Skip to main content

Η οικονομική πτυχή του Μουντιάλ

Από την έντυπη έκδοση

Του Γεράσιμου Χιόνη
 [email protected]

Λίγες ώρες μάς χωρίζουν πλέον από τη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική γιορτή του πλανήτη, με το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας να συγκεντρώνει τα βλέμματα των απανταχού ποδοσφαιρόφιλων.

Όπως κάθε εμπορικό προϊόν, έτσι και το άθλημα του ποδοσφαίρου καλείται πλέον να ακολουθήσει τις επιταγές της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, αναζητώντας διαρκώς νέες αγορές και επομένως νέες πηγές χρήματος.

Όπως μαρτυρούν τα στοιχεία της ετήσιας έρευνας της Nielsen για το παγκόσμιο ποδόσφαιρο, οι λάτρεις της μπάλας καθίστανται πλειονότητα σε μία σειρά χωρών, παρότι σ’ αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, δηλαδή αυτές των ΗΠΑ και της Κίνας.

Ανά περιοχή

Στην κορυφή βρίσκονται οι κάτοικοι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, με το 80% του πληθυσμού να δηλώνει πως «ενδιαφέρεται πολύ» -ή έστω «ενδιαφέρεται»- για το ποδόσφαιρο, ενώ έπονται η Ταϊλάνδη, η Χιλή, η Πορτογαλία και η Τουρκία.

Σε ΗΠΑ και Κίνα το αντίστοιχο ποσοστό περιορίζεται στο 32%. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι νέοι σε ηλικία άνθρωποι παρουσιάζουν σαφώς μεγαλύτερη πιθανότητα να γίνουν θαυμαστές της μπάλας σε σχέση με τους γονείς τους, επιτρέπει στους ιθύνοντες του παγκόσμιου ποδοσφαίρου να δηλώνουν αισιόδοξοι για την περαιτέρω -οικονομική και γεωγραφική- εξάπλωση του αθλήματος.

Ενδεικτικό είναι, μάλιστα, το γεγονός ότι η FIFA προσδοκά έσοδα ύψους 3 δισ. δολαρίων από τα τηλεοπτικά δικαιώματα του φετινού Μουντιάλ, ποσό αυξημένο κατά 600 εκατ. δολάρια έναντι της διοργάνωσης του 2014.

Και πώς κεφαλαιοποιείται αυτό το δυσθεώρητο ποσό σε σχέση με τους νεαρούς φιλάθλους; Μα φυσικά στην εκτίμηση της Παγκόσμιας Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας ότι οι φίλαθλοι ηλικίας 11 έως 20 ετών σε ποσοστό 25% θα παρακολουθήσουν τη διοργάνωση μέσω κινητού τηλεφώνου ή τάμπλετ, αγνοώντας τα παραδοσιακά μέσα, δηλαδή την τηλεόραση και το ραδιόφωνο.

Τα τελευταία χρόνια έχει, παράλληλα, καλλιεργηθεί η εντύπωση ότι οι τάσεις στο σύγχρονο ποδόσφαιρο ακολουθούν κατά πόδας τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία. Πώς, όμως, αυτό αντικατοπτρίζεται στα στατιστικά στοιχεία των Παγκοσμίων Κυπέλλων διαχρονικά;

Σε ειδική έκθεση για το Μουντιάλ και την Οικονομία, η Goldman Sachs αποπειράται να καταδείξει πώς το σύγχρονο ποδόσφαιρο σχετίζεται άρρηκτα με τις τρέχουσες επενδυτικές και οικονομικές πρακτικές.

Προέχει η άμυνα

Οι εθνικές ποδοσφαιρικές ομάδες υιοθετούν, πλέον, ένα ολοένα και λιγότερο ριψοκίνδυνο στυλ παιχνιδιού -ιδίως στα παιχνίδια που κρίνουν τον τίτλο- προτάσσοντας την υπεράσπιση της άμυνας έναντι της επίθεσης. Ως αποτέλεσμα, ο συνολικός αριθμός των γκολ που επιτυγχάνεται στους τελικούς των Παγκοσμίων Κυπέλλων έχει περιοριστεί -από 4 έως 5 τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80- σε μόλις 1 ή 2 την τελευταία δεκαετία.

Η τακτική του «πάνω απ’ όλα η άμυνα» αντανακλάται και στην τάση των επενδυτών να αναζητούν ασφαλή «καταφύγια», όπως τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, η απόδοση των οποίων διαγράφει μία αντίστοιχη κάμψη τις τελευταίες δεκαετίες σε σχέση με τον αριθμό των γκολ στους τελικούς των διοργανώσεων του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Φέτος, πάντως, τα παγκόσμια επιτόκια και η αγορά ομολόγων έχουν τραβήξει την ανηφόρα και πλέον μένει να δούμε αν το ίδιο θα πράξουν και οι εθνικές ομάδες, σκοράροντας περισσότερο και προσφέροντας πλουσιότερο θέαμα.

Γερμανία: Η εξαίρεση

Ένα ακόμη εντυπωσιακό εύρημα συνίσταται και στη διασύνδεση του παράγοντα «περιβάλλον» με το ζευγάρι του τελικού των Παγκοσμίων Κυπέλλων.

Τα στοιχεία της Goldman Sachs υποδηλώνουν μια άμεση συσχέτιση μεταξύ των περιβαλλοντικών συνθηκών -και ειδικότερα των γεωγραφικών παραγόντων και της θερμοκρασίας- και των χωρών που διεκδικούν τον τίτλο. Ωστόσο, αυτή η αντιστοιχία δεν βρίσκει πάντοτε εφαρμογή, με τη Γερμανία να αποτελεί την «απόλυτη εξαίρεση», έχοντας φθάσει οκτώ φορές σε τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου, παρότι η μέση θερμοκρασία της χώρας υπολείπεται κατά 9 βαθμούς Κελσίου της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας.