Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Σε μια περίοδο που η μεγαλύτερη προτεραιότητα για τις κυβερνήσεις και τους Ευρωπαίους πολίτες είναι η βιώσιμη ανάκαμψη της οικονομίας, ώστε η Ε.Ε. να βγει από μια περίοδο αβεβαιότητας που την ταλαιπωρεί εδώ και 7 χρόνια, η ταυτόχρονη συζήτηση για το Grexit και το Brexit δημιουργεί βαρύ κλίμα και επηρεάζει αρνητικά.
Ενας από τους πιο σημαντικούς αξιωματούχους της Ευρωβουλής, προερχόμενος από το κόμμα της Αγκελα Μέρκελ, έλεγε πριν από λίγες μέρες στους δημοσιογράφους ότι το Brexit, δηλαδή ενδεχόμενη έξοδος των Βρετανών από την Ε.Ε., είναι σήμερα το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό πρόβλημα και πως η συζήτηση για το Grexit θα πρέπει να κλείσει το συντομότερο. Με άλλα λόγια υποστήριζε ότι η Ευρώπη δεν έχει σήμερα την πολυτέλεια να βρίσκεται αντιμέτωπη ταυτόχρονα και με τα δύο ζητήματα.
Η παραπάνω άποψη δεν είναι μεμονωμένη, είναι θέση πολλών Ευρωπαίων αξιωματούχων και ηγετών και για πολλούς έχει σχέση και με τη διαφοροποίηση που υπάρχει σύμφωνα με δημοσιεύματα στον Τύπο και στο εσωτερικό της γερμανικής κυβέρνησης μεταξύ της καγκελαρίου Μέρκελ και του υπουργού οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
H συνάντηση του Βερολίνου την 1η Ιουνίου με πρωτοβουλία του γαλλογερμανικού άξονα κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση, δηλαδή της επίλυσης του ελληνικού προβλήματος και μάλιστα όχι μόνο με τεχνοκρατικές διαπραγματεύσεις αλλά και με πολιτικές.
Η άποψη του κ. Σόιμπλε είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει λύση που θα διαφοροποιεί την Ελλάδα από τις άλλες χώρες που πέρασαν από μνημόνια, όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, αλλά και η Ισπανία, έστω κι αν η τελευταία δεν αποτέλεσε αντικείμενο διάσωσης, αλλά στήριξης από την Ευρωζώνη προκειμένου να αντιμετωπίσει την τραπεζική κρίση.
Άλλωστε κατά των «εκπτώσεων» στην Ελλάδα τάσσονται και πιέζουν προς αυτήν την κατεύθυνση η Λισαβόνα και η Μαδρίτη, γιατί οι κυβερνήσεις των δύο χωρών γνωρίζουν ότι αν το επιτρέψουν θα χάσουν τις βουλευτικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες για τους επόμενους μήνες.
Από την άλλη, πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, μεταξύ των οποίων ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, αλλά και ηγέτες όπως η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ και ο Γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Ολαντ, έχουν πειστεί πως η Ελλάδα δεν πρέπει να βγει από την Ευρωζώνη, γιατί η συμμετοχή στο ευρώ είναι δρόμος χωρίς επιστροφή, γι’ αυτό η έξοδος δεν προβλέπεται και από τη συνθήκη. Αν παρ’ όλα αυτά έφευγε από το ευρώ, η ζημιά θα ήταν πολύ μεγαλύτερη από το κέρδος της αποχώρησης ενός «αδύναμου κρίκου».
Εκτός από την αναταραχή που θα προκαλούσε στις αγορές, η έξοδος θα δημιουργούσε και «νομολογία», δηλαδή προηγούμενο, το οποίο στο μέλλον θα μπορούσε να επικαλεστεί οποιαδήποτε χώρα και να αποχωρήσει. Με άλλα λόγια θα δινόταν ένα πεδίο δράσης λαμπρό σε όλους τους ευρωσκεπτικιστές.
Την παρούσα χρονική στιγμή εάν φούντωνε η συζήτηση για το Grexit, δίνοντας την εντύπωση ότι αποτελεί μία από τις επιλογές, αυτό θα μπορούσε να το εκμεταλλευτεί ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον στις διαπραγματεύσεις που ετοιμάζεται να ξεκινήσει με την Ευρώπη για την αναδιαμόρφωση των σχέσεων της χώρας του με την Ε.Ε. Αλλο πράγμα είναι να διαπραγματεύονται ενωμένοι οι Ευρωπαίοι με το Λονδίνο και άλλο να έχουν ανοικτά ταυτόχρονα δύο μέτωπα, δηλαδή να συζητούν και το ενδεχόμενο ενός Grexit.
Στις Βρυξέλλες υποστηρίζουν ότι η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ δεν αποτελεί σενάριο εργασίας για καμία από τις κυβερνήσεις των μεγάλων χωρών της Ευρωζώνης, ούτε ο γαλλογερμανικός άξονας, ούτε η Ρώμη, αλλά ούτε και η Μαδρίτη το θέλουν.
Αλλωστε, είτε βγει το Ηνωμένο Βασίλειο από την Ε.Ε. είτε παραμείνει, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα επιδιωχθεί μέσω της Ευρωζώνης – το μέχρι πού θα φτάσει θα εξαρτηθεί από τη βούληση των χωρών της. Το βέβαιο είναι πως πολιτικά και οικονομικά οι χώρες που επιθυμούν περισσότερη Ευρώπη θα προχωρήσουν μπροστά κι αυτό θα επιτευχθεί μόνο εφόσον η Ευρωζώνη παραμείνει αδιαίρετη.
Συνεπώς, η συγκυρία (λόγω του Βrexit) μπορεί να θεωρηθεί ευνοϊκή για τη χώρα μας υπό την προϋπόθεση ότι θα την αξιοποιήσει η κυβέρνηση, κάνοντας όμως από την πλευρά της τις κινήσεις που της αναλογούν προκειμένου να βρεθεί κοινός τόπος στις παρούσες διαπραγματεύσεις, αλλά και σε εκείνες που θα αφορούν την περίοδο μετά τη λήξη της παράτασης του ισχύοντος προγράμματος στις 30 Ιουνίου.
Μόνο μέσω μιας έξυπνης διαπραγμάτευσης και όχι αντιπαραθέσεων και ρήξης η Ελλάδα θα μπορούσε να αποσπάσει θετικές αποφάσεις και να βγει πραγματικά κερδισμένη στο τέλος της ημέρας.
Σκωτσέζικο ντους…
Η πρωθυπουργός της Σκωτίας Νίκολα Στέρτζον προειδοποίησε σήμερα τον πρωθυπουργό της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον ότι θα προκαλέσει ένα νέο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία εάν δεν καταφέρει να διασφαλίσει την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, επειδή το Εδιμβούργο θεωρεί ότι το μέλλον του βρίσκεται στην Ευρώπη.
Σε ομιλία της, όπου παρουσίασε τις διαμετρικά αντίθετες θέσεις των κυβερνήσεων της Σκωτίας και της Βρετανίας αναφορικά με την Ε.Ε., η Στέρτζον είπε ότι μια έξοδος της Βρετανίας από την Ενωση θα γυρνούσε μπούμερανγκ στο Λονδίνο.
«Το μήνυμά μου προς τον Ντέιβιντ Κάμερον είναι το εξής: Μη δημιουργήσετε τις συνθήκες για άλλο ένα δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία» της Σκωτίας, είπε μιλώντας σε Ευρωπαίους διπλωμάτες και αξιωματούχους στις Βρυξέλλες. «Πρέπει να αποτελούμε τμήμα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αν η Σκωτία φύγει από την Ευρώπη μολονότι έχει ψηφίσει ως έθνος να παραμείνει σ’ αυτήν, αυτό θα προκαλούσε έντονες αντιδράσεις», συνέχισε.
Συμβίωση ανοχής
Οι σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με την υπόλοιπη Ευρώπη ποτέ δεν ήταν καλές, πρόκειται για μια συμβίωση ανοχής, γιατί μέχρι τώρα βόλευε και τις δύο πλευρές. Η κοινή γνώμη στη χώρα αυτή πάντα ήταν από επιφυλακτική μέχρι αρνητική για την Ευρώπη και μέχρι τώρα αποδεχόταν την παραμονή εντός της Ε.Ε. γιατί κανένας Βρετανός πρωθυπουργός δεν είχε θέσει ευθέως θέμα εξόδου.
Ο κ. Κάμερον, για τους δικούς του εσωκομματικούς λόγους, ανακοίνωσε πέρυσι ότι μέχρι το 2017 θα πραγματοποιήσει δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας του στην Ε.Ε., ενώ ο ίδιος θα καθορίσει τη δική του θέση με βάση τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός ζητάει πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν, όπως το δικαίωμα της χώρας του να συμμετέχει «α λα καρτ» ακόμη και σε θεμελιώδεις ελευθερίες της συνθήκης, όπως το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης και εγκατάστασης Ευρωπαίων υπηκόων στο εσωτερικό της Ενωσης και η αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Ειδικότερα, ένα από τα αιτήματά του είναι να μην εφαρμόζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κοινωνικά επιδόματα μεταξύ των Βρετανών εργαζομένων και των υπηκόων τρίτων χωρών που εργάζονται στην επικράτεια του Ηνωμένου Βασιλείου. Πιο συγκεκριμένα, ζητάει να μη δίνονται επιδόματα στους Ευρωπαίους για τα πρώτα τέσσερα χρόνια από την εγκατάστασή τους στη χώρα.
Είναι προφανές ότι η ικανοποίηση ενός τέτοιου αιτήματος είναι από δύσκολη έως αδύνατη, γιατί είτε θα πρέπει να τροποποιηθεί η συνθήκη, κάτι που ο κ. Κάμερον ζητάει, είτε να υπάρξει ρητή εξαίρεση της χώρας του, κάτι που νομικά είναι επίσης αμφιλεγόμενο και θα φτάσει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι αρνούνται τροποποίηση της συνθήκης.
Μάλιστα, η κα Μέρκελ που τα προηγούμενα χρόνια ζητούσε κάτι τέτοιο για να κάνει πιο αυστηρή τη δημοσιονομική πειθαρχία στην Ευρωζώνη, τώρα έχει εγκαταλείψει τη θέση αυτή γιατί γνωρίζει ότι αν ξεκινήσει συζήτηση για αναθεώρηση της συνθήκης οι Βρετανοί θα έρθουν να θέσουν τα δικά τους αιτήματα.