Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Τα τοπικά ομοιοεπαγγελματικά σωματεία των οποίων οι εργαζόμενοι δεν βρίσκονται σε έναν ενιαίο εργασιακό χώρο, όπως είναι για παράδειγμα οι εμποροϋπάλληλοι της Αθήνας, θίγει κυρίως η νέα ρύθμιση του υπουργείου Εργασίας που αλλάζει τον τρόπο λήψης των αποφάσεων για απεργίες.
Αυτό επισημαίνουν στη «Ν» νομικοί – εργατολόγοι με μακροχρόνια εμπειρία στον χώρο των συνδικάτων, επισημαίνοντας παράλληλα πως η επίμαχη τροπολογία που άναψε φωτιές αφορά όλα τα πρωτοβάθμια επιχειρησιακά σωματεία του ιδιωτικού τομέα, των ΝΠΔΔ με σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αλλά και των ΔΕΚΟ, των συγκοινωνιών, καθώς και τα ναυτεργατικά σωματεία.
Επισημαίνεται ότι η τροπολογία προβλέπει ότι στο εξής για να μπορεί ένα πρωτοβάθμιο σωματείο μιας επιχείρησης να πάρει απόφαση για απεργία, θα πρέπει να συμμετέχει στη γενική συνέλευση του σωματείου το 50% των εγγεγραμμένων μελών του, δηλαδή, η απόλυτη πλειοψηφία των μελών του σωματείου και όχι το 1/3 των εργαζομένων όπως ισχύει μέχρι σήμερα με βάση το άρθρο 8 του συνδικαλιστικού νόμου 1264/1982.
Για παράδειγμα, εάν σε έναν χώρο δουλειάς με 100 εργαζομένους είναι εγγεγραμμένοι στο σωματείο της επιχείρησης οι 60 από το σύνολο των 100 εργαζόμενων, οι οποίοι έχουν πληρώσει κανονικά τις συνδρομές τους στο σωματείο, τότε θα πρέπει τουλάχιστον οι 30 από τους 60 να είναι παρόντες στη γενική συνέλευση. Αν για μια πρόταση για απεργία ψηφίσουν από τους 30 οι 16 υπέρ της απεργίας και οι 14 κατά της απεργίας, στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, θα γίνει απεργία.
Η τροπολογία δεν επηρεάζει τον τρόπο λήψης απόφασης για απεργία στη ΓΣΕΕ, στην ΑΔΕΔΥ, στα Εργατικά Κέντρα όλης της χώρας (δευτεροβάθμιες οργανώσεις), καθώς και στις ομοσπονδίες (δευτεροβάθμιες οργανώσεις) όπως για παράδειγμα η ΟΤΟΕ ή η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις την απόφαση για απεργία λαμβάνουν τα διοικητικά συμβούλια των αντίστοιχων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Επίσης, δεν αφορά τα σωματεία πανελλαδικού χαρακτήρα, στα οποία η απόφαση για απεργία θα εξακολουθεί, σύμφωνα με έμπειρους εργατολόγους, να λαμβάνεται από τη διοίκηση των σωματείων.