Skip to main content

Ο «πόλεμος» ΗΠΑ- Κίνας ίσως τελειώσει σύντομα. Πόσο όμως έχει στοιχίσει;

Της Νατάσας Στασινού
[email protected] 

O εμπορικός πόλεμος που κήρυξε ο Ντόναλντ Τραμπ και η αμερικανική κυβέρνηση στην Κίνα αναμένεται σύντομα να φτάσει στο τέλος του με μία συμφωνία ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη. Έχει ήδη όμως στοιχίσει αρκετά- όχι μόνο για τον «δράκο» της Ασίας, που άρχισε να κουτσαίνει επικίνδυνα και ετοιμάζεται τώρα για τονωτικές ενέσεις ή για τις μεγάλες εξαγωγικές δυνάμεις της Ευρώπης, που πληγώθηκαν από την επιδείνωση του παγκόσμιου κλίματος. Το κόστος είναι υψηλό και για την αμερικανική οικονομία και δη για ομάδες, που ο Τραμπ είχε υποσχεθεί να προστατεύσει.

Σε μελέτη, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα οικονομολόγοι της Federal Reserve Νέας Υόρκης και των πανεπιστημίων Πρίνστον και Κολούμπια υπολόγισαν ότι οι δασμοί που έχουν επιβληθεί από τα πλυντήρια και τα προϊόντα χάλυβα και αλουμινία έως τις πάσης φύσεως κινεζικές εισαγωγές αξίας 250 δισ. δολαρίων επιβάρυναν τους Αμερικανούς (καταναλωτές και εταιρείες) με έξτρα φορολογικά κόστη ύψους 3 δισ. δολαρίων μηνιαίως, ενώ ειδικά για τις επιχειρήσεις είχαν πρόσθετο βάρος 1,4 δισ. δολαρίων μηνιαίως από άλλες στρεβλώσεις, που πυροδότησε η πολιτική προστατευτισμού.

Στην ίδια μελέτη υπολογίζεται ότι οι δασμοί και τα αντίποινα έχουν ως αποτέλεσμα την εκτροπή εμπορικών συναλλαγών ύψους 165 δισ. δολαρίων, η οποία σημαίνει υψηλά κόστη αναδιοργάνωσης στην αλυσίδα εφοδιασμού των εταιρειών, που δεν μπορούν να υπολογιστούν με ακρίβεια. Ξεχωριστή μελέτη τεσσάρων οικονομολόγων, μεταξύ των οποίων και η πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Πινέλοπι Γκόλντμπεργκ, ανέβαζε το ετήσιο κόστος για την αμερικανική οικονομία μόνο από τις ανατιμήσεις στις εισαγωγές στα 68,8 δισ. δολάρια.

Όσο για τα κινεζικά αντίποινα στους αμερικανικούς δασμούς, σύμφωνα με υπολογισμούς του Διεθνούς Ινστιτούτου Χρηματοοικονομικών (IIF) για λογαριασμό του Bloomberg, μεταφράζονται σε ετήσιες απώλειες ύψους 40 δισ. δολαρίων για τις αμερικανικές εξαγωγές. Οι ειδικοί του IIF διεπίστωσαν συγκεκριμένα ότι το διάστημα Ιουλίου- Νοεμβρίου 2018 η αξία των χαμένων εξαγωγών ξεπέρασε τα 17 δισ. δολάρια. Το ετήσιο κόστος των 40 δισ. αντιστοιχεί σχεδόν στο 1/3 των αμερικανικών εξαγωγών- ρεκόρ ύψους 130 δισ. δολαρίων προς την Κίνα, που είχαν καταγραφεί το 2017. 

Αν και οι υποστηρικτές του Αμερικανού προέδρου επικροτούν την πολιτική της πίεσης, επισημαίνοντας ότι μόνο αυτή μπορεί να βάλει φρένο στην Κίνα, τα επίσημα στοιχεία δεν δείχνουν αυτή να έχει αποδώσει καρπούς. Αντιθέτως η εικόνα του εμπορικού ισοζυγίου της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη έχει επιδεινωθεί περαιτέρω. 

Ύστερα από δύο χρόνια εφαρμογής του δόγματος «Η Αμερική Πρώτα», επιβολής δασμών και απειλών προς μεγάλους εμπορικούς εταίρους, ο Ντόναλντ Τραμπ αντί να μειωθεί το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα έχει διογκωθεί. Το 2018 έσπασε το φράγμα των 620 δισ. δολαρίων και ήταν το υψηλότερο των τελευταίων δέκα ετών. Έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 100 δισ. δολάρια από τότε, που ανέλαβε τα ηνία της χώρας ο Τραμπ. Αυτό βέβαια εν μέρει οφείλεται στους ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης και τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα της ανεργίας, που ανοίξουν την όρεξη των Αμερικανών για αγορές εισαγόμενων προϊόντων. Αλλά η διεύρυνση δεν θα ήταν τόσο μεγάλη εάν δεν είχαν δεχθεί πιέσεις και οι εξαγωγές. Πέρυσι οι αμερικανικές εξαγωγές προς την Κίνα έκαναν βουτιά περίπου 30%. 

Οι μεγαλύτερες πληγές έχουν ανοίξει όπως φαίνεται για τους Αμερικανούς αγρότες- οι οποίοι σε πολύ μεγάλα ποσοστά στήριξαν τον Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2016, χάρη στην υπόσχεσή του να τους προστατεύσει από τον αθέμιτο ανταγωνισμό των ξένων παραγωγών αγροτικών προϊόντων. Και τούτο γιατί η Κίνα αύξησε τους δασμούς στις εισαγωγές αμερικανικής σόγιας κατά 25 ποσοστιαίες μονάδες ως απάντηση στους αμερικανικούς δασμούς. Το 2017  το 57% των αμερικανικών εξαγωγών σόγιας απορροφήθηκε από την Κίνα. Το 2018 το ποσοστό αυτό είχε πέσει στο 20%, καθώς οι Κινέζοι προτίμησαν να αγοράσουν περισσότερη σόγια από τη Βραζιλία.

Των πιέσεων δεν διέφυγαν ούτε οι αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες. Το 2017 το 20% των εξαγωγών τους κατευθυνόταν στην κινεζική αγορά, αλλά στα τέλη του 2018 το ποσοστό αυτό είχε πέσει στο 12%.

naftemporiki.gr