Skip to main content

Ανησυχία Ντέισελμπλουμ για επιβράδυνση των μεταρρυθμίσεων λόγω εκλογών

Αισιόδοξος για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας δηλώνει ο πρώην επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντέισελμπλουμ, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι «χρειάζεται πραγματικά σκληρή δουλειά» και εκφράζοντας την ανησυχία του για την επιβράδυνση των μεταρρυθμίσεων λόγω προεκλογικής περιόδου.

«Είμαι αισιόδοξος, γιατί πιστεύω ότι υπάρχουν πολλές δυνατότητες, αλλά χρειάζεται πραγματικά σκληρή δουλειά. Δεν θα γίνει κάτι από μόνο του. Και είμαι λίγο ανήσυχος καθώς αυτή η χρονιά είναι μια εκλογική χρονιά, και θα είναι μια χαμένη χρονιά και τίποτα θετικό δεν θα γίνει όσον αφορά τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό στον τρόπο διακυβέρνησης, στον διοικητικό τομέα και σε βελτιώσεις στο εκπαιδευτικό και το φορολογικό σύστημα. Οπότε εκφράζω την ανησυχία μου καθώς το 2019, από αυτήν την άποψη, θα είναι μια χαμένη χρονιά» αναφέρει σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. «Καλώς εχόντων των πραγμάτων, τα πράγματα θα παραμείνουν θετικά και σταθερά και η οικονομική ανάπτυξη θα συνεχιστεί» εκτιμά.

Ερωτηθείς για την αναβάθμιση από τον οίκο Moody’s και για το αν η εξέλιξη αυτή ανοίγει το δρόμο ώστε η Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές, ο κ. Ντέισελμπλουμ τονίζει ότι η έξοδος στις αγορές είναι μια σταδιακή διαδικασία που απαιτεί χρόνο. «Πιστεύω ότι μείζονος σημασίας αυτή τη στιγμή για την Ελλάδα είναι να κερδίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών ως προς το ότι υπάρχει ανοδική τάση και ότι η ελληνική οικονομία είναι σε ανοδική πορεία καθώς και ότι η κυβέρνηση θα παραμείνει σε ένα μονοπάτι προβλέψιμων και ορθών πολιτικών αποφάσεων. Αυτό είναι πραγματικά ένα πολύ θετικό σημάδι» σημειώνει.

Όπως επισημαίνει, η έκφραση ‘έξοδος στις αγορές’ δεν συνεπάγεται «ένα γεγονός μιας συγκεκριμένης στιγμής», καθώς «η Ελλάδα έχει ήδη βγει στις αγορές κάποιες φορές αλλά σταδιακά τοποθετεί ομόλογα σε ολόκληρη την καμπύλη».

Σε ό,τι αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα ο πρώην επικεφαλής του Eurorgoup εκτιμά πως αν μειωθούν «μετά θα προκύψει ένα μεγαλύτερο ζήτημα βιωσιμότητας του χρέους» και αναφερόμενος σε πρόσφατες δηλώσεις του Μάνφρεντ Βέμπερ σχολιάζει: «Αν ο κ. Βέμπερ, ο οποίος είναι ο αρχηγός του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, των Χριστιανών Δημοκρατών, έρθει στην Ελλάδα και πει ‘πιστεύω ότι ο στόχος των πρωτογενών πλεονασμάτων του 3,5% πρέπει να μειωθεί’ -όπου παρεμπιπτόντως ένας Γερμανός Χριστανοδημοκράτης, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, επέμεινε σε αυτό, το οποίο βασικά ήθελε για 10 χρόνια, οπότε καταλαβαίνουμε ότι αυτό δεν είναι πολύ αξιόπιστο  – αλλά σε περίπτωση που πεις αυτό ότι πρέπει να μειωθεί κάτω από το 3,5%, τότε θα πρέπει να παρέχεις μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους στην Ελλάδα».

«Οπότε το ερώτημα σε αυτόν τον Γερμανό πολιτικό που ήρθε για στηρίξει τους Χριστιανοδημοκράτες φίλους του στην Ελλάδα, είναι το εξής: Ωραία αυτά είναι καλά νέα, δηλαδή να μειωθεί το ποσοστό κάτω από το 3,5%, αλλά είσαι έτοιμος να δώσεις μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους; Εάν όχι, τότε η Ελλάδα έχει δημοσιονομικό πρόβλημα» προσθέτει.

Σε ερώτηση για το αν εκτιμά πως η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων θα ωφελούσε την ανάπτυξη της οικονομίας, ο κ. Ντέισελμπλουμ απαντά: «Εξαρτάται τι θα κάνεις με τα χρήματα. Εάν μειώσεις τα πρωτογενή πλεονάσματα, έχεις περισσότερα χρήματα να δαπανήσεις. Εκτός βέβαια εάν τα δαπανήσεις για να μειώσεις τα χρέη σου. Αυτή είναι η ιδέα; Αυτή είναι η υπόσχεση; Δεν γνωρίζω. Οπότε έχεις περισσότερα χρήματα να δαπανήσεις, αλλά εξαρτάται πού θα τα δαπανήσεις». Σημειώνει επίσης πως σε ό,τι αφορά την ελληνική ανάπτυξη, η απάντηση δεν είναι να δαπανηθεί περισσότερο δημόσιο χρήμα, αλλά να εισέλθει περισσότερο ιδιωτικό χρήμα στη χώρα.

Ο κ. Ντέισελμπλουμ εκφράζει την ανησυχία για και για το ζήτημα του κατώτατου μισθού. «Πραγματικά καταλαβαίνω ότι οι πολίτες περιμένουν μια αύξηση στον μισθό τους και ότι οι κατώτατοι μισθοί είναι χαμηλοί, αλλά ταυτόχρονα οι κατώτατοι μισθοί της Ελλάδας συνεχίζουν να είναι πολύ υψηλότεροι σε σχέση με αυτούς όλων των γειτονικών χωρών. Οπότε υπάρχει ένα καίριο ζήτημα όσον αφορά στον ανταγωνισμό της αγοράς εργασίας» παρατηρεί. Σημειώνει ακόμη ότι «τώρα που η Ελλάδα θα καταργήσει τον κατώτατο μισθό των νέων, αυτό θα επηρεάσει αρνητικά την ανεργία των νέων». «Στον ευρύτερο κόσμο, εάν κάποιος αυξήσει τον κατώτατο μισθό κατά 11% με τη μία, ο έξω κόσμος θα σκεφτεί ‘άντε πάλι τα ίδια’, καθώς πάλι οι μισθοί θα είναι εκτός ελέγχου, η ανταγωνιστικότητα δεν θα υφίσταται, ενώ οι διεθνείς εταιρείες θα πρέπει να λάβουν αποφάσεις εάν θα εγκαταστήσουν το εργοστάσιό τους στην Ελλάδα ή στην Βουλγαρία ή στη Σερβία. Αυτά τα σημάδια επί της ουσίας τις ωθούν να εγκαταστήσουν τα εργοστάσιά τους στη Βουλγαρία. Μπορεί αυτά να είναι καλά νέα για τη Βουλγαρία αλλά όχι για την Ελλάδα. Οπότε είμαι σκεπτικός όσον αφορά αυτές τις πτυχές» τονίζει.