Skip to main content

Αλ. Κρητικός στη «Ν»: Ανταλλάξτε μεταρρυθμίσεις με χαμηλότερους φόρους

Από την έντυπη έκδοση

Στον Βασίλη Κωστούλα
[email protected]

Μια κυβέρνηση που θα εφάρμοζε τη μείωση του αφορολόγητου και θα έπειθε για τον ζήλο της να εφαρμόσει τις καταγεγραμμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα ήταν σε θέση να «επιβάλλει» στους θεσμικούς πιστωτές τη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα που συντηρούν σε δυσθεώρητα ύψη τους φόρους. Την άποψη αυτή διατυπώνει στη «Ν» ο διευθυντής ερευνών του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών – DIW Berlin, Αλέξανδρος Κρητικός. Ο ίδιος αναδεικνύει ως το μεγάλο «στοίχημα» για την ελληνική οικονομία τη μεταφορά δραστηριότητας από τη μαύρη οικονομία στον επίσημο τομέα, υπογραμμίζοντας την παντελή απουσία κινήτρων για τις νέες επιχειρήσεις να δραστηριοποιηθούν με νόμιμο τρόπο, στην Ελλάδα. Επιπλέον, τονίζει την ανεπάρκεια του συστήματος κοινωνικής προστασίας στη χώρα και μιλά για την ανάγκη το περίσσευμα των υπερπλεονασμάτων να διατίθεται στη στήριξη και επανένταξη των ανέργων.

Μισό έτος μετά τον τερματισμό του τρίτου προγράμματος προσαρμογής, οι αρχές παίζουν ένα επίφοβο παιχνίδι με τον χρόνο για τις τράπεζες, η οικονομία διψά για επενδύσεις και οι μισοί φορολογούμενοι χρωστούν σε ένα κράτος που χρωστά. Είστε σε θέση να εντοπίσετε ορισμένες ενέργειες οι οποίες θα ήταν ικανές να αντιστρέψουν την εικόνα;

Πράγματι. Σε αυτήν τη φάση, υπάρχουν δύο κατά κάποιον τρόπο θετικά μηνύματα. Ο τομέας του ελληνικού τουρισμού πήγε καλά και το 2018. Επίσης, υπήρξε μια μικρή αύξηση στις ελληνικές εξαγωγές. Πέρα από αυτό, δεν υπάρχει έδαφος να αισιοδοξεί κανείς για το 2019, δεδομένου του σημερινού πολιτικού περιβάλλοντος. Εκτός κι αν υπάρξει μια ουσιαστική ανατροπή μέσα στο έτος. Πριν από 5 χρόνια η συζήτηση για την Ελλάδα εστίασε προς στιγμή στο πώς η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να γίνει πιο καινοτόμος. Σήμερα, μια τέτοια δυναμική διαδικασία μετασχηματισμού έχει ξεθωριάσει μέσα στον χρόνο. Αντ’ αυτού, η συζήτηση σήμερα έχει εκ των πραγμάτων ως αντικείμενο τη συνεχιζόμενη μετανάστευση: των Ελλήνων που καινοτομούν σε ολόκληρο τον κόσμο, του τεχνικού και διοικητικού προσωπικού στην κεντρική Ευρώπη και ολόκληρων επιχειρήσεων στις γειτονικές χώρες. Για όσους παραμένουν στην Ελλάδα, η συζήτηση αφορά το πώς οι αυτοαπασχολούμενοι μπορούν να επιβιώσουν μέσα στο ισχύον φορολογικό καθεστώς, το πώς μπορούν να επιβιώσουν οι εργαζόμενοι μετά από τις τεράστιες μισθολογικές μειώσεις των τελευταίων 10 ετών της κρίσης και το πώς μπορούν να επιβιώσουν οι άνεργοι με τις πληρωμές κοινωνικής προστασίας να λήγουν μόλις μετά από ένα έτος. Μέσα σε αυτές τις παραδοχές βρίσκονται και τα «κλειδιά» για την αντιστροφή της εικόνας.

Η Ελλάδα απέχει ευκρινώς από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στον τομέα των επενδύσεων και εξακολουθεί να κατέχει την υψηλότερη ανεργία στην Ευρωζώνη. Υπ’ αυτήν την έννοια, έχει μεγάλη ανάγκη από την έναρξη νέας επιχειρηματικής δραστηριότητας. Σε ποιον βαθμό το ελληνικό περιβάλλον παρέχει κίνητρα στη νέα επιχειρηματική πρωτοβουλία;

Αυτό είναι αλήθεια. Η Ελλάδα χρειάζεται απεγνωσμένα μια σημαντική εισροή νέων, δυνητικά καινοτόμων, επιχειρήσεων. Ωστόσο, το ελληνικό φορολογικό καθεστώς είναι σήμερα το πιο επιβλαβές φορολογικό καθεστώς σε ολόκληρη την Ευρώπη, γεμάτο από οικονομικά αντικίνητρα για την είσοδο νέων επιχειρήσεων. Υψηλοί εταιρικοί φόροι, υψηλοί φόροι εισοδήματος, υψηλοί φόροι προστιθέμενης αξίας, υψηλές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και, πάνω σε όλα αυτά, υψηλές προκαταβολές φόρου – στο 100% του φόρου που καταβλήθηκε το προηγούμενο έτος. Για έναν επαγγελματία που θέλει να ξεκινήσει μια δραστηριότητα δεν μένουν καθόλου κέρδη. Υπό αυτές τις συνθήκες, κανείς δεν έχει κίνητρο να ξεκινήσει επίσημα ως ελεύθερος επιχειρηματίας. Γιατί λοιπόν να εισέλθει κανείς νομίμως στην ελληνική αγορά; Για μια οικονομία που αναζητεί απεγνωσμένα αναπτυξιακές προοπτικές και νέες καινοτόμους επιχειρήσεις είναι καταστροφή το γεγονός ότι οι εκκολαπτόμενοι επιχειρηματίες, ακριβώς εκείνοι που θα μπορούσαν να φέρουν την καινοτομία και τη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη στη χώρα, χάνουν οποιοδήποτε κίνητρο για την επίσημη έναρξη μιας επιχείρησης. Θα μεταναστεύσουν σε άλλες χώρες για να ξεκινήσουν τις επιχειρήσεις τους ή θα ενταχθούν στη μαύρη οικονομία. Και τα δύο αποτελέσματα διαμορφώνουν ένα τεράστιο μειονέκτημα για την ελληνική οικονομία και το ελληνικό κράτος. Ως εκ τούτου, για την τόνωση της ελληνικής οικονομίας απαιτούνται επειγόντως φορολογικές ελαφρύνσεις του φόρου εισοδήματος, του εταιρικού φόρου, του φόρου προστιθέμενης αξίας αλλά και του ΕΝΦΙΑ.

Το ερώτημα είναι κατά πόσο μπορούν να γίνουν μειώσεις φόρων χωρίς την συμφωνία των πιστωτών για μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα.

Αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο. Εξαρτάται από τον τρόπο που θα παρουσιαστούν αυτές οι φορολογικές μειώσεις. Από τη μία πλευρά, το ελάχιστο αφορολόγητο εισόδημα θα πρέπει να μειωθεί, όπως συμφωνήθηκε με τους θεσμούς. Σήμερα βρίσκεται σε ένα επίπεδο που διαμορφώνει μια ανθυγιεινή σχέση με το υπόλοιπο φορολογικό σύστημα. Από την άλλη πλευρά, κάθε ελληνική κυβέρνηση που επιδιώκει να μειώσει τους φόρους θα πρέπει επίσης να διευκρινίζει τι είδους μέτρα θα εφαρμόσει για να βελτιώσει την συλλογή των χαμηλότερων αυτών φόρων. Είναι επίσης σημαντικό να επαναφέρει κανείς τις μικρότερες επιχειρήσεις – με λιγότερους από 10 εργαζόμενους, εκείνες που σήμερα βρίσκονται στη μαύρη οικονομία, σε νόμιμο τρόπο λειτουργίας. Δεν πρέπει σε κάθε περίπτωση να ξεχνάμε ότι σήμερα ένα υψηλό ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού οφείλει φόρους στην κυβέρνηση πολύ απλά επειδή δεν μπορεί πλέον να αντέξει τους υψηλούς αυτούς φόρους. Από αυτή την άποψη, οι φόροι πρέπει να γίνουν «λογικοί» και πάλι. Οι χαμηλότεροι φόροι ενδέχεται να προκαλέσουν, για ορισμένο χρονικό διάστημα, και μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Ωστόσο, εκτιμώ ότι οι θεσμοί θα συμφωνούσαν με χαρά να μειώσουν τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα αν η ελληνική κυβέρνηση θα ήταν ταυτόχρονα έτοιμη να αρχίσει να εφαρμόζει εκείνες τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες αναβλήθηκαν και καταστρατηγήθηκαν τα τελευταία οκτώ χρόνια. Αναφέρομαι εδώ στα ιδιαιτέρως γνωστά διαρθρωτικά προβλήματα, όπως η υπερβολική ρύθμιση των αγορών προϊόντων, η τρομερή γραφειοκρατία που καθιστά τις καθημερινές επιχειρηματικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων εξαιρετικά δύσκολες και μια δικαιοσύνη που χάνει πάρα πολύ χρόνο για την εκτέλεση συμβάσεων. Αυτά τα θέματα καταγράφονται και επισημαίνονται κάθε χρόνο, για παράδειγμα, στην έκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας και θα πρέπει επιτέλους να αντιμετωπιστούν.

Μια χώρα που έχει πληγεί από πολυετή ύφεση και στασιμότητα οφείλει να διαθέτει ένα κοινωνικό δίχτυ προστασίας, με έμφαση στους πιο ευάλωτους, όπως οι άνεργοι. Πώς αξιολογείτε λοιπόν το ελληνικό σύστημα από αυτήν την οπτική;

Η Ελλάδα περιορίζει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης σε πληρωμές για ανέργους μέχρι ένα έτος. Ευρύτερα, οι άνεργοι υποστηρίζονται ελάχιστα. Αυτό είναι κάτω από οποιοδήποτε στάνταρντ της ΕΕ. Σε πολλά κράτη – μέλη της ΕΕ υπάρχει ένα καθολικό σύστημα κοινωνικής προστασίας για την κάλυψη των βασικών αναγκών των ατόμων που είναι άνεργα για περισσότερο από ένα έτος. Οι φορείς εργασίας διασφαλίζουν συγχρόνως ότι η κατάχρηση είναι περιορισμένη και ότι τα άτομα αυτά είναι διαθέσιμα στην αγορά εργασίας. Η ελληνική κυβέρνηση – η σημερινή όσο και οι προηγούμενες – έχασε πολλές ευκαιρίες να εισαγάγει ένα τέτοιο σύστημα στην ελληνική αγορά εργασίας. Είναι πλέον καιρός η Ελλάδα να ευθυγραμμιστεί με τα αντίστοιχα πρότυπα της ΕΕ. Κάθε φορά που η ελληνική κυβέρνηση στο τέλος του έτους διανέμει με αυθαίρετο τρόπο στον πληθυσμό τα πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από το 3,5%, αντί να τα διαθέτει σε ένα συστηματικό πλαίσιο κοινωνικής προστασίας, σηματοδοτεί ακόμη μια χαμένη ευκαιρία.