσκόπων στις αγορές.

Ακόμη και η Ρώμη, όμως, η οποία επεδίωξε αρχικά να διαπραγματευτεί μεγαλύτερη ευελιξία, για να γλιτώσει από το «κούρεμα» τουλάχιστον μικρο- ομολογιούχους και καταθέτες, επισημαίνει τώρα ότι πιστωτικά ιδρύματα, όπως η Monte dei Paschi, δεν μπορούν να περιμένουν από το κράτος λύση στα προβλήματά τους.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters η Έλκε Κένιχ, πρόεδρος του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB) των τραπεζών της Ε.Ε., διεμήνυσε πως δεν βλέπει κανέναν απολύτως λόγο για παράκαμψη των κανόνων του bail in, σύμφωνα με τους οποίους σε περίπτωση κατάρρευσης μίας τράπεζας το βάρος σηκώνουν πρώτα οι μέτοχοι και οι ομολογιούχοι και εάν αυτό δεν κριθεί αρκετό, ζημιώνονται οι καταθέτες. Σχέδια που μεταφέρουν το κόστος της διάσωσης στο δημόσιο, δηλαδή στους φορολογούμενους πολίτες, απαγορεύονται ρητά.

Ερωτηθείσα ειδικότερα εάν θα μπορούσε να υπάρξει μία εξαίρεση για τη Monte dei Paschi, την αρχαιότερη τράπεζα στον κόσμο, και τρίτη μεγαλύτερη στην Ιταλία, η οποία αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας, η κ. Κένιχ απάντησε αρνητικά. «Ο κανονισμός επιτρέπει να υπάρξει εξαίρεση μόνο σε περίοδο σοβαρής οικονομικής αναταραχής με αισθητές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Δεν βλέπω να έχουμε κάποια τέτοια κατάσταση αυτόν τον καιρό» εξήγησε. Επανέλαβε δε ότι τόσο οι ιταλικές όσο και άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, που θα πρέπει να ενισχύσουν την κεφαλαιακή βάση τους, θα πρέπει να το πράξουν στηριζόμενες στον ιδιωτικό τομέα.

Στον απόηχο των ευρωπαϊκών stress tests, στα οποία έλαβε τη χαμηλότερη, με διαφορά, βαθμολογία, η Monte dei Paschi ανακοίνωσε ένα φιλόδοξο σχέδιο για την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης της. Σύμφωνα με αυτό πρόκειται να απαλλαγεί από «κόκκινα» δάνεια αξίας 9,2 δισ. ευρώ, διοχετεύοντάς τα στο Atlante, ταμείο που έχει δημιουργηθεί από την κυβέρνηση και χρηματοδοτείται από ιταλικές τράπέζες, ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία, καθώς και από άλλους επενδυτές.

Επιπλέον θα αντλήσει από τις αγορές φρέσκα κεφάλαια, ύψους 5 δισ. ευρώ – ποσό που αντιστοιχεί με τη χρηματιστηριακή αξία της αυξημένη κατά έξι φορές. Έχει προσλάβει μία κοινοπραξια τραπεζών για την αναδοχή της αύξησης κεφαλαίου της, συμπεριλαμβανομένων των Banco Santander, Goldman Sachs, Citibank, Credit Suisse, Deutsche Bank και Bank of America. Το πλήρες επιχειρησιακό της σχέδιο αναμένεται να ανακοινωθεί στα τέλη Σεπτεμβρίου, αλλά η ιταλική κυβέρνηση έχει ήδη εκφράσει την ικανοποίησή της, εκτιμώντας ότι δεν είναι αναγκαία η κρατική στήριξη.

Υπενθυμίζεται ότι ο επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank πριν από περίπου ένα μήνα είχε μιλήσει για την ανάγκη σύστασης από την Ε.Ε. ενός ταμείου 150 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Άλλοι οικονομολόγοι είχαν επίσης μιλήσει για την ανάγκη στήριξης των ευρωπαϊκών πιστωτικών ιδρυμάτων, που έχουν δει την κεφαλαιοποίησή τους να συρρικνώνεται φέτος, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντέισελμπλουμ, είχε πρόσφατα σχολιάσει πως οι κανόνες της τραπεζικής ένωσης είναι ξεκάθαροι σχετικά με την ανάγκη οι διασώσεις τραπεζών να γίνονται «εκ των έσω», ενώ ορίζουν και τη σειρά με την οποία επιβαρύνονται οι εμπλεκόμενοι. Δήλωσε δε κατηγορηματικά αντίθετος στην προοπτική νέων κρατικών διασώσεων, καθώς, όπως είπε, ο τραπεζικός τομέας πρέπει να επιλύει με δικά του μέσα τα προβλήματά του και όχι με τα χρήματα των φορολογουμένων και διογκώνοντας τα δημόσια χρέη.

«Τα αρνητικά επιτόκια πιέζουν περαιτέρω τις τράπεζες»

Εν μέσω των ευρύτερων προκλήσεων που επισκιάζουν το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα -αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο, «βουνό» επισφαλών δανείων που προσεγγίζουν το ένα τρισ. ευρώ και μειωμένη κερδοφορία- τα αρνητικά επιτόκια ασκούν ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις στις τράπεζες της Ευρωζώνης.

Οι αξιωματούχοι νομισματικής πολιτικής σε Ευρώπη και Ιαπωνία έχουν στραφεί προς την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων, σε μια ύστατη προσπάθεια για την επανεκκίνηση της ανάπτυξης. Τα αποτελέσματα όμως αυτών των προσπαθειών είναι, για ορισμένους αναλυτές και οικονομολόγους, κάτι παραπάνω από αμφιλεγόμενα.

Οικονομολόγοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου απευθύνουν έκκληση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εστιάσει περισσότερο στις αγορές ενεργητικού αντί σε νέα μείωση των ήδη αρνητικών επιτοκίων, στην περίπτωση που χρειασθεί να προχωρήσει στην ανάληψη πρόσθετης δράσης για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης.

Σε blog στην ιστοσελίδα του ΔΝΤ, οι οικονομολόγοι Άντι Τζομπστ και Χιούνταν Λιν υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ «έχει περιορισμένα περιθώρια για περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων χωρίς αυτό να πλήξει την κερδοφορία των τραπεζών», μια εξέλιξη που συνεπάγεται αλυσιδωτές επιπτώσεις. Η ΕΚΤ έχει μειώσει το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων (deposit rate) σε επίπεδα κάτω του μηδενός (στο -0,4%), γεγονός που στην πράξη σημαίνει ότι χρεώνει τις εμπορικές τράπεζες για τη ρευστότητα που «παρκάρουν» στην κεντρική τράπεζα, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο να τις παρακινήσει για περισσότερες χορηγήσεις δανείων.

Στην έκθεσή τους, οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ σημειώνουν ότι «πρόσθετες μειώσεις επιτοκίων θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής, εάν δεν υπάρξει αναπροσαρμογή στα επιτόκια χορηγήσεων ή οι πελάτες αποσύρουν ρευστότητα από τις τράπεζες».

Σύμφωνα με την έκθεση -που εκφράζει τις απόψεις των οικονομολόγων και όχι του Ταμείου- εάν η ΕΚΤ εστιάσει στις αγορές ενεργητικού, αυτό θα συμβάλει «στην άνοδο των τιμών ενεργητικού, αλλά και της ζήτησης, προσφέροντας παράλληλα στήριγμα και στον τραπεζικό δανεισμό. Αυτό θα διευκολύνει επίσης και τη μετακύλιση των βελτιωμένων συνθηκών τραπεζικής χρηματοδότησης στην πραγματική οικονομία».

Στο έγγραφο αναφέρεται επίσης ότι τα αρνητικά επιτόκια έχουν σημειώσει επιτυχία στο να πιέσουν προς τα κάτω το κόστος δανεισμού, στηρίζοντας παράλληλα το πρόγραμμα της ΕΚΤ για αγορές ομολόγων, συνολικής αξίας άνω του 1,5 τρισ. ευρώ (1,67 τρισ. δολάρια). Εν μέσω πιέσεων για την άσκηση ακόμη πιο χαλαρής νομισματικής πολιτικής, αναλυτές σε δημοσκόπηση του Reuters προβλέπουν ότι η κεντρική τράπεζα θα παρατείνει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης πέραν της αρχικής προθεσμίας του Μαρτίου 2017. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι προβλέπουν ότι η ΕΚΤ θα διατηρήσει αμετάβλητο το καταθετικό επιτόκιο έως τα τέλη του 2017.

Διχάζει το «πείραμα»

Το «πείραμα» των αρνητικών επιτοκίων σε Ευρωζώνη και ΗΠΑ διχάζει τους οικονομολόγους, με αρκετούς να αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης επιλογής των κεντρικών τραπεζών στη μάχη που δίνουν για στήριξη της οικονομίας και καταπολέμησης του αποπληθωρισμού.

Αντί να ανοίξουν τα πορτοφόλια τους, πολλοί καταναλωτές και επιχειρήσεις στην Ευρώπη -αλλά και στην Ιαπωνία- επιλέγουν και πάλι τη λύση της αποταμίευσης, παρότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν μειώσει τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά, ακόμη και σε αρνητικά επίπεδα.

Σύμφωνα με πρόσφατα οικονομικά στοιχεία που επικαλείται η «WSJ», οι καταναλωτές αποταμιεύουν περισσότερο σε Γερμανία και Ιαπωνία, ενώ σε Δανία, Ελβετία και Σουηδία -τρεις χώρες εκτός Ευρωζώνης με αρνητικά επιτόκια- οι καταθέσεις βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα από το 1995, τη χρονιά που για πρώτη φορά ο ΟΟΣΑ άρχισε να συγκεντρώνει στοιχεία γι’ αυτές τις χώρες.

Περισσότερο ρευστό διακρατούν και οι επιχειρήσεις σε Ευρώπη, αλλά και σε Μ. Ανατολή, Αφρική, Ιαπωνία. Οι επιχειρήσεις σε Ευρώπη, Μ. Ανατολή και Αφρική είχαν συνολική ρευστότητα 921 δισ. δολ. (12/2015), σύμφωνα με έκθεση της Moody’s, αυξημένη 5% σε σύγκριση το 2014. Ο ΟΟΣΑ προβλέπει αύξηση των ρυθμών αποταμίευσης των νοικοκυριών στην Ιαπωνία για το 2016, παρότι η κεντρική τράπεζα εφαρμόζει την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων.

Οι οικονομολόγοι επικαλούνται διάφορους πιθανούς παράγοντες για το συγκεκριμένο παράδοξο, όπως τον χαμηλό πληθωρισμό και τη γήρανση του πληθυσμού, με τους μεγαλύτερους σε ηλικία να έχουν τάση προς αποταμίευση. Υπάρχει όμως και ένα σενάριο, σύμφωνα με το οποίο μέρος του προβλήματος αποτελούν τα ίδια τα αρνητικά επιτόκια. Ορισμένοι οικονομολόγοι και αναλυτές παραδέχονται ότι τα αρνητικά επιτόκια μεταδίδουν φόβο για τις αναπτυξιακές προοπτικές, καθώς και τις ικανότητες των κεντρικών τραπεζών για διαχείριση της κατάστασης.