Skip to main content

«Plan b» της κυβέρνησης για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Από τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές για τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο που μπορεί να υπάρξει στον προϋπολογισμό του 2020 θα εξαρτηθούν τόσο το περιεχόμενο όσο και ο χρόνος ψήφισης των φορολογικών αλλαγών που θέλει να προωθήσει η κυβέρνηση. Στο οικονομικό επιτελείο εμφανίζονται αισιόδοξοι ότι δεν θα υπάρξει δημοσιονομικό κενό κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2019, παρά τη μεσοσταθμική μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 22%. Ωστόσο, για το 2020 η εικόνα δεν είναι ακόμη ξεκάθαρη.

H ενσωμάτωση όλων των εξαγγελιών της κυβέρνησης στον προϋπολογισμό του 2020 προϋποθέτει πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο άνω των 2 δισ. ευρώ. Ο κατάλογος των παρεμβάσεων με δημοσιονομικό κόστος περιλαμβάνει από τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων και τη θέσπιση του συντελεστή 9% στο πρώτο κλιμάκιο της κλίμακας φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, μέχρι την καταβολή του επιδόματος νεογέννητου και τις «δόσεις» των μειώσεων σε ασφαλιστικές εισφορές, τέλος επιτηδεύματος και εισφορά αλληλεγγύης, όπως επίσης και του ΕΝΦΙΑ.

Επίσης, ο προϋπολογισμός του 2020 κουβαλάει ούτως ή άλλως μια βαριά «κληρονομιά» από φέτος, καθώς ψηφίστηκαν μέτρα μόνιμου χαρακτήρα, όπως η καταβολή της λεγόμενης 13ης σύνταξης, η διατήρηση του αφορολογήτου στα σημερινά επίπεδα, η μεσοσταθμική μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 22%, το επίδομα στέγασης και η μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ για τρόφιμα, ηλεκτρική ενέργεια και εστίαση.

«Ωριμάζουν οι συνθήκες για πιο ρεαλιστικούς στόχους»
Η ελληνική κυβέρνηση επισήμως έχει δεσμευτεί ότι θα συντάξει τον προϋπολογισμό του 2020 με στόχο 3,5% του ΑΕΠ. Σκοπεύει, όμως, να ανοίξει άμεσα τη συζήτηση για τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων μέσα στην επόμενη χρονιά, όπως προκύπτει και από την απάντηση του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα «Καθημερινή της Κυριακής»: «Ο προγραμματισμός του πρωθυπουργού και του οικονομικού επιτελείου είναι να χτίσουμε βήμα βήμα όλες τις αναγκαίες συνθήκες, ώστε να επιτύχουμε μέσα στο 2020 αυτόν τον στόχο. Από την πλευρά μας, απαιτούνται σοβαρότητα, αξιοπιστία και υλοποίηση μεταρρυθμιστικών πολιτικών σε πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας. Ήδη θέτουμε προς συζήτηση το κρίσιμο αυτό ζήτημα στους εταίρους και δανειστές. Ωριμάζουν οι συνθήκες ώστε να τεθούν πιο ρεαλιστικοί στόχοι».

Η πρόταση για τα κέρδη από τα ANFAs και τα SMPs
Η απάντηση του υπουργού Οικονομικών αφήνει ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα. Από το να μην υπάρξει κάποια αλλαγή στον προϋπολογισμό του 2020 και να επιδιωχθεί η παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ και για την επόμενη χρονιά, μέχρι να υπάρξει και συμφωνία «χαλάρωσης» με τους δανειστές έστω και με έμμεσο τρόπο. Στο τραπέζι υπάρχει η πρόταση για την ενσωμάτωση των κερδών από τα ANFAs και τα SMPs στον ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος. Το συγκεκριμένο «αίτημα» μπορεί να εξασφαλίσει μια πηγή χρηματοδότησης των φορολογικών ελαφρύνσεων της τάξεως του 1,2 δισ. ευρώ ετησίως (σ.σ.: το ποσό αυτό αρκεί και για τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 29% στο 24%, αλλά και για τη μείωση του βασικού φορολογικού συντελεστή του πρώτου κλιμακίου από το 22% στο 9%).

Ουσιαστικά, το αίτημα που αναμένεται να θέσει η ελληνική πλευρά μεταφράζεται οικονομικά ως εξής: αντί να μεταφέρονται οι πόροι στον ειδικό λογαριασμό για τη διαχείριση του χρέους (σ.σ.: ο συγκεκριμένος λογαριασμός είναι ήδη ανέγγιχτος, καθώς η Ελλάδα έχει ήδη αντλήσει από τις αγορές 500 εκατ. ευρώ περισσότερα από τον ετήσιο στόχο μέσω των εκδόσεων ομολόγων, ενώ υπάρχει προοπτική και νέων εκδόσεων μέχρι το τέλος του έτους, αρχής γενομένης από τον Σεπτέμβριο), να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση των φορολογικών ελαφρύνσεων και κατά συνέπεια της ανάπτυξης.

Υπάρχει και ένα πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της συγκεκριμένης πρότασης: από τη στιγμή που η εκταμίευση των κερδών από τα ANFAs και τα SMPs συνδέεται με την προώθηση των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων, η ελληνική πλευρά θα έχει έναν ακόμη σοβαρό λόγο να προωθήσει τα συμφωνηθέντα, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα «ξεκλειδώνει» πόρους για πρόσθετες φορολογικές ελαφρύνσεις.

Μέχρι στιγμής έχει εκταμιευτεί μόνο μία δόση από τα ANFAs και τα SMPs. Ωστόσο, η επίδραση των περίπου 650 εκατ. ευρώ στο πρωτογενές πλεόνασμα έχει ήδη γίνει αισθητή, καθώς αυτό το ποσό είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους παρατηρείται υπερπλεόνασμα στην εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού στο εξάμηνο. Βέβαια, αυτό το ποσό, αν και έχει εγγραφεί στα δημόσια έσοδα, με την υπάρχουσα κατάσταση δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στον ορισμό του μνημονιακού πρωτογενούς πλεονάσματος, κάτι που συμβαίνει επίσης και με τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις (σ.σ.: ο προϋπολογισμός του 2019 έχει ενισχυθεί επίσης με τα έσοδα του 1,2 δισ. ευρώ από την επέκταση της σύμβασης του αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος»).

Έδαφος για πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο
Εκτός από τα ANFAs και τα SMPs -θέμα που για να προχωρήσει θα πρέπει να υπάρξει η συναίνεση των υπουργών Οικονομικών στο Eurogroup- στο οικονομικό επιτελείο προσβλέπουν στο ότι θα μπορέσουν να «απελευθερώσουν» δημοσιονομικό χώρο και μέσα από τις ακόλουθες αλλαγές:

1. Την επιβολή αυστηρότερης δημοσιονομικής πειθαρχίας στις δημόσιες επιχειρήσεις που βαραίνουν με τα αποτελέσματά τους τα αποτελέσματα της γενικής κυβέρνησης.

2. Την υιοθέτηση ρεαλιστικών οροφών όσον αφορά τις δημόσιες δαπάνες. Και στον προϋπολογισμό του 2019 οι δαπάνες είχαν εκτιμηθεί σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τα πραγματικά, κάτι που οδήγησε στο ακόλουθο φαινόμενο: παρά τη διάθεση του ποσού των 830 εκατ. ευρώ για την καταβολή της λεγόμενης 13ης σύνταξης, στον προϋπολογισμό οι δημόσιες δαπάνες εξακολουθούν να κινούνται κάτω από τον ετήσιο στόχο.

3. Την επαναξιολόγηση των δημοσίων δαπανών, αλλά και την προώθηση δράσεων μέσω συμπράξεων του Δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα (ΣΔΙΤ).

Επίσης, η ελληνική πλευρά θα επιχειρήσει να εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών για πιο αισιόδοξη εκτίμηση όσον αφορά την πορεία του ΑΕΠ. Όσο υψηλότερα μπει ο πήχης της ανάπτυξης (σ.σ.: θα επικαλεστούμε ότι με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, την άρση των capital controls, αλλά και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων θα ενισχυθεί ο ρυθμός) τόσο περισσότερα έσοδα μπορούν να εγγραφούν στον προϋπολογισμό του 2020 ως πρόβλεψη.

Η «κληρονομιά» του 2019 στο 2020
Η κυβέρνηση προσανατολίζεται στο να διατηρήσει στον προϋπολογισμό του 2020 το κονδύλι για τη λεγόμενη 13η σύνταξη, έστω και αν υπάρξει αλλαγή στη μεθοδολογία καταβολής του συγκεκριμένου ποσού (σ.σ.: υπάρχουν σχέδια για στοχευμένη διάθεση του συγκεκριμένου ποσού ώστε να καταβληθεί σε συνταξιούχους που πληρούν συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια. Αυτό θα εξασφαλίσει στην κυβέρνηση το δικαίωμα να μιλήσει για «επιστροφή του ΕΚΑΣ», αλλά και να ελέγξει το δημοσιονομικό κόστος, δεδομένου ότι με τη θέσπιση κριτηρίων μπορούν να χρειαστούν λιγότερα από 830 εκατ. ευρώ, όσα ήταν τα κονδύλια για τη 13η σύνταξη). Το «βαρύτερο» δημοσιονομικά μέτρο που κληροδοτεί το 2019 στο 2020 είναι η διατήρηση του αφορολογήτου στα σημερινά επίπεδα. Ο λογαριασμός φτάνει στο 1,9 δισ. ευρώ. Στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή της Κυριακής» ο κ. Σταϊκούρας υποστήριξε ότι συμφωνεί με τον επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ ως προς την αναγκαιότητα να διευρυνθεί η φορολογική βάση, ωστόσο απέκλεισε το ενδεχόμενο να τεθεί θέμα μείωσης του αφορολογήτου. Υποστήριξε ότι ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί μέσω της τόνωσης των ηλεκτρονικών πληρωμών: «Τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης θα την επιδιώξουμε, μεταξύ άλλων, με την ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, με την υποχρεωτική ηλεκτρονική τιμολόγηση, με την τήρηση ηλεκτρονικών βιβλίων και με την ηλεκτρονικοποίηση δηλώσεων φορολογίας κεφαλαίου». 

Ο «λογαριασμός» του αφορολογήτου θα μπορούσε να ανέβει και πάνω από το 1,9 δισ. ευρώ αν υλοποιηθεί και η εξαγγελία για τη διεύρυνσή του κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί. Αν το μέτρο αυτό αφορά τα εισοδήματα του 2020, τότε θα προκύψει άμεσο όφελος για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους λόγω της παρακράτησης. Το κόστος, πάντως, δεν αναμένεται να είναι ιδιαίτερα υψηλό, καθώς και σήμερα η νομοθεσία προβλέπει διαφοροποίηση του αφορολογήτου με βάση την οικογενειακή κατάσταση.

Το κονδύλι που θα απαιτηθεί για τη χρηματοδότηση των μειώσεων που έγιναν στους συντελεστές του ΦΠΑ θα είναι μεγαλύτερο το 2020 συγκριτικά με το 2019, ακόμη και αν δεν προχωρήσει η πρόθεση της κυβέρνησης να επεκταθεί ο χαμηλός συντελεστής του 13% και στο σερβίρισμα του καφέ. Από τα 450 εκατ. ευρώ που έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό του 2019, θα φτάσουμε στα 650 εκατ. ευρώ στον προϋπολογισμό του 2020, επειδή οι μειωμένοι συντελεστές σε τρόφιμα, εστίαση και ηλεκτρική ενέργεια θα ισχύσουν για ολόκληρο τον χρόνο και όχι μόνο για ένα επτάμηνο, όπως θα συμβεί μέσα στο 2019.

Η «ποσοτικοποίηση» των μέτρων ελάφρυνσης

Το ποια από τα σχέδια της κυβέρνησης στο φορολογικό «μέτωπο» θα συμπεριληφθούν στον προϋπολογισμό του 2020 θα εξαρτηθεί από την τελική εκτίμηση για την πορεία του πρωτογενούς πλεονάσματος της επόμενης χρονιάς. Η «ποσοτικοποίηση» των μέτρων που προγραμματίζει η κυβέρνηση έχει ήδη ολοκληρωθεί από το οικονομικό επιτελείο και πλέον το μόνο που απομένει είναι να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές τον Σεπτέμβριο, ώστε να γίνουν οι τελικές επιλογές.

1. Η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 29% που χρησιμοποιείται για τη φορολόγηση των κερδών του 2018, στο 24% για τη φορολόγηση των κερδών του 2019. Δεδομένου ότι από τη μείωση αυτή θα υπάρξει και «ψαλίδισμα» των εσόδων από την προκαταβολή φόρου μέσα στο 2020, το δημοσιονομικό κόστος αναμένεται να προσεγγίσει τα 800 εκατ. ευρώ, ενώ αν συνδυαστεί και με τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων (από το 10% στο 5%) τότε θα προσεγγίσει τα 900 εκατ. ευρώ. Βέβαια, στο οικονομικό επιτελείο εκτιμούν ότι η μεγάλη μείωση -σε πραγματικούς όρους το εκκαθαριστικό του 2020 θα ελαφρύνει κατά 35% σε σχέση με το αντίστοιχο του 2019- θα οδηγήσει και σε αύξηση τόσο των κερδών που θα αποτυπωθούν στις φορολογικές δηλώσεις όσο και στον όγκο των διανεμόμενων κερδών. Επίσης, υπάρχει η προσδοκία ότι η απελευθέρωση ρευστότητας της τάξεως των 800 εκατ. ευρώ στην αγορά -αντιστοιχεί σε περίπου 0,4% του ΑΕΠ- θα συμβάλει στο να υπάρξει μεγαλύτερη ανάπτυξη το 2020, κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα ένα μέρος της θετικής μεταβολής του ΑΕΠ να «επιστρέψει» στα δημόσια ταμεία.

2. Για να ενσωματωθεί στον προϋπολογισμό του 2020 η επόμενη φάση της μείωσης του ΕΝΦΙΑ -ώστε η αθροιστική μείωση να φτάσει στο 30%- απαιτούνται επιπλέον 210 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το 2019. Στη συνέντευξη που παραχώρησε χθες στην «Καθημερινή της Κυριακής», ο υπουργός Οικονομικών άφησε όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά σχετικά με το αν θα συμπεριληφθεί και η δεύτερη φάση του ΕΝΦΙΑ στον επόμενο προϋπολογισμό, λέγοντας ότι η δεύτερη δόση της μείωσης «θα υπάρξει και η δέσμευσή μας ισχύει στο ακέραιο. Θα γίνει πράξη το συντομότερο δυνατόν».

3. Η θέσπιση του συντελεστή 9% στη φορολογική κλίμακα θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του 2020 με τουλάχιστον 450-500 εκατ. ευρώ αν αποφασιστεί ότι θα αφορά τα εισοδήματα του 2020. Και αυτό διότι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι θα ωφεληθούν άμεσα (με έως και 180 ευρώ ο καθένας) μέσω της μείωσης της παρακράτησης φόρου. Το πολύ μεγάλο όφελος θα αφορά τους ελεύθερους επαγγελματίες, καθώς από τη μείωση του συντελεστή θα προκύψει όφελος ακόμη και κατά 1.300 ευρώ σε ετήσια βάση. Αυτό, ωστόσο, θα φανεί στο εκκαθαριστικό του 2021, άρα θα επιβαρύνει τον μεθεπόμενο προϋπολογισμό.

4. Το οικονομικό επιτελείο έχει εξαγγείλει και τη σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, όπως επίσης και της εισφοράς αλληλεγγύης. Το τέλος επιτηδεύματος αποδίδει έσοδα περίπου 400 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, ενώ η εισφορά αλληλεγγύης γύρω στα 600-650 εκατ. ευρώ. Έτσι, και σε τέσσερις ετήσιες δόσεις να «σπάσει» το συγκεκριμένο μέτρο, θα απαιτηθούν τουλάχιστον 250 εκατ. ευρώ ανά έτος. Ειδικά για το 2020, ένα μέρος των 250 εκατ. ευρώ θα χρειαστεί να εγγραφεί στον προϋπολογισμό, καθώς στην εισφορά αλληλεγγύης υπάρχει παρακράτηση από τον μισθό ή τη σύνταξη.

5. H εξαγγελία για την καταβολή επιδόματος 2.000 ευρώ για τη γέννηση κάθε παιδιού απαιτεί κονδύλι της τάξεως των 150-180 εκατ. ευρώ, ενώ το τελικό ποσό θα εξαρτηθεί από το αν θα θεσπιστούν εισοδηματικά κριτήρια ώστε να αποκλειστούν οι μητέρες με πολύ υψηλά εισοδήματα.

6. Εξαιρετικά υψηλό δημοσιονομικό κόστος έχει ακόμη και το πρώτο βήμα της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών για την κύρια σύνταξη από το 20% στο 15% σταδιακά. Ακόμη και η μείωση από το 20% που είναι σήμερα στο 18,5% από την 1η Ιανουαρίου 2020, θα κοστίσει περισσότερα από 500 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, καθώς το μέτρο θα ευνοήσει οριζόντια το σύνολο των εργοδοτών και των εργαζομένων. Η κυβέρνηση θα ποντάρει στο ότι με αυτήν τη μείωση θα υπάρξει και ταχύτερη μείωση της ανεργίας και μεγαλύτερη συμμόρφωση ως προς την αδήλωτη εργασία, ωστόσο αυτά τα επιχειρήματα δύσκολα θα «ποσοτικοποιηθούν» κατά τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές.