Από την έντυπη έκδοση
Στον Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η Ελλάδα θα πρέπει να διαλύσει την εντύπωση ότι δεν τηρεί τις συμφωνίες της διαμηνύει με συνέντευξη στη «Ν», εν μέσω της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, ο επικεφαλής του Euro Working Group Τόμας Βίζερ.
Λίγες ώρες προτού μεταβεί στην Ελλάδα για να συμμετάσχει στο 2ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, τονίζει ότι ο χειρισμός του Αλέξη Τσίπρα στις παροχές προς συνταξιούχους και νησιώτες επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο ορισμένοι παράγοντες προσεγγίζουν πλέον τη διαπραγμάτευση.
Δεν αποκλείει, πάντως, το ενδεχόμενο αντισταθμιστικών μέτρων, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι έπειτα από ενδελεχή εξέταση των θεσμών θα αποδειχθεί όντως μια διαρθρωτική και άρα βιώσιμη υπεραπόδοση στους δημοσιονομικούς στόχους.
Αναφερόμενος στο περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης, αυτό καθ’ αυτό, μιλά χαρακτηριστικά για μεταρρυθμίσεις στην ενέργεια που «μένουν στα χαρτιά» και για εξελίξεις στις ιδιωτικοποιήσεις που «δεν είναι ενθαρρυντικές». Τονίζει μάλιστα με νόημα ότι οι στόχοι για την απασχόληση στον δημόσιο τομέα θα πρέπει να γίνονται «ειλικρινώς σεβαστοί».
Αναφορικά με τις μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις στο ελληνικό χρέος υπογραμμίζει ότι προηγείται η συμφωνία για τα μέτρα στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης. Ως προς τις χρονικές δυνατότητες επίτευξης συμφωνίας; «Το Eurogroup της 20ής Μαρτίου είναι ήδη πολύ κοντά».
Ποιο είναι το χρονοδιάγραμμα από εδώ και στο εξής; Σε ποια συνεδρίαση του Eurogroup είναι ρεαλιστικά εφικτή μια τελική συμφωνία;
Περιμένω τη συμφωνία μεταξύ των ελληνικών αρχών και των τεσσάρων θεσμών για τις πολιτικές. Από τεχνική άποψη αυτό θα μπορούσε να συμβεί αρκετά γρήγορα. Αλλά αυτό βρίσκεται στα χέρια εκείνων που διαπραγματεύονται.
Μόλις αυτό επιτευχθεί, θα χρειαστούμε κάποιον χρόνο για να προετοιμάσουμε την πολιτική συζήτηση και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, τη συμφωνία.
Το επόμενο Eurogroup, στις 20 Μαρτίου, είναι ήδη πολύ κοντά. Ένα πολύ καλό αποτέλεσμα θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, αν θα μπορούσαμε να δούμε ότι θα υπάρχει ήδη συμφωνία με τους θεσμούς για τις πολιτικές.
Σε ποια συγκεκριμένα θέματα θα πρέπει να γεφυρώσουν την απόσταση οι θεσμοί και η ελληνική κυβέρνηση;
Υπάρχουν μια σειρά από ζητήματα σημασίας.Σκέφτομαι βεβαίως το θέμα των δημοσιονομικών πολιτικών – και πέρα από το τέλος του προγράμματος. Αυτό περιλαμβάνει επίσης τη συμφωνία σε μεταρρυθμιστικά μέτρα που υποστηρίζουν μια δημοσιονομική πολιτική προσανατολισμένη στην ανάπτυξη.
Σημαίνει επίσης ότι θα πρέπει κανείς να συμφωνήσει στην ποιότητα των λεγόμενων επεκτατικών μέτρων: θα πρέπει να υποστηρίζουν την ανάπτυξη με έναν οικονομικά υγιή τρόπο. Και αυτό επίσης σημαίνει ότι οι στόχοι για την απασχόληση στον δημόσιο τομέα θα πρέπει να γίνονται ειλικρινώς σεβαστοί.
Τέλος, το να έρθουμε σε μια πραγματική λύση (όχι μόνο στα χαρτιά) στο θέμα των ενεργειακών πολιτικών είναι ουσιαστικό: ο ελληνικός πληθυσμός θα πρέπει να είναι σε θέση να δει -ύστερα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες- τα οφέλη των διαρθρωτικών μέτρων που αυξάνουν τον ανταγωνισμό.
Πολιτικές και πραγματικά διοικητικά μέτρα που βοηθούν, αντί να εμποδίζουν, τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και την απασχόληση· αυτό περιλαμβάνει επίσης θέματα στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων, όπου οι τελευταίες εξελίξεις δεν ήταν ενθαρρυντικές.
Πολιτικές στην αγορά εργασίας αποτελούν επίσης ένα σημαντικό μέρος των συζητήσεων, παρά το γεγονός ότι τα προγράμματα έχουν ήδη παράξει αρκετά σημαντικές αλλαγές στο παρελθόν.
Η μείωση του αφορολόγητου και η περικοπή της δαπάνης για τις συντάξεις είναι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ή δημοσιονομικά μέτρα;
Αυτά μπορεί να είναι θέματα των συζητήσεων τις επόμενες ημέρες. Αλλά η διεύρυνση της φορολογικής βάσης είναι -υπό όλες τις συνθήκες- θετική από μόνη της, όπως είναι και ένα βιώσιμο και δίκαιο συνταξιοδοτικό σύστημα.
Η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει αντισταθμιστικά μέτρα που θα καταστήσουν «δημοσιονομικά ουδέτερo» το τελικό αποτέλεσμα. Πόσο πιθανή θεωρείτε μια αντίστοιχη εξέλιξη και υπό ποιους όρους θα μπορούσαν να εφαρμοστούν τα όποια αντισταθμιστικά μέτρα;
Οι πρόσφατες εξελίξεις στον ελληνικό προϋπολογισμό δημιούργησαν ελπίδες για μια βιώσιμη βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης στην Αθήνα. Οι τεχνικοί εμπειρογνώμονες του υπουργείου Οικονομικών και οι θεσμοί θα πρέπει να συζητήσουν πόσο από αυτό είναι όντως διαρθρωτικό.
Αν αποδειχθεί ότι η Ελλάδα πράγματι υπεραποδίδει στους δημοσιονομικούς στόχους της, τότε πράγματι τα αντισταθμιστικά μέτρα θα μπορούσαν να ενεργοποιηθούν και να είναι σημαντικά.
Προσωπικά, θεωρώ ότι σε αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να αποτελούσαν τη βάση για μελλοντική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα. Αυτό θα μπορούσε πράγματι να κάνει τη διαφορά μεταξύ μιας υψηλής και μιας χαμηλής πορείας μελλοντικής ανάπτυξης.
Θεωρείτε ότι υπάρχει η δυνατότητα η μείωση του αφορολόγητου να συνοδευτεί από μια μείωση στους φορολογικούς συντελεστές;
Αυτό εξαρτάται από την -από κοινού- ανάλυση των δημοσιονομικών προβλέψεων. Εάν αυτό αποδειχθεί σύμφωνα με τις προσδοκίες, τότε επίσης υπάρχει πάντα το ερώτημα ποιους φόρους θα ήθελε να εξετάσει κανείς.
Εδώ και πάλι υπάρχουν μέτρα που θα πρόσφεραν ελάχιστα στην ανάπτυξη και μέτρα που θα ήταν καλά για την ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα.
Γενικότερα, τα μέτρα θα πρέπει να συμβάλουν στο να σταθεί η Ελλάδα ξανά στα πόδια της, για παράδειγμα, ενισχύοντας την αναπτυξιακή δυναμική και επιτρέποντας έτσι την επιστροφή της χώρας στις αγορές με ευνοϊκούς όρους.
Πότε θα προσδιοριστούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το ελληνικό χρέος; Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης ή αμέσως μετά το τέλος του προγράμματος το 2018;
Αυτό θα αποτελέσει μέρος της συζήτησης στο Eurogroup, από τη στιγμή που θα έχει υπάρξει συμφωνία στις πολιτικές. Όπως γνωρίζετε, υπήρξε μια αρκετά σαφής δήλωση για αυτό το θέμα τον Μάιο του περασμένου έτους, η οποία είναι ήδη αρκετά συγκεκριμένη.
Μια πολιτική δέσμευση των θεσμών, ότι στο τέλος του προγράμματος το 2018 οι μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις στο ελληνικό χρέος θα εξεταστούν και θα προσδιοριστούν, θα είναι αρκετή για την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ; Ή θα χρειαστεί κάτι περισσότερο;
Για αυτό θα πρέπει να ρωτήσετε την ΕΚΤ – όπου οι συνάδελφοι θα σας πουν ότι έγκειται στο Διοικητικό Συμβούλιο να αποφασίσει. Η βιωσιμότητα του χρέους, προφανώς, είναι ένας καθοριστικός παράγοντας.
Το ΔΝΤ δεν εκταμιεύει χρήματα στην Ελλάδα, επειδή δεν έχουν προσδιοριστεί ακόμη τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το ελληνικό χρέος. Ωστόσο, το ΔΝΤ συμμετέχει ενεργά στο ελληνικό πρόγραμμα, θέτοντας τους δικούς του όρους για τη δεύτερη αξιολόγηση. Δημιουργεί αυτό κάποιο πρόβλημα στη διαδικασία ή θα λέγατε ότι είναι μια βιώσιμη σχέση έως το τέλος του προγράμματος το 2018;
Είμαι βέβαιος ότι το ΔΝΤ εργάζεται ενεργά προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας που θα επιτρέψει στο προσωπικό και στη διοίκηση να προτείνουν ένα πρόγραμμα στην Εκτελεστική Επιτροπή του.
Οι σχετικά πρόσφατες παροχές του Αλέξη Τσίπρα σε συνταξιούχους και σε νησιά που υποδέχονται πρόσφυγες και μετανάστες, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τους θεσμούς, επηρέασαν κατά κάποιον τρόπο τις διαπραγματεύσεις για τη δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος;
Οι δαπάνες θα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν τα μακροπρόθεσμα οφέλη για τον ελληνικό πληθυσμό. Ο τρόπος με τον οποίο έγινε ο χειρισμός σε αυτό το θέμα, καθώς και τα μέτρα που επιλέχθηκαν, οδήγησαν σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση τον Δεκέμβριο.
Όλα αυτά μάλλον επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο μερικοί άνθρωποι εξετάζουν την ποιότητα των μέτρων τα οποία βρίσκονται υπό συζήτηση. Αυτό που θα ήθελα επίσης να τονίσω είναι ότι υπάρχει μια ευρεία αντίληψη, σωστή ή λάθος, ότι πολλά μέτρα που έχουν συμφωνηθεί και νομοθετηθεί τα τελευταία χρόνια δεν εφαρμόζονται.
Θα ήταν καλό αν θα μπορούσε κανείς γρήγορα να διαλύσει αυτή την εντύπωση, η οποία προφανώς δεν είναι καλή για την ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Αν η δεύτερη αξιολόγηση δεν ολοκληρωθεί έως το καλοκαίρι θα υπάρχει χρόνος για την έγκαιρη ολοκλήρωση του προγράμματος και την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές; Ή θα χρειαστεί ένα νέο πρόγραμμα;
Είμαι βέβαιος ότι η δεύτερη αξιολόγηση μπορεί να ολοκληρωθεί αρκετά πριν από το καλοκαίρι.