Από την έντυπη έκδοση
Σε τέσσερις αιτιάσεις έχουν «σκοντάψει» οι διαπραγματεύσεις θεσμών και κυβέρνησης για το θέμα προστασίας της πρώτης κατοικίας, αιτιάσεις που επί της ουσίας έχουν αναιρέσει το πλαίσιο που νωρίτερα είχε εν πολλοίς συμφωνηθεί μεταξύ θεσμών και τραπεζών. Η ανατροπή ήταν το αποτέλεσμα ενός πλήθους ενστάσεων που φάνηκε να έχει η ΕΚΤ, παρά το γεγονός πως οι τράπεζες δεν έδειχναν να προβάλουν ριζικές αντιρρήσεις στα όσα είχαν συμφωνηθεί.
* Η πρώτη διαφωνία θεσμών – κυβέρνησης ανέκυψε γύρω από τη συμπερίληψη των επιχειρηματικών δανείων στην περίμετρο προστασίας της πρώτης κατοικίας. Επί της ουσίας, επειδή πρόκειται για δάνεια μικρά, επαγγελματικά, οι τράπεζες δεν πρόβαλαν αντίρρηση. Εντούτοις φαίνεται πως οι θεσμοί δέχθηκαν τις αιτιάσεις εκείνες που η ΤτΕ φαίνεται να επεσήμαινε για τις συνεταιριστικές τράπεζες, μολονότι τα ποσά δεν ήταν μεγάλα. Εννοείται πως στα δάνεια αυτά συγκαταλέγονται μόνον όσα έχουν ενέχυρο πρώτη κατοικία. Η καταμέτρηση των δανείων αυτών για όλες τις τράπεζες τα ανεβάζει σε 2 δισ. ευρώ. Ωστόσο, σύμφωνα με τη μελέτη επιπτώσεων που απέστειλε στους δανειστές η ΤτΕ, ακόμη και με την ένταξη αυτών οι επιπτώσεις σε κεφάλαια είναι μηδενικές. Παρ’ όλα αυτά το θέμα παραμένει, σύμφωνα με τις πληροφορίες, ανοικτό.
* Η δεύτερη εξίσου σημαντική ένσταση που βρίσκεται υπό συζήτηση αφορά τα όρια προστασίας, που τέθηκαν και αυτά εκ νέου σε διαπραγμάτευση. Τόσο το υπόλοιπο του δανείου των 130.000 ευρώ όσο και η αξία του ακινήτου ύψους 250.000 ευρώ αποτελούν τη βάση μιας νέας συζήτησης, όπως όλα δείχνουν.
* H τρίτη διαφωνία αφορά τα περιουσιακά στοιχεία, που επίσης έχουν μειωθεί αισθητά από την πρώτη διαπραγμάτευση. Οι θεσμοί ζητούν περαιτέρω μείωσή τους και αυτή ούτως ή άλλως θα υπάρξει αν επικρατήσει η άποψη της μείωσης του ύψους της κατοικίας και του δανείου, αφού τα περιουσιακά στοιχεία συναρτώνται με τα δύο προαναφερόμενα μεγέθη. Η κυβέρνηση φέρεται να αποδέχεται τη μείωση κάτω από το 50% σε σχέση με τους όρους της αρχικής πρότασης, τόσο του ύψους των καταθέσεων σε σχέση με το υπόλοιπο του δανείου (που θα κινείται στο 30% της οφειλής), όσο και για το ύψος της συνολικής αξίας της ακίνητης περιουσίας σε σχέση με το υπόλοιπο του δανείου (που θα αντιστοιχεί στο 100% της αξίας του δανείου).
* Τέταρτη, τέλος, ένσταση φαίνεται να προβάλουν οι δανειστές προκειμένου να ενταχθούν στο νέο πλαίσιο τα δάνεια που ήταν σε καθυστέρηση τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2018. Αυτό, λένε οι θεσμοί, είναι απαραίτητο καθώς το τελευταίο τρίμηνο τέθηκε θέμα αντικατάστασης του νόμου Κατσέλη, με γνωστό το θέμα χρηματοδότησης της δόσης από το κράτος κι έτσι ένας ικανός αριθμός δανειοληπτών σταμάτησε να πληρώνει τα δάνειά του προκειμένου να ενταχεί στη ρύθμιση. Έτσι δημιουργήθηκαν και νέα «κόκκινα» δάνεια, που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα δημιουργούντο.
Οι τράπεζες είναι παρατηρητές στην εξέλιξη αυτής της διαπραγμάτευσης, ενώ αναμένουν τη συνεδρίαση του EWG στις 25 Μαρτίου, η οποία και καθορίζει τον χρόνο κατά τον οποίο το νομοσχέδιο πρέπει να είναι έτοιμο και κατατεθειμένο στη Βουλή. Οι διαπραγματεύσεις έχουν φθάσει σε οριακό σημείο και αναμένεται μια νέα συνάντηση για την επίλυση των θεμάτων.
Δεν είναι πιθανόν ούτε οι θεσμοί ούτε η κυβέρνηση να επιτύχουν όλες τις επιδιώξεις και είναι εξαιρετικά πιθανόν να υπάρξουν αμοιβαίοι συμβιβασμοί.
Οι τράπεζες πιέζουν σε κάθε ευκαιρία το θέμα να τελειώνει, ενώ θεωρούν πως τα δάνεια αυτά σε βάθος χρόνου θα μπορέσουν να τιτλοποιηθούν και να βοηθηθούν τα ευάλωτα χαρτοφυλάκιά τους.