Skip to main content

Νάγκελ (Bundesbank): Αντίθετος με την στήριξη της ΕΚΤ σε υπερχρεωμένες χώρες

Ο μεγαλύτερος μέτοχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η γερμανική Bundesbank, παρουσίασε τους όρους της για την παροχή νέας στήριξης στις πιο χρεωμένες χώρες της ευρωζώνης τη Δευτέρα, αφού αντιτάχθηκε σε τέτοια βοήθεια σε έκτακτη συνεδρίαση τον περασμένο μήνα.

Ήταν η πρώτη ορατή διαφωνία μεταξύ της ΕΚΤ του Νάγκελ και της Κριστίν Λαγκάρντ από τότε που εκείνη ανέλαβε τα καθήκοντά της.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ δεσμεύτηκαν να αγοράσουν περισσότερα ομόλογα από χώρες με χρέη όπως η Ιταλία σε έκτακτη συνεδρίαση στις 15 Ιουνίου για να περιορίσουν τη διεύρυνση της διαφοράς μεταξύ του κόστους δανεισμού τους και του κόστους της Γερμανίας, καθώς η κεντρική τράπεζα ετοιμάζεται να αυξήσει τα επιτόκια. 

Ωστόσο, ο Γιοαχίμ Νάγκελ, ο οποίος διαφώνησε με αυτή την απόφαση σύμφωνα με πηγές στη συνάντηση, προειδοποίησε τη Δευτέρα «να μην προσπαθήσουμε να αποφασίσουμε για το σωστό spread στην αγορά, καθώς αυτό ήταν “πρακτικά αδύνατο” και κινδύνευε να εφησυχάσει τις κυβερνήσεις».

«Επομένως, θα συνιστούσα τη χρήση μέσων νομισματικής πολιτικής για τον περιορισμό των ασφαλίστρων κινδύνου, καθώς είναι σχεδόν αδύνατο να εξακριβωθεί με βεβαιότητα εάν μια διευρυμένη διαφορά είναι θεμελιωδώς δικαιολογημένη», δήλωσε ο ίδιος.

Μιλώντας αμέσως μετά τον Νάγκελ, ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος είπε ότι είναι κρίσιμο να αποτραπεί ο χρηματοοικονομικός κατακερματισμός μεταξύ των 19 χωρών της ευρωζώνης εάν η ΕΚΤ ήθελε να αυξήσει τα επιτόκια και να καταπολεμήσει τον υψηλό πληθωρισμό – ένα καυτό θέμα στη Γερμανία.

Η Bundesbank ήταν επί χρόνια ο μεγαλύτερος επικριτής της πολιτικής φθηνού χρήματος της ΕΚΤ, όταν επικεφαλής της πρώτης ήταν ο Γενς Βάιντμαν και της δεύτερης ο Μάριο Ντράγκι.

Κριστίν Λαγκάρντ και Γιόαχιμ Νάγκελ προσπάθησαν έκτοτε να γεφυρώσουν τις διαφορές αυτές, με την πρώτη να δίνει στους επικεφαλής των εθνικών κεντρικών τραπεζών μεγαλύτερο λόγο στις συνεδριάσεις για τη νομισματική πολιτική και τον δεύτερο να απέχει από την άσκηση δημόσιας κριτικής στις αποφάσεις.

Πηγή: Reuters