Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Η επιστροφή στην ταχύτατη ανάπτυξη, που θα προσθέσει 50 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ της χώρας σε ετήσια βάση μέχρι το τέλος του 2025, η εξάλειψη των πρωτογενών ελλειμμάτων που «γέννησε» η πανδημία και η επιστροφή σε πλεονάσματα ακόμη και σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης, η άμεση μείωση των κόκκινων δανείων σε μονοψήφια ποσοστά, η διασφάλιση της επενδυτικής βαθμίδας για τα ελληνικά ομόλογα μέχρι τα μέσα του 2023 και η έξοδος από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας μέσα στην επόμενη χρονιά συνθέτουν τους πέντε βασικούς στόχους της οικονομικής πολιτικής για το επόμενο χρονικό διάστημα.
Οι στόχοι είναι πλέον και ποσοτικοποιημένοι και αναλυτικά καταγεγραμμένοι στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, το οποίο κατατέθηκε χθες στη Βουλή, καλύπτοντας -σε επίπεδο προβλέψεων- όλη την περίοδο από φέτος μέχρι και το τέλος του 2025. Ποντάροντας στη σημαντική αύξηση επενδύσεων και εξαγωγών, το οικονομικό επιτελείο θέλει να επιτύχει ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης με μέσο ρυθμό άνω του 4% για όλη την περίοδο μέχρι το 2025, ενώ «κρατάει» ακόμη ανοικτό το ενδεχόμενο αναθεώρησης προς τα πάνω του φετινού ρυθμού ανάπτυξης.
Σε δημοσιονομικό επίπεδο, το μεσοπρόθεσμο προβλέπει την εξάλειψη των πρωτογενών ελλειμμάτων από το 2022 και την επιστροφή σε ισχυρά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023. Για το 2024 και για το 2025 προβλέπονται μάλιστα δημοσιονομικές επιδόσεις υψηλότερες από αυτές που θα πρέπει να εμφανίσει η χώρα με βάση τις μεταμνημονιακές της δεσμεύσεις. Αυτό σημαίνει ότι εφόσον τηρηθεί το πλάνο και οι πέντε στόχοι που παρουσίασε χθες ο υπουργός Οικονομικών στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, πρακτικά θα δημιουργηθεί ο δημοσιονομικός χώρος για τη χρηματοδότηση και πρόσθετων μειώσεων φορολογικών συντελεστών για την περίοδο μετά το 2023. O υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας παρουσίασε στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου τους πέντε βασικούς στόχους της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής για το επόμενο χρονικό διάστημα. Οι στόχοι είναι οι εξής:
Ρυθμοί μεγέθυνσης ΑΕΠ
1. Η επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών μεγέθυνσης της οικονομίας για την επόμενη περίοδο, αρχής γενομένης από φέτος. Για τη φετινή χρονιά, η κυβέρνηση εξακολουθεί να μην έχει αλλάξει τον στόχο, διατηρώντας την πρόβλεψη ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 3,6%. Βέβαια, σχεδόν όλοι οι ξένοι οργανισμοί προβλέπουν ισχυρότερο ποσοστό. Το οικονομικό επιτελείο και στο μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής διατήρησε αμετάβλητη την πρόβλεψη χωρίς όμως αυτό να αποκλείει την αλλαγή μέσα στους επόμενους μήνες του έτους. Αυτό που βασικά αναμένει το οικονομικό επιτελείο είναι τα πρώτα στοιχεία για την πορεία της φετινής τουριστικής περιόδου από την οποία και θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό το φετινό ποσοστό ανάπτυξης. Ήδη πάντως η υψηλότερη του αναμενομένου επίδοση για το πρώτο τρίμηνο (σ.σ.: το οικονομικό επιτελείο περίμενε ύφεση άνω του 6% και έκλεισε στο -2,3%) λειτουργεί θετικά για το σύνολο της χρονιάς. Να σημειωθεί ότι η Τράπεζα Πειραιώς προβλέπει ανάπτυξη 6,3% για φέτος, η Scope Ratings 6,5%, η Εθνική Τράπεζα 5,7%, ο ελεγκτικός οίκος DBRS 5%, ενώ και το γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής αναθεώρησε το εύρος προς τα πάνω, θέτοντας ως νέο στόχο το 3,6% έως 4,8%.
Για το 2022, όπως επισήμανε και ο πρωθυπουργός στη χθεσινή συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, προβλέπεται ισχυρός ρυθμός ανάπτυξης της τάξεως του 6,2%, ενώ για την περίοδο 2023-2025 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης θα υπερβεί το 4%. Ειδικότερα, το μεσοπρόθεσμο προβλέπει αύξηση 4,1% για το 2023, 4,4% για το 2024 και 3,3% για το 2025. Επιβεβαίωση αυτών των ποσοστών θα φέρει το ΑΕΠ στα 217 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου 50 δισ. ευρώ περισσότερο σε σχέση με το «κλείσιμο» του 2020. Η προσπάθεια επιστροφής του ΑΕΠ στα 217 δισ. ευρώ, θα στηριχτεί κυρίως στις εξαγωγές και στις επενδύσεις όπως προκύπτει και από το μεσοπρόθεσμο:
* Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου προβλέπεται ότι θα αυξηθεί κατά 7% φέτος, κατά 30,3% το 2022, κατά 12,3% το 2023, κατά 10,8% το 2024 και κατά 7,4% το 2025.
* Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών προβλέπεται ότι θα ενισχυθούν κατά 10,4% φέτος, κατά 13,8% το 2022, κατά 7,5% το 2023, κατά 6,2% το 2024 και κατά 5,2% το 2025.
Έξοδος από την εποπτεία
2. Η έξοδος της χώρας από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας μέσα στο 2022. Η 10η αξιολόγηση ολοκληρώθηκε με επιτυχία και η Ελλάδα εκταμιεύει μια ακόμη δόση με τα κέρδη από την επιστροφή των ομολόγων που διακρατούσαν οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες. Εκκρεμούν ακόμη δύο αξιολογήσεις και η οριστική έξοδος από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας προγραμματίζεται για το πρώτο εξάμηνο του 2022. Το κρίσιμο θα είναι να οριστικοποιηθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι που θα πρέπει να επιτυγχάνει η Ελλάδα και για τα επόμενα χρόνια. Να σημειωθεί ότι η έξοδος από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας μάς απαλλάσσει από τις τριμηνιαίες και τις εξαμηνιαίες επιθεωρήσεις, ωστόσο, δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση επίτευξης συγκεκριμένων δημοσιονομικών επιδόσεων. Το όλο καθεστώς θα «κλειδώσει» μέσα στην επόμενη χρονιά, καθώς η πανδημία και η ανάγκη που αυτή δημιούργησε για επανεξέταση του συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας αλλάζουν τα δεδομένα και για την Ελλάδα. Πάντως, το μεσοπρόθεσμο σχέδιο που ετοίμασε το οικονομικό επιτελείο προβλέπει, ούτως ή άλλως, υψηλότερους στόχους σε σχέση με αυτούς θα έπρεπε να επιτυγχάνουμε με βάση τα δεδομένα που ίσχυαν πριν ξεσπάσει η πανδημία (σ.σ.: μέσο πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 2% για τα επόμενα χρόνια).
Περιστολή κόκκινων δανείων
3. Η επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων επίσης εντός του 2022. Τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Σταϊκούρας στο Υπουργικό Συμβούλιο δείχνουν ότι τους τελευταίους 12 μήνες τα κόκκινα δάνεια μειώθηκαν κατά 15 δισ. ευρώ ή κατά 24%. Από τα 68,5 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2019 και τα 62,2 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2020 έχουν υποχωρήσει πλέον στα 47,3 δισ. ευρώ. Ως ποσοστό επί του συνόλου των δανείων τα «κόκκινα» έχουν υποχωρήσει -με βάση τα στοιχεία Μαρτίου 2021- στο 30,3%. Το κρίσιμο θα είναι να ξεπεραστεί η πανδημία χωρίς ουσιαστική επίπτωση στο ποσοστό εξυπηρέτησης των κόκκινων δανείων και δίχως να δημιουργηθεί καινούργια γενιά κόκκινων δανείων.
Επιστροφή στα πλεονάσματα
4. Η επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας και ικανοποιητικών πρωτογενών πλεονασμάτων. Η μεγάλη δημοσιονομική βελτίωση σχεδιάζεται να καταγραφεί από το 2022 και η επιστροφή στα ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα από τη χρήση του 2023. Με βάση το μεσοπρόθεσμο, για το 2021 προβλέπεται ότι το έλλειμμα θα φτάσει στα 16,99 δισ. ευρώ σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης. Για το 2022 θα περιοριστεί στα 5,712 δισ. ευρώ, ενώ για το 2023 θα διαμορφωθεί στα 846 εκατ. ευρώ. Από το 2024 θα έχουμε επιστροφή στα πλεονάσματα και σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης με το ποσό να διαμορφώνεται στα 989 εκατ. ευρώ για το 2024 και στα 3,107 δισ. ευρώ για το 2025. Κάτι που σημαίνει ότι το 2025 θα έχουμε πλεόνασμα 1,4%. Σε πρωτογενές επίπεδο -χωρίς δηλαδή τους τόκους- το έλλειμμα από 7,1% φέτος θα πέσει στο 0,5% το 2022 και θα γίνει πλεόνασμα 2 μονάδων το 2023. Θα φτάσουμε στο +2,8% το 2024 και στο +3,7% το 2025.
Επενδυτική βαθμίδα
5. Η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας μέσα στο α’ εξάμηνο του 2023. H εξασφάλιση της επενδυτικής βαθμίδας διασφαλίζει στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους και στο υπουργείο Οικονομικών την ανοικτή πρόσβαση στις αγορές χωρίς να απαιτείται το μεγάλο «απόθεμα» των ταμειακών διαθεσίμων. Ακόμη και μέσα στην πανδημία, το υπουργείο Οικονομικών χρηματοδότησε τις ανάγκες για τα μέτρα στήριξης χωρίς να πειράξει τα ταμειακά διαθέσιμα. Μιλώντας χθες στο Υπουργικό Συμβούλιο, ο υπ. Οικονομικών παρουσίασε τον τελικό λογαριασμό των μέτρων:
* 23,11 δισ. ευρώ για το 2020,
* 15,841 δισ. ευρώ για το 2021 και
* 2,079 δισ. ευρώ για το 2022, σύνολο 41,03 δισ. ευρώ μέχρι στιγμής. Τα μέτρα αυτά έχουν χρηματοδοτηθεί μέχρι στιγμής χωρίς να διατεθεί ένα ευρώ από τα ταμειακά διαθέσιμα συνολικού ύψους 35 δισ. ευρώ περίπου. Αντλήθηκαν 27,5 δισ. ευρώ από τις αγορές μέσω των εκδόσεων ομολόγων, διασφαλίστηκαν 1,935 δισ. ευρώ μέσα από τα ANFAs και τα SMPs που ήρθαν (ή θα έρθουν) στη χώρα με την επιτυχή ολοκλήρωση των αξιολογήσεων, πήραμε 5,2 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα SURE, ενώ εισέρρευσαν επιπλέον 1,3 δισ. ευρώ από τα έντοκα γραμμάτια, τα οποία πλέον έχουν αρνητικό επιτόκιο. Επίσης αντλήθηκαν 2,04 δισ. ευρώ από τα ομόλογα που καλύφθηκαν με ιδιωτική τοποθέτηση από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Τα ταμειακά διαθέσιμα των 35 δισ. ευρώ επιφέρουν ένα δημοσιονομικό κόστος της τάξεως των 500 εκατ. ευρώ τον χρόνο παρά την κατακόρυφη υποχώρηση των επιτοκίων. Έτσι, με το που θα διασφαλιστεί η επενδυτική βαθμίδα, πέρα από το καλό που θα κάνει αυτό στο προφίλ της χώρας, θα επιτρέψει και τη διάθεση των ταμειακών διαθεσίμων για την αποπληρωμή του χρέους.