Την ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της χώρας, ώστε η ελληνική οικονομία να θωρακιστεί έναντι της διαφαινόμενης κάμψης της παγκόσμιας οικονομίας, και να επιτευχθούν ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης στο μέλλον, επισημαίνει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών.
Όπως επισημαίνει ο ΣΕΒ στο μηνιαίο δελτίο του, το 2018 έκλεισε με την ελληνική οικονομία να παρουσιάζει σημάδια σταθεροποίησης, αλλά το νέο έτος ξεκινά με εντεινόμενους κινδύνους σε παγκόσμιο επίπεδο.
Προκλήσεις όπως οι τάσεις προστατευτισμού κυρίως μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, η πολιτική αβεβαιότητα στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με τις μεταναστευτικές ροές που πυροδοτούν εθνικιστικές τοποθετήσεις, οι γεωπολιτικές συγκρούσεις, η αυξητική τάση των επιτοκίων και η επιβράδυνση της διεθνούς επενδυτικής δραστηριότητας θα επηρεάσουν αναπόφευκτα και την Ελλάδα, προειδοποιεί ο ΣΕΒ. Υπό το παραπάνω πλαίσιο, η Ελλάδα, θα πρέπει να αναζητήσει κεφάλαια στις αγορές για να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες, καθώς για πρώτη φορά έπειτα από εννέα χρόνια θα στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις, χωρίς την οικονομική στήριξη που παρείχαν τα μνημόνια με τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ, σημειώνει ο Σύνδεσμος.
Όπως παρατηρεί, στη διάρκεια της προσαρμογής, η Ελλάδα προχώρησε σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, έχοντας πλέον ανακτήσει σημαντικό μέρος των απωλειών ανταγωνιστικότητας. Ένα από τα σημαντικότερα αποτελέσματα αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ μισθών και παραγωγικότητας, η οποία είναι αναγκαία προκειμένου να μετασχηματιστεί η χώρα σε μια εξωστρεφή οικονομία, προσανατολισμένη στις εξαγωγές και την προσέλκυση επενδύσεων, τονίζει, προειδοποιώντας πως «η επιστροφή στις πολιτικές της εποχής πριν την κρίση, κυρίως σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση και τη λειτουργία των αγορών, ιδίως της αγοράς εργασίας, μπορεί να αποβεί καταστροφική».
Ο Σύνδεσμος επισημαίνει ότι οι χώρες στη νότια Ευρώπη, που επηρεάσθηκαν πιο πολύ από την κρίση, έχουν αρχίσει να σημειώνουν ήδη χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Επομένως, τονίζει, είναι εξαιρετικά σημαντικό να κρατηθεί υπό έλεγχο το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (της διαφοράς, δηλαδή, των ονομαστικών μισθών και της πραγματικής παραγωγικότητας της εργασίας). Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο ΣΕΒ την τελευταία τετραετία, με την εξαίρεση την Ισπανία, η παραγωγικότητα στις άλλες χώρες είτε είναι στάσιμη (Ιταλία), είτε μειώνεται (Ελλάδα, Πορτογαλία). Σε όλες τις χώρες, η μεταβολή των αμοιβών είτε είναι μηδενική (Ιταλία), είτε είναι οριακά θετική (Ισπανία, Πορτογαλία), είτε οριακά αρνητική (Ελλάδα).
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα ο Σύνδεσμος επισημαίνει ότι η παραγωγικότητα εξακολουθεί να καταγράφει ελαφρά πτώση (-1,1%), αν και επιβραδυνόμενη, ενώ παρατηρείται μία εξασθένιση της ανταγωνιστικότητας κατά -3,1%.
«Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας θα συνεχίσει μάλλον να εξασθενεί, καθώς δεν στηρίζεται από αύξηση της παραγωγικότητας λόγω της καχεξίας των επενδύσεων, υπονομεύοντας την συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομίας» εκτιμά ο ΣΕΒ, σημειώνοντας ότι οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ) για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα έτη είναι μετριοπαθείς και συγκλίνουν κοντά στο +2%.
«Ο ρυθμός αυτός δεν επαρκεί για να καλυφθούν οι απώλειες της ύφεσης, ενώ ενδέχεται να διαμορφωθεί σε ακόμα χαμηλότερο επίπεδο, δεδομένης της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας» επισημαίνει ο ΣΕΒ.
Τονίζει ακόμη πως το 2019 είναι έτος εκλογών, γεγονός το οποίο εκ των πραγμάτων θα θέσει την οικονομική δραστηριότητα για ένα διάστημα σε κατάσταση αναμονής ή και αβεβαιότητας. Συνεπώς, όπως αναφέρει, «θα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε το διάστημα αυτό να είναι σύντομο, αποφεύγοντας έναν νέο δημοσιονομικό εκτροχιασμό, ως αποτέλεσμα προεκλογικών παροχών».
«Προς αυτή την κατεύθυνση, εκείνο που προέχει είναι η διασφάλιση των συνθηκών που θα επιτρέψουν την πραγματοποίηση επενδύσεων και την αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων σε μόνιμη βάση» καταλήγει.