«Τιμωρητικό, ασταθές και ριψοκίνδυνο» χαρακτηρίζουν το νέο πρόγραμμα που συμφωνήθηκε για την Ελλάδα τέσσερις διεθνείς οικονομολόγοι, τις απόψεις των οποίων προβάλλει σήμερα η γαλλική εφημερίδα Le Monde.
Επιπλέον, οι οικονομολόγοι «αμφισβητούν τις δυνατότητές να δώσει η συμφωνία αυτή, μια νέα πραγματική ώθηση στην ανάπτυξη. «Ορισμένα στοιχεία είναι ενθαρρυντικά, είμαι όμως πολύ απαισιόδοξος σχετικά με τον πραγματικό αντίκτυπο που θα έχει στην ελληνική οικονομία», αναλύει ο Γκάμπριελ Στερν, οικονομολόγος στην Oxford Economics και πρώην στέλεχος του ΔΝΤ.
«Ο φόβος μου είναι ότι το νέο πρόγραμμα μεγαλώνει την αγωνία της ελληνικής οικονομίας αντί να την αφουγκρασθεί και να την μειώσει», προσθέτει ο οικονομολόγος, κάνοντας αναφορά στα λάθη του ΔΝΤ το 2013, τα οποία και αναγνώρισε.
Ως «δρακόντεια» χαρακτηρίζονται τα μέτρα που αναγκάσθηκε να υιοθετήσει η Αθήνα, μεταξύ των οποίων η μεταρρύθμιση των συντάξεων, η αύξηση του ΦΠΑ, οι ιδιωτικοποιήσεις. Εν αναμονή μάλιστα της έγκρισης από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, η Ελλάδα θα πρέπει επίσης να δημιουργήσει έναν μηχανισμό για αυτόματες περικοπές στις δαπάνες, στην περίπτωση που οι δημοσιονομικοί στόχοι δεν εκπληρώνονται, επισημαίνει το δημοσίευμα.
Επιπλέον, η πρώην τρόικα θα έχει λόγο στις βασικές νομοθεσίες που θα υποβάλλει σε ψηφοφορία η χώρα, αναφέρει η Le Monde και υπογραμμίζει: «Πρόκειται για μια (εθνική) παρέμβαση, την οποία μερίδα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της ευρωπαϊκής αριστεράς χαρακτηρίζει ως “ανυπόφορη κηδεμονία”, θέση που συμμερίζονται και πολλοί εμπειρογνώμονες».
Παρά ταύτα, υπάρχουν και θετικά στοιχεία, όπως δύο συγκεκριμένα πλεονεκτήματα, σύμφωνα με τον Ντιέγκο Ισκάρο, οικονομολόγο στην IHS Global: Πρώτον, το ότι απομακρύνθηκε η επικείμενη απειλή του Grexit. Δεύτερον, περιέχει πολλές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ικανές να ενισχύσουν θετικά την ελληνική οικονομία, όπως το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων ή την καταπολέμηση της διαφθοράς.
Το πρόβλημα όμως είναι τα θετικά αποτελέσματα από αυτές οι μεταρρυθμίσεις, θα χρειασθούν χρόνια για να γίνουν αισθητά, σημειώνεται στο δημοσίευμα.
Αντίθετα, επισημαίνει η Le Monde, το πρόγραμμα έχει μέτρα που βραχυπρόθεσμα θα έχουν αρνητικές συνέπειες στη δραστηριότητα: Συνολικά, οι φορολογικές αυξήσεις και οι περικοπές των δημοσίων δαπανών θα σημάνουν μια δημοσιονομική συρρίκνωση άνω των 6 δισ. ευρώ το 2015 και το 2016, ήτοι 3,4% του ΑΕΠ.
«Ένας παραληρηματικός στόχος, με δεδομένο μάλιστα ότι η χώρα έχει πέσει σε ύφεση από τα τέλη του 2014», σχολιάζει ο Ερίκ Ντορ, οικονομολόγος στο IESEG, ενώ ο Ισκάρο προσθέτει πως «αυτό το πρόγραμμα αναπαράγει τα ίδια λάθη με τα προηγούμενα, με μια πολύ κακή δοσολογία στη λιτότητα, που δείχνει δυστυχώς ότι η τρόικα δεν έμαθε τίποτα».
Τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, που είναι πολύ πιο δύσκολη από αυτήν το 2010 ή 2012, επισημαίνει και ο Λουντοβίκ Σουμπράν, οικονομολόγος στην Euler Hermes. «Οι τράπεζες είναι κλειστές και στο χείλος της ασφυξίας, οι ΜμΕ δεν έχουν πρόσβαση σε καμία χρηματοδότηση, η έλλειψη εμπιστοσύνης των επενδυτών προς την Ελλάδα ουδέποτε άλλοτε ήταν τόσο υψηλή και το Grexit είναι εκ νέου στα πνεύματα όλων», αναφέρει.
«Μη ρεαλιστικοί» χαρακτηρίζονται όμως και οι στόχοι για τις ιδιωτικοποιήσεις, οι δε αμφιβολίες των οικονομολόγων επικεντρώνονται στη δημιουργία του ειδικού Ταμείου με τα 50 δισ. ευρώ από τα περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας.
Πηγή: ΑΜΠΕ