Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να μην υπονομεύουν την ανάκαμψη της οικονομίας και τους στόχους της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, καθώς και την εισαγωγή πιο ρεαλιστικών στόχων στη μείωση του χρέους ανάλογα με την κατάσταση κάθε χώρας, ζητάει σχέδιο έκθεσης που εγκρίθηκε από την αρμόδια επιτροπή της Ευρωβουλής. Η έκθεση, που θα συνοδευτεί και από ψήφισμα της ολομέλειας το επόμενο διάστημα, θα αποτελέσει τη συμβολή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη συζήτηση για την αναθεώρηση του δημοσιονομικού πλαισίου, δηλαδή του τρόπου εποπτείας των κρατών-μελών, η οποία θα ξεκινήσει τους επόμενους μήνες. Το σχέδιο έκθεσης της ευρωβουλευτού του σοσιαλιστικού κόμματος Μαργκαρίντα Μάρκες (Πορτογαλία) εγκρίθηκε από την επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων τη Δευτέρα το βράδυ, με ψήφους 38 υπέρ, 6 κατά και 12 αποχές.
Παράταση αναστολής
Αναφορικά με τη διαδικασία, οι ευρωβουλευτές θεωρούν ότι η αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων εποπτείας, που αποφασίστηκε την άνοιξη του 2020 λόγω της πανδημίας, θα πρέπει να παραμείνει σε ισχύ μέχρι να αποφασιστούν οι νέοι κανόνες, δηλαδή να ολοκληρωθεί η αναθεώρηση του δημοσιονομικού πλαισίου.
Σύμφωνα με την έκθεση, η Κομισιόν πρέπει να υποβάλει κατευθυντήριες γραμμές για μια μεταβατική περίοδο έως ότου τεθεί σε εφαρμογή ένα ανανεωμένο δημοσιονομικό πλαίσιο. Κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου θα πρέπει να προβλεφθεί η χρήση της «ρήτρας περί ασυνήθων περιστάσεων» σε ειδική ανά χώρα βάση, προκειμένου να αποφευχθεί η πρόωρη δημοσιονομική εξυγίανση. Επιπλέον, ζητάει να μην κινηθεί διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος κατά κράτους-μέλους την παραπάνω περίοδο.
Υπενθυμίζεται ότι το Συμβούλιο, έπειτα από εισήγηση της Κομισιόν, ενεργοποίησε τη λεγόμενη «γενικευμένη ρήτρα διαφυγής», η οποία προβλέπει ότι σε περίπτωση σημαντικής οικονομικής επιβράδυνσης (μεγάλη ύφεση) αναστέλλεται σε όλα τα κράτη-μέλη η δημοσιονομική προσαρμογή στους στόχους που έχουν δεσμευθεί τα προηγούμενα χρόνια. Η αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων επέτρεψε στα κράτη-μέλη να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες και να αντιμετωπίσουν επαρκώς την κρίση. Με άλλα λόγια, και αυτό είναι σημαντικό, η Ευρωβουλή θεωρεί ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επιστρέψουμε στο προηγούμενο καθεστώς εποπτείας.
Αξιόπιστες πολιτικές
Η έκθεση υπογραμμίζει τη σημασία της αλληλεπίδρασης μεταξύ νομισματικών και φορολογικών πολιτικών και ζητεί να διατηρηθούν ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης και υποστήριξη για επιχειρήσεις, εργαζόμενους και ανθρώπους. Ταυτόχρονα, οι ευρωβουλευτές υπογραμμίζουν τη σημασία των βιώσιμων δημοσιονομικών πολιτικών, που διασφαλίζουν αξιόπιστες οδούς για τη μείωση του χρέους, συμπεριλαμβανομένου του ρυθμού μείωσης του δημόσιου χρέους για κάθε χώρα.
«Έχουμε διαπιστώσει πως η πρόωρη απόσυρση των υποστηρικτικών πολιτικών αποδεικνύεται πολύ δαπανηρή από οικονομική, κοινωνική και πολιτική άποψη. Για τον λόγο αυτό είναι σημαντικό ο δημοσιονομικός προσανατολισμός να συνοδεύει την ανάκαμψη για όσο διάστημα χρειάζεται, συμβάλλοντας στον προσανατολισμό του μετασχηματισμού προς μια πράσινη, ψηφιακή και χωρίς αποκλεισμούς οικονομία, με παράλληλη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας», αναφέρει η έκθεση.
Σχετικά με το χρέος, η εισηγήτρια αναφέρει ότι τα επίπεδα χρέους έχουν αυξηθεί και πως ορισμένα κράτη-μέλη έχουν ήδη σημαντικό κληροδοτημένο χρέος. Ωστόσο, όπως τονίζει, οι συνθήκες έχουν αλλάξει από τότε που ορίστηκαν τα δημοσιονομικά κριτήρια του Μάαστριχτ και ότι τα επίπεδα του πληθωρισμού και των επιτοκίων είναι σημαντικά χαμηλότερα. Η έκθεση εκτιμά ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους αναμένεται να παραμείνει χαμηλό μακροπρόθεσμα, λόγων χαμηλών επιτοκίων σε συνδυασμό με την ανάκαμψη της οικονομίας.
Βιωσιμότητα χρέους
Για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους σε μακροχρόνια βάση η έκθεση προτείνει:
1. Ένα ενιαίο αξιόπιστο σημείο αναφοράς με στόχο τη μείωση των υψηλών δεικτών χρέους εντός ρεαλιστικού και εύλογου χρονικού διαστήματος και με διαφοροποιημένο τρόπο ανάλογα με το υφιστάμενο επίπεδο χρέους των κρατών-μελών.
2. Έναν ενιαίο δείκτη δημοσιονομικών επιδόσεων -έναν κανόνα για τις δαπάνες- για χώρες που υπερβαίνουν ένα ορισμένο όριο στους δείκτες δημόσιου χρέους.
3. Μια ενιαία ρήτρα διαφυγής που αντικαθιστά ορισμένα στοιχεία ευελιξίας που έχουν θεσπιστεί.
Σύμφωνα με τους ευρωβουλευτές, το δημοσιονομικό πλαίσιο θα πρέπει να προβλέπει ειδικό χειρισμό των επενδύσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, εξαιρώντας τις επενδύσεις αυτές από τον κανόνα για τις δαπάνες, ιδίως τις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης που προωθούν τους μακροπρόθεσμους στόχους της Ε.Ε., δηλαδή την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Ιδιαιτερότητες
Η έκθεση καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση για τη μεταρρύθμιση της οικονομικής διακυβέρνησης έως το τέλος του 2021, ενώ ζητεί επανεξέταση των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε., λαμβάνοντας επίσης υπόψη την κληρονομιά της πανδημίας. Ζητεί σαφώς καθορισμένους, διαφανείς, απλούς, ευέλικτους και εφαρμόσιμους κανόνες ενσωματωμένους σε ένα αξιόπιστο και δημοκρατικό πλαίσιο που θα λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες των κρατών-μελών και θα προωθεί την ανοδική οικονομική και κοινωνική σύγκλιση.
«Αναγκαία»
Την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας υποστηρίζει με κάθε ευκαιρία ο ΥΠΟΙΚ Χρ. Σταϊκούρας.
Στην πρόσφατη συνεδρίαση του Eurogroup ο κ. Σταϊκούρας υποστήριξε την ανάγκη έναρξης των συζητήσεων το 2ο εξάμηνο του έτους για αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, προκειμένου να συντονίζεται καλύτερα με τις εξελίξεις στην πραγματική οικονομία, να επιτυγχάνει τη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, να προσφέρει τη μέγιστη δυνατή ευελιξία στην αντιμετώπιση κρίσεων, να προστατεύει και να ενθαρρύνει τις δημόσιες επενδύσεις και, τέλος, να χαρακτηρίζεται από διαφάνεια στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή του. Σε κάθε περίπτωση, η αναγκαία, μελλοντικά, δημοσιονομική ισορροπία θα πρέπει να επιτευχθεί μέσω της ανάκαμψης και της ανάπτυξης των ευρωπαϊκών οικονομιών, επισήμανε ο κ. Σταϊκούρας.
Ασφυκτικοί οι ισχύοντες όροι του ΣΣΑ
Βάσει των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) της Ε.Ε., όπως ίσχυαν πριν ανασταλούν λόγω της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία, τα κράτη-μέλη υποχρεούνται να διατηρούν τα ελλείμματα και το χρέος τους κάτω από ορισμένα όρια:
Το δημοσιονομικό έλλειμμα ενός κράτους-μέλους δεν μπορεί να υπερβαίνει το 3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και το χρέος του δεν μπορεί να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ.
Αν ένα κράτος-μέλος δεν τηρεί τα όρια αυτά, κινείται εναντίον του η λεγόμενη διαδικασία περί υπερβολικού ελλείμματος.
Αυτό συνεπάγεται διάφορα στάδια -συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας επιβολής κυρώσεων- προκειμένου να ενθαρρυνθεί το εν λόγω κράτος-μέλος να λάβει κατάλληλα μέτρα για τη διόρθωση της κατάστασης. Σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος, υποχρεωνόταν να το μειώνει κατά 5% ετησίως μέχρι να φτάσει στο 60% του ΑΕΠ.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, με το χρέος να βρίσκεται στο 205% του ΑΕΠ, και της Ιταλίας, που θα φτάσει στο 160% του ΑΕΠ, η αναβίωση των αυστηρών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας θα σήμαινε μια μακρόχρονη «καταδίκη» σε περιοριστική δημοσιονομική πολιτική που θα συμπίεζε ασφυκτικά τις όποιες αναπτυξιακές προοπτικές.
Μια τέτοια κατάσταση βίωσε η ελληνική οικονομία τη δεκαετή περίοδο των μνημονίων, όπου η προσοχή των δανειστών ήταν επικεντρωμένη αποκλειστικά στη δημοσιονομική προσαρμογή και στην επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.