Skip to main content

Η «επανάσταση» στην εργασία 133 έτη από την πρώτη εξέγερση

Από την έντυπη έκδοση

Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]

Οι Έλληνες δουλεύουμε περισσότερο και είμαστε από τους πιο «κακοπληρωμένους» Ευρωπαίους, σύμφωνα με στοιχεία που ήρθαν στο φως με αφορμή την εργατική Πρωτομαγιά, πριν από λίγες ημέρες, και τα οποία επικαιροποίησαν τις προκλήσεις για τους εργαζόμενους σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία.

Έχουν περάσει 133 χρόνια από την εξέγερση των εργατών του Σικάγου, τον Μάη του 1886 (εποχή της ολοκλήρωσης της 1ης βιομηχανικής επανάστασης με την είσοδο των μηχανών στην παραγωγή), οι οποίοι διεκδικούσαν 8ωρη εργασία και καλύτερες συνθήκες δουλειάς, μια κινητοποίηση που οδήγησε στη θέσπιση εργατικής απεργίας κάθε 1η Μάη, ημέρα που εορτάζεται παγκοσμίως. Εξάλλου, έκτοτε και για πολλές δεκαετίες, εξαιτίας και της ανάπτυξης της τεχνολογίας και των νέων αναγκών που δημιούργησε η μαζική παραγωγή προϊόντων, που ήρθε με τη 2η βιομηχανική επανάσταση, οι συνθήκες εργασίας βελτιώθηκαν. Η απασχόληση γνώρισε άλλες προκλήσεις με την 3η βιομηχανική επανάσταση, 2-3 δεκαετίες πριν από τα τέλη του 20ού αιώνα, με την αυτοματοποίηση της παραγωγής και την είσοδο στη βιομηχανία των υπολογιστών. Σήμερα, στην αρχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, με τον συνδυασμό επιστημών όπως η διαχείριση δεδομένων, η ευφυής αυτοεκμάθηση των μηχανών (machine learning), η τεχνητή νοημοσύνη, η ψηφιοποίηση, η παγκοσμιοποίηση και οι δημογραφικές αλλαγές, δημιουργούνται τα λεγόμενα mega trends, οι «μεγα-τάσεις» που αλλάζουν τη ζωή, τους πολιτισμούς και τις κοινωνίες καθιστώντας τη μεταβλητότητα ως τη νέα κανονικότητα.

Το νέο περιβάλλον
Η 8ωρη εργασία για την οποία αγωνίστηκαν τα εργατικά κινήματα στο παρελθόν δεν είναι πια ο κανόνας, ούτε το ζητούμενο. Ελαστικές σχέσεις εργασίας, ευέλικτες μορφές απασχόλησης και χαμηλά επίπεδα αμοιβών επικρατούν στο νέο περιβάλλον, το οποίο μάλιστα ειδικά στην Ελλάδα αποδείχθηκε «αφιλόξενο» για στελέχη υψηλής εξειδίκευσης που εγκατέλειψαν τη χώρα εν μέσω οικονομικής κρίσης με σκοπό να αναζητήσουν ευκαιρίες καριέρας στο εξωτερικό. Ως αποτέλεσμα, η χώρα, μεταξύ άλλων, πρέπει να διαχειριστεί τον σημαντικό κίνδυνο που αναδύεται από τον ψηφιακό μετασχηματισμό στο επιχειρηματικό περιβάλλον για τις θέσεις μεσαίου επιπέδου ειδίκευσης. 

Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το 14% των υφιστάμενων θέσεων εργασίας θα μπορούσε να εξαφανιστεί ως αποτέλεσμα αυτοματοποίησης τα επόμενα 15-20 χρόνια και ένα 32% ενδέχεται να αλλάξει ριζικά λόγω της αυτοματοποίησης ορισμένων καθηκόντων. Πολλοί άνθρωποι έχουν μείνει πίσω και ένα ψηφιακό χάσμα εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την πρόσβαση σε νέες τεχνολογίες με αποτέλεσμα ανισότητες: ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά. Αυτή η συνέπεια θα πρέπει να αξιολογηθεί σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού δεν επωφελήθηκε από τις καλύτερες θέσεις εργασίας που έχουν ήδη προκύψει σε ένα βαθμό από την είσοδο στην αγορά των νέων τεχνολογιών. 

Η καριέρα για πολλούς έχει «κολλήσει» σε επισφαλείς θέσεις εργασίας, με χαμηλή αμοιβή, ακόμη και περιορισμένη ή καθόλου πρόσβαση στην κοινωνική προστασία, τη διά βίου μάθηση κ.α., καθώς οι τεχνολογικές εξελίξεις συνοδεύονται από την εμφάνιση πολλών κακής ποιότητας και επισφαλών θέσεων εργασίας. Είναι ενδεικτικό ότι οι ενήλικες χαμηλής ειδίκευσης σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ είναι κατά 40 ποσοστιαίες μονάδες, κατά μέσο όρο, λιγότερο πιθανό από τους ενήλικες με υψηλά προσόντα να συμμετάσχουν στην κατάρτιση.

Η πρόκληση της ταχείας γήρανσης του πληθυσμού είναι μεγαλύτερο πρόβλημα για την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ιαπωνία, την Κορέα, την Πορτογαλία, την Ισπανία καθώς και την Κίνα, σύμφωνα με τη σχετική έκθεση (OECD Employment Outlook 2019), που υπογραμμίζει την ανάγκη αναθεώρησης της προσέγγισης σε ό,τι αφορά την απασχόληση και τις θέσεις εργασίας, καθώς και τη μείωση των κοινωνικών και οικονομικών εντάσεων. 

Κοινωνικός διάλογος
Ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι χωρίς γρήγορη δράση, πολλοί άνθρωποι, ιδιαίτερα αυτοί με χαμηλή εξειδίκευση, θα μείνουν πίσω στον ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο της εργασίας. Επίσης, γίνεται λόγος για την ανάγκη να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τον κοινωνικό διάλογο, για να ενισχυθούν οι προσπάθειες των κυβερνήσεων να κάνουν τις αγορές εργασίας πιο ευπροσάρμοστες, ασφαλείς και κοινωνικά δίκαιες. Ας σημειωθεί ακόμη ότι αν και οι χώρες του ΟΟΣΑ έχουν ανακτήσει τις θέσεις εργασίας που χάθηκαν στην κρίση και το ποσοστό απασχόλησης είναι δύο ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από ό,τι πριν από την κρίση, η προβλεπόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας υπονομεύει τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές για τις θέσεις απασχόλησης. Η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ είναι αποτέλεσμα της αύξησης του ποσοστού των γυναικών στην εργασία (αν και στις περισσότερες χώρες η κατάσταση στην αγορά εργασίας για τις γυναίκες παραμένει χειρότερη κατά μέσο όρο) και της μεγαλύτερης παραμονής στην αγορά εργασίας των εργαζόμενων μεγαλύτερης ηλικίας. Η έκθεση του ΟΟΣΑ καταγράφει και τη σταθερή αύξηση των μη τυπικών μορφών εργασίας τα τελευταία χρόνια, δηλαδή των εργασιακών σχέσεων που δεν αφορούν τις τυπικές συμβάσεις πλήρους απασχόλησης, αορίστου χρόνου με έναν εργοδότη – ήτοι τις περιπτώσεις εργαζομένων με προσωρινές θέσεις απασχόλησης, με συμβάσεις μερικής απασχόλησης και αυτοαπασχολούμενους. 

Υποαπασχόληση
Ειδικά η υποαπασχόληση (δηλαδή εργαζόμενοι με μερική απασχόληση που δηλώνουν ότι δεν μπορούν να βρουν μια θέση πλήρους απασχόλησης ή ότι θα ήθελαν να εργάζονται περισσότερες ώρες) αυξήθηκε σε μία σειρά χωρών τα τελευταία χρόνια. Κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ το 2017, περίπου το ένα τρίτο όλων των εργαζομένων με μερική απασχόληση ήταν υποαπασχολούμενοι αποτελώντας το 5,5% όλων των εργαζομένων. Στην Ιταλία, στην Ισπανία και την Αυστραλία, το 10% ή περισσότερο των εργαζομένων ήταν υποαπασχολούμενοι. Η ύφεση έπαιξε σημαντικό ρόλο αφού η υποαπασχόληση αυξήθηκε σε χώρες όπως η Ελλάδα που επλήγησαν περισσότερο (ανάμεσά τους και η Ιρλανδία, η Ιταλία και η Ισπανία) κατά 6,2 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο – πολύ πάνω από τη 1,1 ποσοστιαία μονάδα που ήταν η αύξηση κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ. Ο μετασχηματισμός της αγοράς εργασίας είναι δυναμικός αν παρατηρηθεί υπό το πρίσμα της ταχείας γήρανσης του πληθυσμού στις αναπτυγμένες και ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες και είναι ενδεικτικό ότι το 1980 κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ αντιστοιχούσαν 20 άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών σε 100 άτομα που ήταν σε ηλικία εργασίας (20-64), ενώ το 2015 ο αριθμός αυτός αυξήθηκε στα 28 άτομα και προβλέπεται σχεδόν να διπλασιασθεί μεταξύ του 2015 και του 2050. 

Μισθοί και ωράρια στην Ελλάδα
Η Ελλάδα, αν και έχει βελτιώσει τη θέση της, εξακολουθεί να πλήττεται από υψηλά επίπεδα ανεργίας συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με το εργαζόμενο δυναμικό της να δουλεύει περισσότερο και ταυτόχρονα να αμείβεται λιγότερο. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ στην Ελλάδα ο μέσος εργαζόμενος δουλεύει 1.956 ώρες τον χρόνο (έτος βάσης 2017), λίγο λιγότερο από τους πρωταθλητές Μεξικανούς (πάνω από 2.200 ώρες) και τρεις ακόμη εθνότητες, Κόστα Ρίκα, Κορέα και Ρωσία. Ο μέσος Γερμανός εργαζόμενος δουλεύει περίπου 1.356 ώρες, 390 ώρες κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, ενώ οι Έλληνες φαίνεται να δουλεύουν 210 ώρες πάνω από αυτό το επίπεδο! 

Όσο για τους μισθούς, με 26.064 δολ. ετησίως οι Έλληνες φαίνεται να αμείβονται μακράν λιγότερο από Γερμανούς, Γάλλους, Βρετανούς (περίπου 44 – 48 χιλ. δολ.) και πλησιέστερα στα επίπεδα μισθών Εσθονίας, Λιθουανίας, Λετονίας κ.ο.κ.  
Αν και στο πρόσφατο μήνυμά του ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι οι πληγές των μνημονίων στην αγορά εργασίας επουλώνονται με την αύξηση του κατώτατου και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, την επαναφορά των ΣΣΕ και την επιβολή ποινών σε εργοδότες που παραβιάζουν την εργατική νομοθεσία, δύσκολα θα καλυφθεί το έδαφος σε αποδοχές και παροχές που περικόπηκαν τα τελευταία χρόνια.  

Την κρίση της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO), όπου διαπιστώνεται ότι οι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα μειώθηκαν σημαντικά συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρώπης. 
Η έκθεση Global Wage Report για το 2017 αναφέρει μείωση μισθών 3,5% συγκριτικά με το προηγούμενο έτος – η μεγαλύτερη μείωση στην Ευρώπη. Ειδικότερα, την περίοδο 2008-2017 ο ετήσιος ρυθμός μείωσης των μισθών στην Ελλάδα ήταν κατά μέσο όρο 3,1%, ενώ για το διάστημα από το 2000 έως το 2017 η μέση ετήσια μείωση των πραγματικών μισθών, συμπεριλαμβανομένης της επίδρασης του πληθωρισμού, ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 3,5%.