Skip to main content

Πώς η Ευρώπη έγινε ο αδύναμος κρίκος της παγκόσμιας οικονομίας

Της Νατάσας Στασινού
[email protected] 

Η Ευρώπη έχει αφήσει πίσω της την κρίση χρέους και τις τραπεζικές αναταράξεις. Αλλά στην επικείμενη Σύνοδο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας όλα τα βλέμματα θα είναι στραμμένα επάνω της και οι περισσότερες συζητήσεις περί ανησυχιών και προκλήσεων θα αφορούν τις πιέσεις που δέχεται σήμερα η οικονομία της και το πώς διαγράφεται το μέλλον της. Λίγο πριν συγκεντρωθεί η ελτί του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού τομέα στην Ουάσιγκτον, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα συναντώνται στις Βρυξέλλες για να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις για το Brexit, ενώ η ΕΚΤ θα συνεδριάζει για να αποφασίσει πώς θα αντιμετωπίσει την απειλή της ύφεσης. 

Στις 10 Απριλίου οι 27 θα εξετάσουν την πρόταση της Μέι για παράταση του Brexit έως τις 30 Ιουνίου- η οποία θα μπορεί να διακοπεί εφόσον υπάρξει νωρίτερα συμφωνία στη βρετανική Βουλή για τον τρόπο αποχώρησης από την κοινότητα. Η Ε.Ε. φέρεται να πιέζει για μεγαλύτερη παράταση, η οποία θα μπορούσε από τη μία να δώσει περισσότερο χρόνο για μία λύση, που θα αποτρέπει τις αιφνίδιες αναταράξεις, αλλά από την άλλη θα σήμαινε και παράταση της αγωνίας και της αβεβαιότητας. Είναι ένα ρίσκο που πρέπει να σκεφτούν τόσο οι Βρυξέλλες όσο και το Λονδίνο. 

Από την άλλη οι υπέρμαχοι της μακράς παράτασης τονίζουν ότι με τον τρόπο αυτό θα εξαλειφθεί πλήρως ο κίνδυνος του no deal, αλλά και θα αποφευχθεί το να συμπέσει η έξοδος της Βρετανίας από την Ε.Ε. με τις πλέον κρίσιμες Ευρωεκλογές στην ιστορία της. Είναι σαφές πως οι εθνικιστικές δυνάμεις, που έχουν δει τη φωνή και την εκλογική τους δύναμη να ενισχύεται αισθητά τα τελευταία χρόνια, θα θεωρούσαν άκρως καλοδεχούμενο τον συμβολισμό της εξόδου μίας μεγάλης οικονομίας και τα μηνύματα περί «ανάκτησης του ελέγχου» και  «ανεξαρτησίας». 

Το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών θα είναι καθοριστικής σημασίας για την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει στο εξής η Ένωση και για το εάν τελικά θα προχωρήσει η βαθύτερη οικονομκή και πολιτική ενοποίηση ή θα υπάρξει πίεση προς την αντίθετη κατεύθυνση μίας χαλαρής κοινότητας, που θα μπορούσε αντί να μεγαλώνει να «μικραίνει» ως προς την επιρροή της στην διεθνή σκηνή. 

Οι κάλπες όμως θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό και το ποιος θα διαδεχθεί τον Ιταλό Μάριο Ντράγκι στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Σύμφωνα με πληροφορίες της Wall Street Journal Παρίσι και Βερολίνο είναι πολύ κοντά σε έναν συμβιβασμό, ο οποίος θα φέρει έναν Γερμανό, τον Γενς Βάιντμαν, για πρώτη φορά στο τιμόνι της κεντρικής τράπεζας. Η Γερμανία πετυχαίνει αυτή τη νίκη, γιατί η Γαλλία φέρεται να ενδιαφέρεται πια περισσότερο για την Κομισιόν- που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο εμπόριο και τη μετανάστευση- αλλά και για τη θέση του υπουργού Οικονομικών της Ευρωζώνης, όταν αυτή συσταθεί. 

Ωστόσο η οριστικοποίηση του συμβιβασμού αυτού προϋποθέτει το να μην υπάρξει μεγάλη ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων στους κόλπους της Ε.Ε. Είναι δε βέβαιο ότι εάν τελικά η συμφωνία κλείσει, θα υπάρξουν έντονες αντιδράσεις από τις χώρες του Νότου και όχι μόνο, που έβλεπαν όλα τα προηγούμενα χρόνια τον Βάιντμαν να αντιδρά σε κάθε κίνηση με την οποία ο Μάριο Ντράγκι προσπαθούσε να περιορίσει την «αιμορραγία» και να θωρακίσει το ευρώ.  

Ο νέος επικεφαλής της ΕΚΤ είναι ίσως η πιο σημαντική θέση στην Ευρωζώνη, καθώς η λήξη της θητείας Ντράγκι έρχεται σε μία περίοδο κατά την οποία η Γερμανία κατεβάζει απότομα ταχύτητα και η Ιταλία απειλείται άμεσα με ύφεση. Μπορεί Κίνα και ΗΠΑ να βρίσκονται κοντά σε συμφωνία για τη λήξη του μεταξύ τους εμπορικού πολέμου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο προστατευτισμός και η απειλή των δασμών σταματούν εδώ. Οι εμπορικές διαπραγματεύσεις Ε.Ε. – ΗΠΑ συνεχίζονται σε κάθε άλλο παρά καλό κλίμα και ο Αμερικανός πρόεδρος εξακολουθεί να προειδοποιεί για δασμούς στα αυτοκίνητα. 

Μία τέτοια εξέλιξη θα συνιστούσε βαρύ πλήγμα για τη γερμανική οικονομία, που υπολογίζεται ότι θα αναπτυχθεί με ρυθμούς μόλις 0,8% φέτος, αλλά και για την ιταλική, που θα παγιδευθεί πιθανότατα σε στασιμότητα. 

Ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, Πιέρ Μοσκοβισί. δεν έκρυψε την ανησυχία του για τα τελευταία μακροικονομικά στοιχεία στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ, τονίζοντας ότι «πρέπει να τα παρακολουθούμε πολύ στενά». Από την πλευρά του ο Ιταλός υπουργός Τζιοβάνι Τρία απέδωσε τη δεινή θέση της Ιταλίας στην αδύναμη ανάπτυξη της Γερμανίας και συνολικά της Ευρωζώνης. 

Έντονη ανησυχία για την γερμανική επιβράδυνση και την πορεία της ιταλικής οικονομίας εξέφρασε και ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρουνό Λεμέρ. Σημείωσε πάντως ότι η λύση συνολικά για τις οικονομίες του ευρώ είναι να προχωρήσει όσο πιο γρήγορα γίνεται η μεταρρύθμιση της νομισματικής ένωσης, η οποια όπως είπε, θα συμβάλλει και στη διαδικασία της σύγκλισης. 

naftemporiki.gr