Για ψευδαίσθηση της ελληνικής οικονομίας κάνει λόγο το ΔΙΚΤΥΟ για τη μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, στο τελευταίο του δελτίο πολιτικής ανάλυσης. Όπως σημειώνεται, η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί με αφορμή την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, την έξοδο στις αγορές, την προετοιμασία για την ΔΕΘ και την επικείμενη τρίτη αξιολόγηση να επιχειρηματολογήσει ότι η Ελλάδα αρχίζει να βλέπει φως, ότι ανακάμπτει και ότι πλησιάζει την πόρτα της εξόδου από τα μνημόνια.
Η αλήθεια όμως στην οικονομία, όπως υπογραμμίζει το ΔΙΚΤΥΟ, δεν είναι υποκειμενική, αλλά είναι πάντα αντικειμενική και μία και εν προκειμένω πιστοποιείται από αδιαμφισβήτητους παράγοντες:
- Οι καταθέσεις δεν αυξάνονται
- Τα δάνεια ως μοχλός κίνησης της οικονομίας έχουν παγώσει
- Τα κόκκινα δάνεια ανέρχονται σε 106 δισ. ή σε 58% του ΑΕΠ
- Οι αποδόσεις των ομολόγων δεν υποχωρούν
Αναφερόμενο στην τρίτη αξιολόγηση, το ΔΙΚΤΥΟ παρατηρεί ότι αν η κυβέρνηση θέλει να την ολοκληρώσει έχει διαθέσιμα κάποια συγκεκριμένα χρονικά ορόσημα.
«Το πρώτο και πιο… ομαλό “παράθυρο” ευκαιρίας κλείνει στα μέσα Οκτωβρίου με κορύφωση το Eurogroup (9/10) αλλά και τη σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον που θα ακολουθήσει στις 13-15 Οκτωβρίου. Το δεύτερο “παράθυρο” λήγει ουσιαστικά στις 4 Δεκεμβρίου, όταν έχει προγραμματιστεί το τελευταίο για φέτος Eurogroup», σύμφωνα με το ΔΙΚΤΥΟ, το οποίο συμπληρώνει: «Ο πρώτος και σημαντικότερος σταθμός, όμως, για την ελληνική κυβέρνηση είναι η εκπλήρωση 90 από τα 113 προαπαιτούμενα, ως το τέλος του χρόνου στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης».
Κατά το ΔΙΚΤΥΟ, «η σημαντικότερη πρόσκληση που θα αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, είναι οι περικοπές κοινωνικών επιδομάτων και η σχεδόν βέβαιη πλέον απόφαση εφαρμογής των μέτρων για τις συντάξεις και το αφορολόγητο από το 2018. Θεωρείται ωστόσο δεδομένο πως η τρίτη αξιολόγηση θα γίνει το πρελούδιο για το επόμενο μνημόνιο, με όσες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις μπορεί να συνεπάγεται αυτή η διαπραγμάτευση…».
Σύμφωνα πάντα με το ΔΙΚΤΥΟ, οι αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του Κράτους είναι προαπαιτούμενο της τρίτης αξιολόγησης και ενδεχόμενη μη συμμόρφωση της κυβέρνησης συνεπάγεται οριζόντια μέτρα μείωσης του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου. Όπως εξηγείται στο δελτίο, «ο κ. Τσίπρας και ο κ. Τσακαλώτος δεσμεύτηκαν, με την επιστολή τους προς το ΔΝΤ, ότι θα νομοθετήσουν έως τον Σεπτέμβριο του 2017 ανώτατο όριο στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου για το 2017 και το 2018. Αναλαμβάνουν επίσης την υποχρέωση ότι όσες συμβάσεις μετατραπούν από ορισμένου σε αορίστου χρόνου με δικαστικές αποφάσεις δεν θα επηρεάσουν τους στόχους του μεσοπρόθεσμου προγράμματος 2018-2021».
Παράλληλα, το ΔΙΚΤΥΟ σημειώνει ότι «το Μνημόνιο 3 δεσμεύει την κυβέρνηση να περιορίσει τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων (σήμερα ανέρχονται σε 640.000 εκ των οποίων οι περίπου 70.000 είναι συμβασιούχοι), να σταματήσει τις προσλήψεις “από το παράθυρο”, να προχωρήσει την αξιολόγηση όλων όσοι εργάζονται στο Δημόσιο και να ενεργοποιήσει την κινητικότητα μέσα στο Δημόσιο ώστε το υπερβάλλον προσωπικό ορισμένων υπηρεσιών να αξιοποιηθεί σε άλλες υποστελεχωμένες δομές».
Το ΔΙΚΤΥΟ «βλέπει» εξάλλου πολιτικές τακτικές εν μέσω αξιολόγησης, καθώς όπως σημειώνει «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ακόμα εκπονήσει το σχέδιο του για τη χώρα τον Αύγουστο του 2018. Ο αισιόδοξος Πρωθυπουργός και ο απαισιόδοξος υπουργός Οικονομικών δεν έχουν βρει ακόμα τη χρυσή τομή για την επόμενη ημέρα και το αναγκαίο αφήγημα της Κυβέρνησης. Ο κ. Τσακαλώτος εμφανίζεται, ως ο δυσάρεστος “πραγματιστής” της κυβέρνησης και εμφανίζεται τελικά πολύ πιο συγκρατημένος σε σχέση με τους επιτελείς του Μαξίμου, όντας βέβαιος ότι η αυστηρή πιστοληπτική γραμμή με όσα αυτή συνεπάγεται, είναι μονόδρομος για την οικονομία, ακόμη και αν χρειαστεί η κυβέρνηση να μην κλείσει ποτέ την τρίτη αξιολόγηση ή να καταφύγει σε πρόωρες κάλπες στις αρχές του 2018, για να μην επωμιστεί το πολιτικό κόστος».
Κατά το ΔΙΚΤΥΟ, μία ισχυρή πιθανότητα είναι η αρχή του νέου έτους να βρει το ΣΥΡΙΖΑ και να έχει ψηφίσει τη μείωση των συντάξεων και μείωσης του αφορολόγητου και να μην έχει λάβει τις αποφάσεις του για το τι μέλλει γενέσθαι μετά το τέλος του τρίτου Μνημονίου. «Σε αυτό το πλαίσιο μία σημαντική παράμετρος είναι το μέγεθος της αποπληρωμής των χρεολυσίων από την Ελλάδα το 2018. Η χώρα έχει υποχρεώσεις λίγες, μόλις 4,6 δισ. Άρα, δεν επείγεται να ολοκληρώσει καμία αξιολόγηση. Η Κυβέρνηση διαθέτει όλο το χρόνο για να τον σπαταλήσει σε νέα διαπραγματευτικά τερτίπια. Να μην ολοκληρώσει ποτέ την τρίτη αξιολόγηση και να προχωρήσει σε σχεδιασμούς που να την βολεύει. Σε αυτό το σενάριο θα προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί την σχεδόν βέβαιη αποχώρηση του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα και τη σημειολογία της, αφού όλες οι πλευρές έχουν πλέον κατανοήσει ότι το ΔΝΤ δεν θα συνεχίσει στο ελληνικό πρόγραμμα, ωστόσο η Γερμανία δεν θα δεχθεί αλλαγές στα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% με βάση το χρονοδιάγραμμα έως το 2022 αλλά θα συμφωνήσει να δοθούν ορισμένα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους για το 2018. To ΔΝΤ για λόγους αρχής θα αναμένει την λήξη του Μνημονίου τον Αύγουστο του 2018 ώστε να αποχωρήσει οριστικά από το ελληνικό πρόγραμμα με τον ESM να αναλαμβάνει το ρόλο του», παρατηρεί επίσης το ΔΙΚΤΥΟ.
Στο δελτίο σημειώνεται επίσης ότι στην Ελλάδα το σήριαλ της ανασύστασης εκ των έσω της κεντροαριστεράς συνεχίζεται, ενώ τονίζεται ότι «οι τελευταίες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία και οι πρόσφατες βουλευτικές εκλογές επιβεβαίωσαν μια φαινομενικά ασταμάτητη πτωτική τάση στην εκλογική απήχηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων».
Το ΔΙΚΤΥΟ κάνει εξάλλου λόγο για έναν «αέναο διχασμό» στην Ελλάδα «για ψύλλου πήδημα» και «για λόγους ήσσονος σημασίας». «Για θέματα που τα έχει λύσει μόνη της η ζωή και η εξέλιξη της κοινωνίας, έχουμε συνεχώς λυμένο το ζωνάρι, έτοιμοι για καβγά» σημειώνει το ΔΙΚΤΥΟ και συμπληρώνει: «Από τη σημαία στα δημοτικά και την επιλογή των σημαιοφόρων μέχρι τα εγκλήματα του κομμουνισμού …και την απουσία του Γ. Αντετοκούμπο από την Εθνική Ελλάδος, ψάχνουμε συνεχώς αφορμές για να διχαστούμε, χωρισμένοι σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, όχι μόνο για όσα συμβαίνουν στην εποχή μας, αλλά και σχετικά με το παρελθόν».
«Η αντιπαλότητα μεταξύ αριστερών και καθεστωτικών, μεταξύ ντόπιων παλικαριών και ξενόδουλων υποταγμένων, είναι μια σταθερά της ελληνικής πολιτικής σκηνής, με Δεξιά και Αριστερά να ανταλλάσσουν ρόλους και υβρεολόγιο με αξιοθαύμαστη ευκολία. Από τον εμφύλιο σπαραγμό την εποχή της Επανάστασης, που παραλίγο να κοστίσει την ελευθερία μας, έως τη σημερινή αντιπαλότητα μεταξύ «μνημονιακών» και «πατριωτών», που υπονομεύει τις προσπάθειες ανόρθωσης της χώρας, ζούμε παγιδευμένοι σε ρόλους που ελάχιστη σημασία έχουν για τους Έλληνες σήμερα. Με την ευθύνη να απλώνεται αμφότερα στους πόλους και τους παράγοντες του πολιτικού συστήματος, αφού, ακόμα κι αν η κυβέρνηση ξεκινάει το χορό, προσπαθώντας να αντλήσει ιδεολογικές «ανάσες» κομματικής συσπείρωσης στο πλαίσιο της απόλυτης προεκλογικής ασυνέπειας, σχεδόν πάντοτε βρίσκει πρόθυμους αντιπολιτευόμενους «παρτενέρ», κρατώντας τα βλέμματα μακριά από την ουσία…», καταλήγει το ΔΙΚΤΥΟ.