Skip to main content

Τέσσερις λόγοι που μένουν στον «πάγο» οι προσδοκίες για φρένο στα επιτόκια

Νέες μεγάλες επιτοκιακές αυξήσεις προμηνύει η δέσμευση της ΕΚΤ για συνέχιση της σύσφιγξης

«Πάγωσε τα χαμόγελα» των αγορών η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Κριστίν Λαγκάρντ, με τη νέα ισχυρή της δέσμευση να «παραμείνει σταθερή στην αυστηρή πολιτική της».

Η δέσμευση της Λαγκάρντ για αυστηρή νομισματική πολιτική σηματοδοτεί ότι επίκεινται περαιτέρω μεγάλες επιτοκιακές αυξήσεις στη «μάχη» κατά του πληθωρισμού. Τα «γεράκια», οι διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής που ζητούν επιμόνως πιο επιθετική νομισματική πολιτική, εμφανώς ενοχλημένα, με βάση το έντονο παρασκήνιο που σκιαγραφούν τα πρακτικά από τη συνεδρίαση της 15ης Δεκεμβρίου, φαίνεται να ζητούν και πάλι διαβεβαιώσεις για τους συμβιβασμούς που έγιναν τον προηγούμενο μήνα. Μία ημέρα νωρίτερα, αξιωματούχοι της Fed υπογράμμισαν ότι θα πρέπει να συνεχιστεί η αυστηρή νομισματική πολιτική της, δίδοντας ένα πρώτο στίγμα για τις επόμενες κινήσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Τα μηνύματα αυτά ήταν επόμενο να αφήσουν το αποτύπωμά τους στις αγορές, με τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων να αναδιπλώνονται και να σημειώνουν νέο ανοδικό άλμα, αλλά και στο συνάλλαγμα, με το ευρώ να ανακτά προς στιγμή την κεκτημένη του ταχύτητα.

Τι είχε ανοίξει την όρεξη

Τους τελευταίους μήνες είχαν αυξηθεί οι προσδοκίες των αγορών ότι η ΕΚΤ θα κατέβαζε ταχύτητα στις επιτοκιακές της αυξήσεις, μάλιστα, σύμφωνα με οικονομολόγους σε πρόσφατο poll του Bloomberg, είχαν τροφοδοτηθεί ελπίδες ακόμη και για μείωση του επιτοκίου καταθέσεων στις αρχές τρίτου τριμήνου. Οι λόγοι που τροφοδότησαν αυτά τα σενάρια και που οδηγούν την ΕΚΤ στο δρόμο της αύξησης των επιτοκίων είναι οι εξής:

  1. Η αποκλιμάκωση των τιμών καταναλωτή μετά την εκτιμώμενη κορύφωση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη τον Οκτώβριο στο 10,6%.
  2. Η σταθερή πτώση των τιμών φυσικού αερίου από τον Δεκέμβριο του 2022 και γενικότερα του ενεργειακού κόστους χάρη στις υψηλότερες από τις κανονικές για την εποχή θερμοκρασίες.
  3. Οι προβλέψεις των διεθνών επενδυτικών οίκων για πιο ήπια και πιο σύντομη ύφεση στην Ευρωζώνη, ενώ κάποιοι θεωρούν ότι έχει ήδη ξεπεραστεί αυτό το σενάριο, κάνοντας λόγο για οριακή ανάπτυξη.
  4. Η ένταση τον τελευταίο καιρό των σεναρίων στις ΗΠΑ για πιο ήπια σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής από τη Fed, η οποία δίνει τον τόνο και για τις κινήσεις της ΕΚΤ.

Μιλώντας από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, ωστόσο, η Λαγκάρντ έστειλε ξεκάθαρο μήνυμα στις χρηματοοικονομικές αγορές να ακυρώσουν κάθε προσδοκία ότι η κεντρική τράπεζα θα επιβραδύνει τον ρυθμό αύξησης των επιτοκίων στις ενδείξεις ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έχει ήδη κορυφωθεί. «Θα προσκαλούσα τις χρηματοοικονομικές αγορές να αναθεωρήσουν τη στάση τους, θα ήταν μια καλή συμβουλή να το κάνουν», είπε.

Η ΕΚΤ συνεδριάζει στις 2 Φεβρουαρίου, μία ημέρα μετά τη Fed, οπότε αναμένεται αύξηση του επιτοκίου καταθέσεων κατά 50 μονάδες βάσης στο 2,5%, με τις δηλώσεις της Λαγκάρντ να επαναφέρουν στο προσκήνιο την προοπτική για μία ακόμη αύξηση των 50 μονάδων βάσης και στη συνεδρίαση του Μαρτίου. Οι αγορές περίμεναν μέχρι τώρα ότι το επιτόκιο καταθέσεων, σήμερα στο 2%, θα ανέβαινε στο 3,2% έως το καλοκαίρι συγκριτικά με το 3,5% που προεξοφλούσαν στο τέλος του προηγούμενου έτους. H Σίλβια Νταλ Άνγκελο, οικονομολόγος της Federated Hermes, είπε ότι σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα ο δρόμος της ΕΚΤ είναι προδιαγεγραμμένος, ενώ ο Κρίσνα Γκούχα, στρατηγικός αναλυτής της Evercore ISI, αναφέρει ότι η ΕΚΤ ξεκίνησε πιο αργά σε σχέση με τη Fed τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων και γι’ αυτό θα συνεχίσει με επιτοκιακές αυξήσεις των 50 μονάδων βάσης Φεβρουάριο και Μάρτιο.

Η Λαγκάρντ ανέφερε ότι ο βασικός, δομικός αλλά και όλα τα υπόλοιπα «είδη» του πληθωρισμού εξακολουθούν να αποτελούν πηγή ανησυχίας για την ΕΚΤ, καθώς βρίσκονται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Ενώ ο βασικός πληθωρισμός έχει αποκλιμακωθεί τους τελευταίους μήνες, ο δομικός, που εξαιρεί τις ιδιαίτερες ευμετάβλητες τιμές ενέργειας και τροφίμων και θεωρείται πιο αντιπροσωπευτικό βαρόμετρο για την παρακολούθηση των πιέσεων, αυξήθηκε τον Δεκέμβριο στο 5,2% από το 5% του Νοεμβρίου. «Θα χρειαστούν αρκετοί μήνες προτού ο δομικός πληθωρισμός υποχωρήσει σε επίπεδα που θα κάνουν πιο άνετη την ΕΚΤ», σημειώνει ο Φρεντερίκ Ντουκροζέ, οικονομολόγος της Pictet Wealth Management.

H πρόεδρος της ΕΚΤ υπογράμμισε ότι τα επιτόκια θα πρέπει να βρεθούν σε «περιοριστικό έδαφος» για αρκετά μεγάλο διάστημα ώστε να διασφαλίσουν ότι ο πληθωρισμός έχει υπαναχωρήσει κοντά στον στόχο 2% σε εύθετο χρονικό διάστημα. Η ανθεκτική αγορά εργασίας, προσέθεσε, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερες μισθολογικές αυξήσεις. «Ουδέποτε είχαμε μία τόσο ισχυρή αγορά εργασίας όπως σήμερα. Η ανεργία βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό συγκριτικά με 20 χρόνια πριν».

Τον λόγο πήρε και ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Ολλανδίας Κλάας Νοτ, «γεράκι» της νομισματικής πολιτικής, ο οποίος τόνισε, όπως άλλωστε και η Λαγκάρντ, ότι οι επενδυτές υποτίμησαν την αποφασιστικότητα της ΕΚΤ να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο της από το 9,2% του προηγούμενου μηνός. Ο Νοτ ανέφερε ότι οι προσδοκίες και οι κινήσεις των αγορών δεν συνάδουν με μία έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού κοντά στο 2%, τονίζοντας ότι το μεγαλύτερο έδαφος που έχει η ΕΚΤ να καλύψει θα το καλύψει με σταθερές αυξήσεις των 50 μονάδων βάσης, που σημαίνει ότι θα ακολουθήσουν τουλάχιστον δύο ακόμη επιτοκιακές αυξήσεις των 50 μονάδων βάσης.

Τα πρακτικά πάντως από την τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ, που δημοσιοποιήθηκαν χθες, δείχνουν ότι ο συμβιβασμός για την αύξηση των 50 μονάδων ήταν πολύ δύσκολος, όμως τελικά επιτεύχθηκε όταν αποφασίστηκε ότι οι ισχυρές νύξεις για μελλοντικές αυξήσεις θα λειτουργούσαν το ίδιο αποτελεσματικά με τις μεγαλύτερες άμεσες επιτοκιακές αυξήσεις. Μπορεί η ΕΚΤ να κατέβασε τον ρυθμό της αύξησης στις 50 από τις 75 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, όμως τόνισε ότι θα συνεχιστεί η σημαντική σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής μαζί με ενορχήστρωση σχεδίου για την απόσυρση ρευστού από το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας τιθάσευσης του πληθωρισμού. Τότε, η Κριστίν Λαγκάρντ άφησε να εννοηθεί ότι θα υπάρξουν τρεις ακόμη επιτοκιακές αυξήσεις αυτού του μεγέθους. «Αυτό θεωρήθηκε ως κάτι αντίστοιχο με μία αύξηση των 75 μονάδων βάσης σε εκείνη τη συνεδρίαση, καθώς μία λιγότερο εμπροσθοβαρής αλλά σταθερότερη προσέγγιση προς ένα περιοριστικό επίπεδο των επιτοκίων είναι μία πολιτική που ταιριάζει στην πιο επίμονη φύση του πληθωρισμού και την αυξημένη αβεβαιότητα», αναφέρει η ΕΚΤ. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός διαμορφωτών πολιτικής που είχε ταχθεί υπέρ μιας αύξησης των 75 μονάδων βάσης, με ορισμένους μάλιστα να επιμένουν μέχρι τέλους.

Από την έντυπη έκδοση