Από την έντυπη έκδοση
Του Κώστα Δεληγιάννη
[email protected]
Αφορμή για κριτική στις δημοπρασίες ηλεκτρικής ενέργειας (ΝΟΜΕ) έδωσε, τόσο στους εναλλακτικούς παρόχους όσο και στη ΔΕΗ, η διεξαγωγή της προχθεσινής πώλησης, με τις τιμές-ρεκόρ που καταγράφηκαν. Όπως είναι φυσικό, οι ενστάσεις τους είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, καθώς πηγές από την πλευρά των εναλλακτικών παρόχων σημειώνουν πως οι υψηλές τιμές, οι οποίες για πρώτη φορά κινήθηκαν στα 43 και 43,05 ευρώ ανά MWh λόγω της περιορισμένης δημοπρατούμενης ποσότητας (145 MWh/h), δεν αφήνουν περιθώριο για πιο ελκυστικά τιμολόγια από αυτά της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού και έτσι για την προσέλκυση επιπλέον πελατών. Τιμές που, όπως επισημαίνουν, θα αποκλιμακωθούν στις επόμενες δημοπρασίες μόνον αν αυξηθούν αισθητά οι ποσότητες που θα διατεθούν.
Από την άλλη μεριά, η ΔΕΗ υποστηρίζει πως ακόμη και με την προχθεσινή διαδικασία, οι ανταγωνιστές της στη λιανική εξασφάλισαν σημαντικές ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας με κόστος κατά 15% μικρότερο από την ίδια, προσθέτοντας πως αυτή η διαφορά είναι αρκετή για να ασκήσουν «επιθετική» τιμολογιακή πολιτική, αν τη μετακύλιαν στους καταναλωτές. «Πόσο φθηνότερα πρέπει επιτέλους να αγοράζουν οι άλλοι προμηθευτές για να ανοίξει περαιτέρω η αγορά;» αναρωτιέται σε χθεσινή ανακοίνωσή της η εταιρεία.
Μάλιστα, αφορμή για την ανακοίνωσή της ήταν δημοσιεύματα σύμφωνα με τα οποία από την προχθεσινή διαδικασία, με την αύξηση των τιμών, είχε κέρδη. Κάτι που η ίδια αντικρούει, τονίζοντας πως θα της προκαλέσει ζημίες της τάξης των 8 εκατ. ευρώ, καθώς αντί να πουλήσει αυτές τις ποσότητες με την οριακή τιμή συστήματος στη χονδρική αγορά, θα τις διαθέσει πολύ φθηνότερα.
Υπενθυμίζεται πως οι δημοπρασίες NOME θεσπίσθηκαν από την κυβέρνηση ως εναλλακτικό εργαλείο για το άνοιγμα της αγοράς, έναντι της ιδιωτικοποίησης της «μικρής ΔΕΗ» που καταργήθηκε. Στόχος τους είναι να δώσουν πρόσβαση στους εναλλακτικούς παρόχους σε ενέργεια που παράγεται από τις λιγνιτικές και υδροηλεκτρικές μονάδες της ΔΕΗ και επομένως έχει μικρότερο κόστος, ώστε να δημιουργήσουν φθηνότερα τιμολόγια από τη Δημόσια Επιχείρηση και έτσι να διεκδικήσουν πελάτες της.
Ωστόσο, από την πρώτη στιγμή που θεσπίσθηκαν αντιμετωπίσθηκαν με αντιδράσεις. Πρώτα από την ίδια τη ΔΕΗ, η οποία διατείνεται πως με αυτό τον τρόπο αναγκάζεται να πουλά ηλεκτρική ενέργεια σε τιμές μικρότερες του κόστους παραγωγής – μάλιστα, στα οικονομικά της αποτελέσματα για το πρώτο τρίμηνο του 2017, υπολόγισε σε 21,8 εκατ. ευρώ την επιβάρυνση από τις δημοπρασίες.
Ωστόσο, και ιδιώτες προμηθευτές έχουν εκφράσει ενστάσεις, υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να αυξηθούν οι δημοπρατούμενες ποσότητες.
Επίσης, ορισμένοι εναλλακτικοί πάροχοι έχουν ζητήσει να δημιουργηθούν ασφαλιστικές δικλίδες, ώστε αυτές οι ποσότητες να διατίθενται κατά κύριο λόγο στην εγχώρια αγορά, προς όφελος του ανταγωνισμού, περιορίζοντας τις δυνατότητες εξαγωγών. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε απόπειρα αλλαγών στις δημοπρασίες θα πρέπει να έχει τη σύμφωνη γνώμη και των θεσμών, οι οποίοι είναι κατηγορηματικά αντίθετοι στην επιβολή ποσοστώσεων στις εξαγωγές, καθώς θεωρούν πως οι ιδιώτες προμηθευτές θα πρέπει να έχουν την ίδια ευελιξία με τη ΔΕΗ, για την οποία δεν υπάρχει κανενός είδους ανάλογο «πλαφόν». Από την άλλη μεριά, η επόμενη δημοπρασία, τον Οκτώβριο, θα περιλαμβάνει σίγουρα μεγαλύτερες ποσότητες, καθώς στις προγραμματισμένες 246 MWh/h θα προστεθεί ένα επιπλέον ποσοστό λόγω του επικαιροποιημένου μνημονίου, ενώ θα υπάρξει προσαύξηση στην περίπτωση που το μερίδιο της ΔΕΗ δεν έχει μειωθεί στο ποσοστό-στόχο.