Skip to main content

Πού θα κριθεί η μάχη της επιστροφής στη δημοσιονομική κανονικότητα

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου 
[email protected]

Μια από τις πιο σημαντικές μάχες που θα κληθεί να δώσει η ελληνική κυβέρνηση για τη διασφάλιση των καλύτερων δυνατών συνθηκών επιστροφής στη μετά Covid κανονικότητα είναι και αυτή των δημοσιονομικών στόχων που θα τεθούν για την «επόμενη μέρα».

Με δεδομένη την απόφαση ότι η ρήτρα διαφυγής θα εφαρμοστεί και για το 2021 αλλά και για το 2022, το θέμα θα επανέλθει στο προσκήνιο και κατά την επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup, η οποία είναι προγραμματισμένη για την Παρασκευή 21 Μαΐου. Η συζήτηση προφανώς δεν θα αφορά μόνο την Ελλάδα, καθώς η πανδημία προκάλεσε δημοσιονομικό εκτροχιασμό και αύξηση του δημοσίου χρέους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ωστόσο, στην Ελλάδα, με δεδομένη τη συμφωνία για τη μεταμνημονιακή εποπτεία και την παραγωγή συγκεκριμένων πρωτογενών πλεονασμάτων, το ενδιαφέρον είναι εξαιρετικά αυξημένο.

Οι προθέσεις και το «βασικό σενάριο»

Η ελληνική πλευρά έδωσε από τώρα σαφή δείγματα προθέσεων και για τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύει να συντάξει τον προϋπολογισμό του 2022, αλλά και για το πώς σκοπεύει να κινηθεί μεσοπρόθεσμα, δηλαδή μέχρι το 2024. Το βασικό σενάριο που ενσωματώθηκε στο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής για την περίοδο 2021-2024 αποτυπώνει τις προθέσεις της ελληνικής πλευράς: μια τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή μέσα στο 2022, με την οποία ουσιαστικά θα εξαλειφθεί το πρωτογενές έλλειμμα των 7 ποσοστιαίων μονάδων που αναμένεται να εμφανιστεί φέτος, αλλά επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα -και μάλιστα πολύ κοντά στα όρια που ορίζει η μεταμνημονιακή συμφωνία με τους θεσμούς- από το 2023 και μετά. Για το 2023 ο πήχης τοποθετείται στο 2% και για το 2024 στο 2,9%.

Η οριστικοποίηση των δημοσιονομικών στόχων θεωρείται εξαιρετικά κρίσιμο γεγονός για το οικονομικό επιτελείο, καθώς θα ανοίξει τον δρόμο για τον προγραμματισμό των επόμενων κινήσεων στο «μέτωπο» της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών που θέλει να κάνει η ελληνική πλευρά για να τονώσει ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη.

Οι στόχοι που έχουν μπει από ελληνικής πλευράς στο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής δεν είναι ούτε δεσμευτικοί, ούτε συμφωνημένοι, ούτε και περιέχουν τα μέτρα φορολογικών ελαφρύνσεων που θέλει να υλοποιήσει η κυβέρνηση τα επόμενα χρόνια. Ουσιαστικά, το σχέδιο που δόθηκε στην Κομισιόν τη Μεγάλη Παρασκευή αποτυπώνει το «βασικό σενάριο» για την πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών όπως αυτά εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν λόγω των επιπτώσεων από την ανοδική αντίδραση του ΑΕΠ, αλλά και τη σταδιακή εισροή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Για το 2022, η ελληνική πλευρά θέλει να επιτύχει ταυτόχρονα δύο στόχους. Από τη μια να εκμεταλλευτεί τη «ρήτρα διαφυγής» για να προωθήσει νέες φορολογικές ελαφρύνσεις (ήδη έχει ανακοινωθεί για του χρόνου η πρόταση να παραμείνει παγωμένη η εισφορά αλληλεγγύης, να μην αυξηθούν οι μειωμένοι κατά τρεις μονάδες συντελεστές υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών, αλλά και να μειωθούν κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες οι συντελεστές υπολογισμού του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων), αλλά ταυτόχρονα να «εξαλείψει» πρωτογενή ελλείμματα άνω των 12 δισ. ευρώ που αναμένεται να εμφανιστούν κατά την εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού.

Χωρίς τη ρήτρα διαφυγής, ουσιαστικά η Ελλάδα θα ήταν υποχρεωμένη να μετατρέψει το έλλειμμα του 7% μέσα στο 2021 σε πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5%, κάνοντας δηλαδή μια απίστευτη δημοσιονομική προσαρμογή της τάξεως των 18 δισ. ευρώ μέσα σε έναν χρόνο, «επίτευγμα» που δεν κατέστη εφικτό ούτε μέσα στα μνημόνια. Έτσι, επιλέγεται ο «ενδιάμεσος δρόμος». Δηλαδή, ναι μεν να γίνει δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά χωρίς ακραία άλματα τα οποία θα μπορούν να γίνουν μόνο με αυστηρά περιοριστικά μέτρα, που με τη σειρά τους θα «χτυπούσαν» την προσπάθεια επιστροφής στην ανάπτυξη.

Δύσκολη αλλά εφικτή η προσαρμογή των 11 δισ.

Από μόνη της η δημοσιονομική προσαρμογή των περίπου 11 δισ. ευρώ, που θα επιχειρηθεί από το νέο έτος, δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση, ειδικά από τη στιγμή που στον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς έχουν ήδη προστεθεί και μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης (εισφορά αλληλεγγύης, φόρος νομικών προσώπων, ασφαλιστικές εισφορές). Θεωρείται όμως «εφικτή» για τρεις λόγους:

1. Το 2022 εκτιμάται ότι θα έχουμε αφήσει οριστικά πίσω μας τα lockdowns. Αυτό σημαίνει και περισσότερα έσοδα, ειδικά από τους έμμεσους φόρους, οι οποίοι και φέτος έχουν πληγεί, λόγω της μείωσης της κατανάλωσης αλλά και του περιορισμού των μετακινήσεων.

2. Ο προϋπολογισμός του 2022 δεν θα κουβαλάει μέτρα στήριξης 15 δισ. ευρώ. Από μόνο της η αφαίρεση των μέτρων στήριξης προκαλεί και το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιονομικής προσαρμογής.

3. Γα την επόμενη χρονιά προβλέπεται ο ισχυρότερος ρυθμός ανάπτυξης της επόμενης τετραετίας, με το ποσοστό να διαμορφώνεται στο 6,2%. Αυτό θα ανεβάσει και τα φορολογικά έσοδα, καθώς για κάθε 10 ευρώ που ανεβαίνει το ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξάνονται κατά 4 ευρώ τα φορολογικά έσοδα.

Από την ανάπτυξη προγραμματίζεται να παραχθούν τα υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα (της τάξεως του 2% για το 2023 και 2,9% για το 2024) και για τη διετία 2023-2024. Ωστόσο, το οικονομικό επιτελείο θα ήθελε να κλειδώσει τους δημοσιονομικούς στόχους σε αυτό το επίπεδο (ή και λίγο χαμηλότερο) προκειμένου να υπάρξει το περιθώριο ενσωμάτωσης και άλλων μέτρων φορολογικής ελάφρυνσης κατά τη συγκεκριμένη διετία.

Το ζητούμενο είναι να βρεθεί χώρος ώστε και να μειωθεί ο συντελεστής ΦΠΑ, αλλά και να περιοριστεί ο συντελεστής φορολόγησης των επιχειρήσεων στο 20%, όπως προβλέπει και το προεκλογικό πρόγραμμα της κυβέρνησης.