Skip to main content

Οι τεχνολογικοί κολοσσοί στο απόσπασμα;

Από την έντυπη έκδοση

Tης Νταϊάν Κόιλ* 
*Η Νταϊάν Κόιλ, καθηγήτρια Δημόσιας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, είναι συγγραφέας του βιβλίου «Markets, State, and People: Economics for Public Policy». 

Οι Big Tech επανήλθαν στο προσκήνιο – και όχι για καλό λόγο. Στις 29 Ιουλίου, οι επικεφαλής της Amazon, της Apple, της Google και του Facebook πέρασαν περισσότερες από πέντε ώρες απαντώντας σε δύσκολες ερωτήσεις μιας δικομματικής αντιμονοπωλιακής επιτροπής στη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, σχετικά με τη συντριπτική τους υπεροχή στην αγορά. Πλησιάζει το τέλος μιας εποχής;

Με πολλούς τρόπους, η πανδημία του Covid-19 ήταν ευλογία για τις εταιρείες τεχνολογίας. Όπως ανέφεραν οι Τζεφ Μπέζος της Amazon, Τιμ Κουκ της Apple, Σαντάρ Πιτσάι της Google και Μαρκ Ζούκερμπεργκ του Facebook στις εναρκτήριες δηλώσεις τους κατά την αντιμονοπωλιακή ακρόαση, οι άνθρωποι εκτιμούν τις υπηρεσίες που παρέχουν οι εταιρείες τους. Πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι η κρίση του Covid-19 έχει ενισχύσει αυτήν την εκτίμηση.

Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Οι ψηφιακές τεχνολογίες επέτρεψαν στους εργαζόμενους να δουλεύουν από το σπίτι, στους μαθητές να συνεχίσουν τα μαθήματά τους ενώ τα σχολεία ήταν κλειστά και στους ανθρώπους να διατηρήσουν επαφή με τους αγαπημένους τους και να διασκεδάζουν ενώ βρίσκονταν εγκλεισμένοι.

Οι τεχνολογικές εταιρείες αποκόμισαν τεράστια οφέλη από αυτήν την αλλαγή. Κατά το α’ εξάμηνο του 2020, ενώ η παγκόσμια οικονομία αντιμετώπισε μια άνευ προηγουμένου ύφεση, η τιμή της μετοχής της Amazon αυξήθηκε κατά περίπου 40%, τροφοδοτούμενη από την αύξηση των διαδικτυακών αγορών και την αυξημένη χρήση των υπηρεσιών cloud. Η αγοραία αξία του Zoom έχει υπερδιπλασιαστεί από την έναρξη της κρίσης του Covid-19, καθώς κατέστη κόμβος για απομακρυσμένες συναντήσεις και διαδικτυακή κοινωνικοποίηση.

Όσο για την Google και το Facebook, υπέστησαν προσωρινές απώλειες εξαιτίας μειωμένων εσόδων από τις διαφημίσεις. Ωστόσο, εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν ένα τεράστιο μερίδιο της αγοράς ψηφιακών διαφημίσεων – τα τέσσερα πέμπτα στο Ηνωμένο Βασίλειο, για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Επιπλέον, ενώ η Google και το Facebook είναι χωρίς χρέωση, η Αρχή Ανταγωνισμού και Αγορών του Ηνωμένου Βασιλείου (CMA) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι καταναλωτές πληρώνουν αποτελεσματικά για τις υπηρεσίες τους μέσω διαφημιστικών εσόδων, ένα ποσό 500 λιρών (656 δολάρια) ανά νοικοκυριό ετησίως – μια απόδειξη για την ισχύ τους στην αγορά.

Είναι πολύ νωρίς για να πούμε πως η ζωή των ανθρώπων θα μετακινηθεί στο διαδίκτυο ή για πόσο καιρό. Οι άνθρωποι μπορεί να φοβούνται τον Covid-19, όμως επίσης υποφέρουν από την κόπωση του Zoom. Ωστόσο, φαίνεται πιθανό ότι η εργασία και τα κοινωνικά πρότυπα θα υποστούν κάποιες διαρκείς αλλαγές, οι οποίες θα έχουν εκτεταμένες πολιτικές επιπτώσεις.
Αρχικά, το κλείσιμο του ψηφιακού χάσματος θα καταστεί πιο επείγον από ποτέ. Από τις πολλές μορφές ανισότητας τις οποίες η πανδημία εκθέτει και επιδεινώνει, η άνιση πρόσβαση στο διαδίκτυο και οι ψηφιακές τεχνολογίες είναι από τις πιο εμφανείς.

Όλες οι υπηρεσίες που έχουν κάνει τη ζωή πολύ καλύτερη υπό τους κανόνες της κοινωνικής απόστασης -από την απομακρυσμένη εργασία και τις διαδικτυακές αγορές έως τις υπηρεσίες streaming- είναι διαθέσιμες μόνο σε όσους έχουν πρόσβαση σε μια αρκετά γρήγορη και αξιόπιστη σύνδεση στο διαδίκτυο και στο κατάλληλο υλικό. Πολλοί λαμβάνουν επίσης υγειονομική περίθαλψη και έχουν πρόσβαση σε κυβερνητική υποστήριξη μέσω του διαδικτύου, υπογραμμίζοντας περαιτέρω την κρίσιμη σημασία της καθολικής πρόσβασης.

Τα τελευταία χρόνια οι κυβερνήσεις έχουν αναγνωρίσει όλο και περισσότερο αυτήν την επιτακτική ανάγκη. Για παράδειγμα, το 2018, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών των ΗΠΑ έθεσε ως προτεραιότητα το κλείσιμο του ψηφιακού χάσματος. Ωστόσο ακόμη, μόνο 1 -περίπου- στα 20 άτομα στις ΗΠΑ έχει σύνδεση υψηλής ταχύτητας στο διαδίκτυο. Στις αγροτικές περιοχές περίπου το ένα τρίτο των νοικοκυριών δεν είναι καν συνδεδεμένα. Οι αριθμοί είναι επίσης ζοφεροί και στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Το κλείσιμο του χάσματος θα απαιτήσει επενδύσεις μεγάλης κλίμακας στις ψηφιακές υποδομές, συμπεριλαμβανομένων της ευρυζωνικής σύνδεσης και των υπηρεσιών 5G της κινητής τηλεφωνίας. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο οι κυβερνήσεις εργάζονται για να ανταποκριθούν στην πρώτη επιτακτική ανάγκη, στις αγροτικές επενδύσεις με χαμηλή απόδοση που δεν μπορούν να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια. Η πρόοδος στη δεύτερη ανάγκη μπορεί να είναι πιο δύσκολη, λόγω της πολιτικής αντιπαράθεσης με τον κινεζικό κολοσσό των τηλεπικοινωνιών και ηγέτη στην τεχνολογία 5G, τη Huawei.

Εντούτοις, η Huawei μπορεί να αποδειχθεί η κορυφή του παγόβουνου, επειδή η τρέχουσα αλλαγή στο διαδίκτυο θα οδηγήσει σε μεγαλύτερο πολιτικό και ρυθμιστικό έλεγχο των τεχνολογικών κολοσσών. Πρώτον, οι ρυθμιστικές αρχές είναι πιθανό να πιέσουν τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών να αυξήσουν τις επενδύσεις τους, προκαλώντας διαβουλεύσεις σχετικά με τις υποχρεώσεις για τις άδειες και την τιμολόγηση (πόσα οι εταιρείες πρέπει να επενδύσουν και πώς θα χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις). Προηγούμενες διαφωνίες σχετικά με το πού πρέπει να μειωθεί το κόστος στην αλυσίδα αξίας -από τους φορείς εκμετάλλευσης του φυσικού δικτύου έως τις υπηρεσίες streaming- ενδέχεται να επανεμφανισθούν.

Ωστόσο, όπως υποδηλώνει η πρόσφατη αντιμονοπωλιακή ακρόαση στις ΗΠΑ, το πιο αμφιλεγόμενο ζήτημα θα είναι πιθανώς η ισχύς των ψηφιακών εταιρειών στην αγορά. Ακόμα και στο σημερινό, ευρέως πολωμένο πολιτικό περιβάλλον, η αυξανόμενη ανησυχία για τις Big Tech -συμπεριλαμβανομένης της βιωσιμότητας των μικρών παραγωγών και της εξάρτησης της οικονομίας από την πρόσβαση στην ψηφιακή αγορά- διαδίδεται ευρέως. Και οι ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ είχαν ήδη εκφράσει την ανησυχία τους, με έρευνες τόσο από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου όσο και από το υπουργείο Δικαιοσύνης.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύ μπροστά από τις ΗΠΑ αναφορικά με τη ρύθμιση, τη φορολόγηση και τον περιορισμό των Big Tech. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ανοίξει πολλές αντιμονοπωλιακές υποθέσεις εναντίον των τεχνολογικών κολοσσών, καθώς και ευρύτερες πρωτοβουλίες όπως ο προτεινόμενος νόμος για τις ψηφιακές υπηρεσίες. Η Μαργκρέτε Βεστάγκερ -πρώην Ευρωπαία επίτροπος για τον Ανταγωνισμό και επί του παρόντος εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μια Ευρώπη Έτοιμη για την Ψηφιακή Εποχή- έχει δείξει τον δρόμο προς αυτό το μέτωπο.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η CMA εργάζεται για να εφαρμόσει τη Furman Review, μια έκθεση που έχει ανατεθεί από την κυβέρνηση σχετικά με τον ανταγωνισμό στην ψηφιακή αγορά που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2019. Η επιτροπή συνέστησε να υποβληθούν στρατηγικά σημαντικές εταιρείες σε στοχευμένες ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένου ενός κώδικα συμπεριφοράς που πιθανότατα θα καλύπτει θέματα όπως η προώθηση ιδίων υπηρεσιών, αλλαγές σε όρους και προϋποθέσεις και προ-κοινοποίηση όλων των συγχωνεύσεων.

Απομένει να δούμε πώς θα γίνουν τέτοιες προσπάθειες, ειδικά στις ΗΠΑ που οδηγούνται σε εξαιρετικά αμφισβητούμενες προεδρικές εκλογές. Όμως ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: Αν και τα μονοπώλια της τεχνολογίας μπορεί να αποκομίσουν σημαντικά βραχυπρόθεσμα οφέλη από την επιταχυνόμενη μετατόπιση στο διαδίκτυο, δεν μπορούν πλέον να αποφύγουν το σκληρό φως του πολιτικού προβολέα. Το σύνθημα μπορεί να είναι γραμμένο στον τοίχο.

Copyright: Project Syndicate, 2020
www.project-syndicate.org