Skip to main content

«Παράθυρο» ΥΠΟΙΚ για σπάσιμο της αξιολόγησης σε δύο φάσεις

Από την έντυπη έκδοση 

Των Θάνου Τσίρου και Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου

Με άγνωστο τον ακριβή χρόνο ολοκλήρωσης της αξιολόγησης και της συνολικής συμφωνίας κυβέρνησης – θεσμών, άρχισε χθες ο νέος γύρος διαπραγμάτευσης με τους επικεφαλής του κουαρτέτου. Σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, διαφαίνεται «σπάσιμο» της διαδικασίας σε δύο μέρη, με τον κίνδυνο παράτασης της αβεβαιότητας στην οικονομία να ελλοχεύει. Ειδικότερα, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος μίλησε για τεχνική συμφωνία εντός του Μαρτίου και μετά, σε δεύτερη φάση, θα ξεκινήσει η συζήτηση με τους θεσμούς για το ύψος και τη διάρκεια των πρωτογενών πλεονασμάτων καθώς και για τα μέτρα απομείωσης του χρέους.

Στον χθεσινό γύρο επαφών κυριάρχησε η ευρεία σύσκεψη -διάρκειας περίπου δυόμισι ωρών- για τον συντονισμό αυτής της φάσης των διαβουλεύσεων και τον καθορισμό της ατζέντας. Ενώ ο αρχικός προγραμματισμός προέβλεπε να υπάρξει διαπραγμάτευση και για το εξαιρετικά κρίσιμο θέμα των δημοσιονομικών, η διαπραγμάτευση διακόπηκε στις 22:00 χωρίς να υπάρξουν δηλώσεις από ελληνικής πλευράς. Στην πρώτη ευρεία συνάντηση με τους θεσμούς πήραν μέρος, πέραν του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου, ο υπουργός Οικονομίας Δημήτρης Παπαδημητρίου, η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, ο υπουργός Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης.

Κυβερνητικά στελέχη άφηναν χθες ανοικτό το ενδεχόμενο οι διαβουλεύσεις αυτής της φάσης να διαρκέσουν περισσότερο από μία εβδομάδα, παρά το γεγονός ότι οι επικεφαλής των θεσμών έχουν έρθει στην Αθήνα με αρχικό στόχο να αποχωρήσουν στο τέλος της εβδομάδας. Βασικός στόχος είναι να επιτευχθεί η τεχνική συμφωνία (stuff level agreement) μέχρι το Eurogroup της 20ής Μαρτίου, αλλά από τη χθεσινή, πρώτη ημέρα διαβουλεύσεων δεν φάνηκαν σημάδια προόδου καθώς όλη η μέρα πέρασε για να οριστεί η ατζέντα και να γίνει μια πρώτη συζήτηση για θέματα ενέργειας και αποκρατικοποιήσεων, η οποία όμως δεν κατέληξε στο κλείσιμο κάποιων εκ των ανοικτών θεμάτων.

Μηχανισμός προσέγγισης

Στο περιθώριο των χθεσινών διαπραγματεύσεων, κορυφαίο στέλεχος έλεγε ότι θα επιδιωχθεί να συμφωνηθεί με τους θεσμούς ένας μηχανισμός προσέγγισης του δημοσιονομικού αποτελέσματος ώστε να μην χρειάζεται κάθε χρόνο να φτάνουμε στον Απρίλιο του επόμενου έτους για να έχουμε εικόνα για το πρωτογενές πλεόνασμα της προηγούμενης χρονιάς. Το ίδιο στέλεχος αποσαφήνισε και το πώς ακριβώς θα λειτουργήσει το πακέτο των μέτρων -θετικών και αρνητικών- που θα ληφθούν μετά το 2018. Υπέρβαση του στόχου του 3,5% θα αυξάνει τον λογαριασμό των θετικών μέτρων, ενώ διαμόρφωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% θα φέρνει ίσο προϋπολογισμό θετικών και αρνητικών μέτρων. Εννοείται ότι σε περίπτωση μη επίτευξης του δημοσιονομικού στόχου θα λαμβάνονται νέα δημοσιονομικά μέτρα.

Αναφορικά με το εάν θα υπάρξει ή όχι συνέχιση της λιτότητας, με αφορμή τη δήλωση του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου από το βήμα της Βουλής, χθες το απόγευμα, που είπε «δεν ωραιοποιούμε ούτε λέμε ότι τελειώνει η λιτότητα», κυβερνητικό στέλεχος διευκρίνισε ότι «δεν λέμε ότι δεν υπάρχει λιτότητα, αλλά ότι δεν θα έχουμε επιπλέον λιτότητα. Τελειώνει η συζήτηση για περισσότερη λιτότητα».

Αποστάσεις από τον Ευ. Τσακαλώτο

Σαφείς αποστάσεις από τις πρωθυπουργικές διαβεβαιώσεις για κλείσιμο της αξιολόγησης στις 20 Μαρτίου, αλλά και για τερματισμό της λιτότητας, πήρε ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος στη Βουλή, παραδεχόμενος ότι στο επόμενο Eurogroup αναμένεται «προσωρινή» συμφωνία, αναγνωρίζοντας ότι η ελληνική οικονομία παραμένει σε ασφυκτικό περιοριστικό πλαίσιο και χαρακτηρίζοντας «προβληματική» την προνομοθέτηση υφεσιακών μέτρων που επέβαλαν οι δανειστές.

Ενημερώνοντας χθες τα μέλη της επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής σχετικά με τα αποτελέσματα του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, ο κ. Τσακαλώτος διαφοροποιήθηκε αισθητά από το αφήγημα του πρωθυπουργού για τη διαπραγμάτευση προκαλώντας εύλογα ερωτήματα σχετικά με τον χρόνο ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης και δίνοντας λαβή στη Ν.Δ. να μιλήσει για «άδειασμα» του Αλέξη Τσίπρα από τον υπουργό Οικονομικών.

Ειδικότερα, ο κ. Τσακαλώτος παραδέχτηκε ουσιαστικά ότι στο επόμενο Eurogroup της 20ής Μαρτίου δεν αναμένεται τελική συμφωνία, αλλά μια αρχική συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο που θα αφορά το περιεχόμενο των μέτρων και των αντίμετρων εν όψει της τελικής συμφωνίας για τα δημοσιονομικά πλεονάσματα και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα. «Θα κλείσει το SLA, θα κλείσει η συζήτηση για τα μέτρα, για τα αντίμετρα. Και θα κλείσουν προσωρινά, αν δούμε τι θα είναι τα δημοσιονομικά πλεονάσματα και τι θα είναι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος» ανέφερε ο κ. Τσακαλώτος στην αρμόδια επιτροπή.

Ο κ. Τσακαλώτος παραδέχτηκε, μάλιστα, ότι στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου υπήρξε συμφωνία επί της «διαδικασίας», διαχωρίζοντας τη θέση του από τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις περί πολιτικής συμφωνίας. «Δεν ξέρω ούτε εγώ πού θα είναι η τελική συμφωνία για όλα τα κομμάτια, για το SLA, για την ενέργεια, είτε για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό είτε για τα μέτρα, για τα αντίμετρα, τι θα είναι η δημοσιονομική πορεία μετά το 2018, τι θα είναι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος» παραδέχτηκε ο κ. Τσακαλώτος και πρόσθεσε: «Εγώ δεν έχω κάνει καμία δέσμευση στο Eurogroup. Έχω πει ότι “τίποτα δεν είναι συμφωνημένο, μέχρι όλα να είναι συμφωνημένα”. Αν δεν το δω όλο το πακέτο, δεν θα υπάρξει ελληνική συμφωνία σε αυτό».

Προβληματική η προνομοθέτηση μέτρων

Ο υπουργός Οικονομικών διαφοροποιήθηκε όμως και από τους πανηγυρικούς τόνους της κυβέρνησης για το θέμα των μέτρων και των αντίμετρων, χαρακτηρίζοντας προβληματική την επιβολή των προκαταβολικών μέτρων. «Είναι προβληματικό από δημοκρατική άποψη να αναγκαστούμε να κάνουμε προνομοθέτηση. Δεν υπάρχει λόγος να κρυβόμαστε. Δεν λέμε ότι είναι το καλύτερο πράγμα που έχει γίνει ποτέ, ούτε θεωρούμε ότι μια σοβαρή Ευρώπη έπρεπε να μπει σε αυτό για να καλύψει το ΔΝΤ και να ζητήσει τέτοια πράγματα, ιδιαίτερα όταν αυτά δεν προκύπτουν από τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας και της κοινωνίας» είπε χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα πήρε αποστάσεις και από τις διακηρύξεις του Αλέξη Τσίπρα περί του τέλους της λιτότητας. «Δεν ωραιοποιούμε την κατάσταση ότι κερδίσαμε, ούτε λέμε ότι τελείωσε η λιτότητα. Δεν έχει πει κανένας υπουργός ότι το πλαίσιο της Ε.Ε. δεν είναι ασφυκτικό» είπε και επανέλαβε ότι «συνολικά το όλο πακέτο μέχρι τώρα είναι υφεσιακό».

Πεδίο αντιπαράθεσης κυβέρνησης – Ν.Δ.

Τις αναφορές του κ. Τσακαλώτου αξιοποίησε η αξιωματική αντιπολίτευση σχολιάζοντας ότι ο υπουργός Οικονομικών «άδειασε» το Μέγαρο Μαξίμου «επιβεβαιώνοντας όλους εκείνους που από τις 20 Φεβρουαρίου έκαναν λόγο για διάσταση πρωθυπουργού – υπουργού Οικονομικών».

«Ο κ. Τσακαλώτος παραδέχτηκε ότι δεν υπάρχει συμφωνία, λέγοντας χαρακτηριστικά: “Δεν ξέρω πού θα κάτσει η διαπραγμάτευση” και παραδέχτηκε τη διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για πολλά χρόνια μετά το 2018. Αυτό σημαίνει πρόσθετα μέτρα διαρκούς λιτότητας» επισήμαναν πηγές της Ν.Δ. και υπενθύμισαν ότι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας τον Ιούνιο του 2016 έλεγε ότι «είναι απολύτως αδύνατον να διατηρηθούν πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% μετά το 2018 αν δεν θέλουμε να πνίξουμε την ελληνική οικονομία και αν δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε συνθήκες διαρκούς και μακροχρόνιας στασιμότητας».

Απαντώντας κύκλοι του Μεγάρου Μαξίμου διέψευσαν τους ισχυρισμούς της Ν.Δ. και ανέφεραν ότι ο κ. Τσακαλώτος και ο κ. Χουλιαράκης ήταν σαφέστατοι στο ότι η συμφωνία είναι μηδενικού δημοσιονομικού αντίκτυπου. «Οι ειδήσεις περί δήθεν διαφωνίας Τσίπρα – Τσακαλώτου είναι τόσο αξιόπιστες όσο και εκείνοι που τις διαδίδουν» σχολίασε σε αντίστοιχο πνεύμα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος.

Γ. Χουλιαράκης: Τα αντίμετρα θα εφαρμοστούν

Σε παρέμβασή του ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης διέψευσε τον ισχυρισμό της αντιπολίτευσης ότι τα αντίμετρα θα εφαρμοστούν μόνο σε περίπτωση που η ελληνική οικονομία κάνει υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου. «Επεκτατικά και περιοριστικά μέτρα νομοθετούνται ταυτόχρονα και εφαρμόζονται ταυτόχρονα, με την προϋπόθεση ότι τα δημόσια οικονομικά παραμένουν σε τροχιά επίτευξης του στόχου» ανέφερε και διαβεβαίωσε ότι «θα νομοθετηθούν και θα υλοποιηθούν ισόποσα μέτρα στον βαθμό που πετυχαίνουμε αντίστοιχα τον στόχο του 2019». Διευκρίνισε επίσης ότι «τα θετικά επεκτατικά μέτρα, ακόμα και σε περίπτωση αρνητικής απόκλισης, θα μειωθούν μόνο κατ’ αναλογία». Αντέκρουσε επίσης τον ισχυρισμό του τομεάρχη Οικονομικών της Ν.Δ. Χρήστου Σταϊκούρα ότι η κυβέρνηση υποχώρησε πλήρως στις απαιτήσεις των δανειστών.

Σημείωσε, μάλιστα, ότι οι δανειστές ζητούσαν προνομοθέτηση περιοριστικών μέτρων 4,5%, αλλά τελικά «η συμφωνία περιλαμβάνει ένα πλαίσιο δημοσιονομικά ουδέτερο, υπό την προϋπόθεση ότι πετυχαίνουμε τον στόχο με συνδυασμό θετικών και περιοριστικών μέτρων».

Επιμένουν οι θεσμοί για μέτρα 2% του ΑΕΠ

Σύμφωνα με πληροφορίες, από την πρώτη ημέρα της διαπραγμάτευσης οι θεσμοί κατέστησαν σαφές πως επιμένουν σε μέτρα ύψους 2% του ΑΕΠ (3,5 δισ. ευρώ) για το 2019, ήτοι 1% από τη μείωση του αφορολόγητου και 1% από τη μείωση των συντάξεων. Ανάλογα με τις εκτιμήσεις των θεσμών για το δημοσιονομικό κενό του 2018, ενδεχομένως κάποια από τα μέτρα αυτά μπορεί να εφαρμοστούν και νωρίτερα.

Χωρίς πρόοδο οι επαφές για τα ενεργειακά

Δεν υπήρξε κάποια πρόοδος κατά τη χθεσινή πρώτη συνάντηση του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργου Σταθάκη και των συνεργατών του με τους εκπροσώπους των θεσμών. Κυρίως έγινε καταγραφή των θέσεων των δύο πλευρών και διατυπώθηκαν τα επιχειρήματα κάθε μιας.

Η συζήτηση θα συνεχιστεί τις επόμενες ημέρες σε τεχνικο-πολιτικό επίπεδο, ενώ ο ίδιος ο κ. Σταθάκης εξερχόμενος της συνάντησης έκανε λόγο για δουλειά που μένει να γίνει ώστε πιθανότατα την Παρασκευή να υπάρξει νέα συνάντηση του ιδίου με τους δανειστές.

Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι τα βασικά θέματα που βρίσκονται στο τραπέζι είναι ο νέος διαγωνισμός για την ιδιωτικοποίηση του ΔΕΣΦΑ και η αξιολόγηση της πορείας των ΝΟΜΕ, των δημοπρασιών ηλεκτρικής ενέργειας, σχετικά με τη μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στη λιανική αγορά, κάτι που αποτελεί βασικό μνημονιακό στόχο. Οι θεσμοί έχουν ζητήσει την αύξηση των δημοπρατούμενων ποσοτήτων.

Να σημειωθεί ότι τα ΝΟΜΕ αποτελούν μεταβατικό μέτρο για το άνοιγμα της αγοράς και σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ τότε θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ οι λεγόμενες δομικές παρεμβάσεις που περιλαμβάνουν την πώληση μονάδων. Αναλυτές θεωρούν ότι είναι πολύ πιθανό οι θεσμοί να βάλουν το ζήτημα πώλησης μονάδων, καθώς μέχρι στιγμής το μερίδιο της ΔΕΗ δεν έχει μειωθεί στον βαθμό που θα έπρεπε.

Επί τάπητος και ο εξωδικαστικός συμβιβασμός

Στη γεφύρωση του χάσματος που χωρίζει την κυβέρνηση και τους θεσμούς ως προς την τελική μορφή του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών των επιχειρήσεων προσδοκά το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης. Οι διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών δεν κρίνονται επί της ουσίας ιδιαίτερα σημαντικές, γι’ αυτό και στελέχη του υπουργείου επισημαίνουν ότι είναι εφικτό να κλείσει το συγκεκριμένο θέμα στην παρούσα φάση των διαπραγματεύσεων. Το ραντεβού της διαπραγματευτικής ομάδας και των επικεφαλής των δανειστών για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, εκτός απροόπτου, προγραμματίζεται για σήμερα το απόγευμα.

Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, οι θεσμοί διαφωνούν με τα εξής σημεία του σχεδίου που έχει δημοσιοποιηθεί:

  • Να μην εξαιρείται από τον νόμο η διαγραφή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) και του Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών (ΦΜΥ) που αποτελεί κυβερνητική θέση.
  • Ο χρόνος βεβαίωσης των οφειλών να μην είναι έως την 31η Δεκεμβρίου 2016, αλλά προγενέστερος.
  • Να αυξηθεί το κατώφλι των χρεών για την υπαγωγή στον νόμο, το οποίο η κυβέρνηση έχει ορίσει στις 20.000 ευρώ.
  • Η ισχύς του νόμου να λήξει πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2018 που προβλέπει το κυβερνητικό σχέδιο.

Υπενθυμίζεται ότι το νομοσχέδιο για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, που ήδη έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, προβλέπει ότι στον μηχανισμό θα μπορούν να υπαχθούν όλες οι μικρές, μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς και οι ατομικές επιχειρήσεις, εφόσον το συνολικό προς ρύθμιση χρέος τους υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ. Ωστόσο, δεν θα εντάσσονται οι ελεύθεροι επαγγελματίες, αφού έχουν τη δυνατότητα να υπαχθούν στις διατάξεις του νόμου Κατσέλη.

Για την έγκριση πρότασης αναδιάρθρωσης οφειλών απαιτείται συμφωνία του οφειλέτη και πλειοψηφία τριών πέμπτων (3/5) των συμμετεχόντων πιστωτών, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται ποσοστό δύο πέμπτων (2/5) των συμμετεχόντων πιστωτών με ειδικό προνόμιο.