Skip to main content

Γιατί η Ευρώπη χάνει τη μάχη κατά του βρώμικου χρήματος

Από την έντυπη έκδοση 

Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
 
Η πρόοδος στην καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος στην Ε.Ε. είναι πολύ μικρή γιατί τα κράτη-μέλη δεν δείχνουν την ίδια προθυμία στην ανταλλαγή πληροφοριών σε σχέση με εκείνη για την εσωτερική ασφάλεια και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

Την επισήμανση αυτή έκανε, σύμφωνα με την ιστοσελίδα κοινοτικής επικαιρότητας Politico, ο απερχόμενος επικεφαλής της Europol Ρομπ Γουέινραϊτ, στη διάρκεια απολογισμού της θητείας του στην έδρα της Ευρωπαϊκής Αστυνομίας στη Χάγη.
Ο Ευρωπαίος αξιωματούχος ανέφερε ότι όταν ανέλαβε το 2009 επικεφαλής της Europol αντιμετώπισε ένα μεγάλο πρόβλημα, τις λεγόμενες «μαύρες τρύπες», όπως αποκαλεί τα μαζικά κενά ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών σε θέματα που εκτείνονται από την τρομοκρατία έως το ξέπλυμα χρήματος. 

Σε σχέση με την τρομοκρατία διαπιστώνει ότι τα πράγματα άλλαξαν, μετά τις επιθέσεις των τζιχαντιστών στο Παρίσι, τις Βρυξέλλες, τη Νίκαια και το Βερολίνο, καθώς αυξήθηκε ο όγκος των πληροφοριών που διοχέτευαν οι αρμόδιες εθνικές αρχές στη βάση δεδομένων της Εuropol.

Ωστόσο, όπως είπε, δεν σημειώθηκε η ίδια πρόοδος στη μάχη κατά των οικονομικών εγκλημάτων. «Για μένα, η σημαντικότερη πηγή απογοήτευσης είναι το οικονομικό έγκλημα, το καθεστώς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες», τόνισε. Πρόσθεσε ότι υπάρχουν χιλιάδες κανονισμοί, οι τράπεζες δαπανούν 20 δισ. δολάρια τον χρόνο για το καθεστώς συμμόρφωσης, ενώ στην Ευρώπη κατάσχουμε μόλις το 1% των παράνομων περιουσιακών στοιχείων κάθε χρόνο.

Σύμφωνα με τον εν λόγω αξιωματούχο, η Ευρώπη χάνει τη μάχη κατά του βρώμικου χρήματος διότι χρησιμοποίησε εθνικές λύσεις για να αντιμετωπίσει ένα διεθνές πρόβλημα. Αυτό καθιστά το σύστημα μη ευέλικτο με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η ελεύθερη διασυνοριακή ανταλλαγή πληροφοριών, είπε, ενώ καταλήγοντας αποκάλυψε ότι με βάση στοιχεία της Europol, το χρήμα που εμπλέκεται σε ύποπτες οικονομικές δραστηριότητες κυμαίνεται μεταξύ 0,7% και 1,2% του ετήσιου ΑΕΠ της Ε.Ε.