Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Χαμηλά κρατά ο Πιερ Μοσκοβισί τον πήχη των προσδοκιών ως προς τις ευεργετικές επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει στον κρατικό προϋπολογισμό της Ελλάδας η επικείμενη αναδιάρθρωση του χρέους. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Ελληνα ευρωβουλευτή Νίκου Χουντή, ο Γάλλος επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων ανεβάζει μεν την αναλογία του χρέους προς το ΑΕΠ στο 175% για το 2020, από την άλλη όμως ουσιαστικά «δείχνει» ως όριο βιωσιμότητας το 15% του ΑΕΠ (σ.σ.: δηλαδή, τα έξοδα για τόκους και χρεολύσια να μην ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ).
Αν η όποια συνταγή διευθέτησης του ελληνικού χρέους στηριχτεί στο ότι η ετήσια δαπάνη δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 15% του ελληνικού ΑΕΠ, η Ελλάδα δεν πρόκειται να διαπιστώσει καμία ουσιαστική οικονομική διαφορά μέχρι και τουλάχιστον το 2021. Και αυτό διότι μέχρι το τέλος της δεκαετίας η Ελλάδα θα βρίσκεται σε «περίοδο χάριτος» για τα δάνεια του 2ου μνημονίου καταβάλλοντας μόνο τόκους.
Ακόμη και αν συνυπολογιστούν τα χρεολύσια που πρέπει να πληρώσει η χώρα για την αποπληρωμή δόσεων παλαιότερων δανείων (σ.σ.: κυρίως καταβάλλονται δόσεις προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ενώ αποπληρώνονται και ελληνικά ομόλογα τα οποία βρίσκονται στην κατοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) οι καταβολές απέχουν πολύ από το να ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ μέχρι το 2021 και περιορίζονται περίπου στο 12%.
Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία βάσει των οποίων συντάχθηκε το 3ο μνημόνιο. Στους σχετικούς πίνακες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προκύπτει ότι οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους μέσα στο 2016 θα διαμορφωθούν στα 12,8 δισ. ευρώ (σ.σ.: στο ποσό δεν περιλαμβάνονται οι δαπάνες για την αποπληρωμή των εντόκων γραμματίων τα οποία ούτως ή άλλως ανακυκλώνονται), αισθητά χαμηλότερα συγκριτικά με το 2015.
Για το 2017, η δαπάνη αναμένεται να αυξηθεί εκ νέου στα 18,8 δισ. ευρώ, ενώ το 2017 οι λήξεις είναι περιορισμένες με αποτέλεσμα τα χρεολύσια να περιορίζονται στα 8,3 δισεκατομμύρια ευρώ. Οσον αφορά τους τόκους, η δαπάνη κινείται στα επίπεδα των 4,5-6 δισ. ευρώ ανά έτος για όλη την περίοδο μέχρι και το 2021 οπότε λήγει η περίοδος χάριτος.
Το 2022 είναι η πρώτη χρονιά-εφιάλτης καθώς η Ελλάδα καλείται να πληρώσει το ποσό των 18 δισ. ευρώ μόνο σε τόκους. Το συγκεκριμένο ποσό φαίνεται να έχουν κατά νου και οι Ευρωπαίοι όταν τοποθετούνται δημόσια για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Το ότι ο κ. Μοσκοβισί θεωρεί εύλογο η ετήσια δαπάνη εξυπηρέτησης του χρέους να αντιστοιχεί στο 15% του ΑΕΠ φαίνεται και από τα στοιχεία που παρέθεσε στην απάντησή του. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, σε αρκετές χώρες της Ε.Ε. καταβάλλεται ετησίως, για την εξυπηρέτηση του χρέους τους ποσοστό επί του ΑΕΠ μεγαλύτερο από το 12% περίπου που πληρώνει σήμερα η Ελλάδα. Υπάρχουν χώρες με ποσοστά υψηλότερα ακόμη και του 15% ΑΕΠ σε ετήσια βάση, ποσοστό που θεωρείται ως το όριο βιωσιμότητας του χρέους.
Οπως τονίζει στην απάντησή του ο κ. Μοσκοβισί, για το όριο του 15%, «το όριο βιωσιμότητας των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) περιλαμβάνεται στις κατευθύνσεις του ΔΝΤ σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους». Οι χώρες αυτές που εμφανίζουν υψηλά ποσοστά είναι η Ιταλία που πληρώνει 20,4% επί του ΑΕΠ, η Ισπανία 18,8%, η Κροατία 16%, η Γαλλία 14,5%, το Βέλγιο 13,9%.
Σε ανοδική πορεία
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού, το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης εκτιμάται ότι θα ανέλθει το 2016 στα 337,6 δισεκατομμύρια ευρώ ή στο 193,5% του ΑΕΠ. Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης θα φτάσει στα 327,6 δισ. ευρώ (ή 187,8% του ΑΕΠ).
Η μέση υπολειπόμενη διάρκεια του χρέους έχει φτάσει στα 16,48 χρόνια τον Σεπτέμβριο του 2015. Εφτασε σε αυτά τα επίπεδα εξαιτίας της αναδιάρθρωσης που έγινε στο χρέος από το 2010 και μετά μέσω των μνημονίων. Το πώς συνέβαλαν οι δανειακές συμβάσεις των Ευρωπαίων εταίρων στη διάρκεια αποπληρωμής του χρέους προκύπτει από τα στοιχεία που κατέθεσε στη Βουλή το υπουργείο Οικονομικών: η μέση σταθμική υπολειπόμενη φυσική διάρκεια του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης κατά την 31/12/2011 ανερχόταν σε 6,3 χρόνια.
Στις 31/03/2012, μετά την αναδιάρθρωση είχε αυξηθεί στα 11,33 χρόνια, ενώ με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, στις 30/09/2015, η μέση διάρκεια αποπληρωμής ήταν 16,48 χρόνια.
Το 10,7% του χρέους είναι βραχυπρόθεσμο με διάρκεια αποπληρωμής έως ένα έτος (κυρίως έντοκα γραμμάτια του ελληνικού Δημοσίου), το 10,4% μεσοπρόθεσμο με διάρκεια έως 5 έτη και το μεγάλο μέρος, το 78,9%, μακροπρόθεσμο.
Το μέσο επίπεδο τόκων για όλη την περίοδο 2015-2019 του υφιστάμενου χρέους σε απόλυτους αριθμούς είναι 4,6 δισεκατομμύρια ευρώ, με μέγιστη τιμή τα 18,3 δισεκατομμύρια ευρώ (καταγράφεται το 2022).
Το μέσο επίπεδο τόκων ως ποσοστό του εκτιμώμενου ΑΕΠ είναι, με βάση τις πιο πρόσφατες διαθέσιμες εκτιμήσεις του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, 1,67% κατά μέσο όρο για όλη την περίοδο από 2015 έως το 2059. Η μέγιστη τιμή, όμως, διαμορφώνεται το 2022 και φτάνει στο 7,52%. Η ελάχιστη τιμή είναι το 0,12% και εντοπίζεται το 2059.
Η βιωσιμότητα
Οσον αφορά το κρίσιμο θέμα της βιωσιμότητας, ενώ η Κομισιόν προέβλεπε το 2012 ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα ήταν στο 120% το 2020 και αρκετά κάτω από 110% το 2022 (σ.σ.: αυτή ήταν η βασική παραδοχή πάνω στην οποία στηρίχτηκε και ολόκληρο το πρόγραμμα του PSI), τώρα ξεκαθαρίζει για μια ακόμη φορά -όπως προκύπτει από την απάντηση Μοσκοβισί- ότι με το βασικό σενάριο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε το 3ο μνημόνιο, ο δείκτης χρέους/ΑΕΠ θα φτάσει το 2020 στο 175%.
Υπενθυμίζεται ότι για το 2016 εκτιμάται ότι ο λόγος του χρέους ως προς το ΑΕΠ αναμένεται να εκτοξευτεί ακόμη και στο 193,5% του ΑΕΠ. Το 2015, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους, οι οφειλές της Ελλάδας έφταναν στο ποσό των 321,33 δισ. ευρώ.