Skip to main content

Χρηματιστήριο: «Φρένο» στα νέα εταιρικά ομόλογα και επιπλέον διαγραφές

Από την έντυπη έκδοση 
 
Του Ανέστη Ντόκα
[email protected]

Προσωρινό «φρένο» στην έκδοση νέων εταιρικών ομολόγων από την ποντοπόρο ναυτιλία και τις κατασκευές βάζει η αναταραχή στις αγορές λόγω της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία, που ανεβάζει τις αποδόσεις των ομολόγων και τα επιτελεία των εταιρειών περιμένουν να καταλαγιάσει η σκόνη της έντασης. Ταυτόχρονα το Χρηματιστήριο Αθηνών αδυνατίζει από κλάδους, καθώς η διαγραφή της Ευρωπαϊκής Πίστης αφήνει ακόμη έναν κλάδο, τον ασφαλιστικό, χωρίς παρουσία (υπάρχει ωστόσο η διπλή διαπραγμάτευση της Interlife μέσω της Λευκωσίας).

Ήδη χωρίς εκπρόσωπο στη χρηματιστηριακή αγορά είναι οι κλάδοι της αλλαντοβιομηχανίας, μετά και την επικείμενη διαγραφή της Νίκας, ενώ έχει εξαφανισθεί ο κλάδος της ιχθυοκαλλιέργειας. Στα παραπάνω να προσθέσουμε ότι πριν συμπληρωθεί ο δεύτερος μήνας του 2022 έχουμε ήδη τρεις εισηγμένες προς διαγραφή, ενώ ετοιμάζεται και τέταρτη να εξέλθει του ταμπλό.

Η άνοδος των επιτοκίων

Σήμερα, το ελληνικό 10ετές ομόλογο βρίσκεται στο 2,70% και το ιταλικό 10ετές στο 1,95%, ενώ το αμερικανικό 10ετές βρίσκεται στο 2,03%, με ιστορικό χαμηλό 0,318% από τις 9 Μαρτίου 2020. Το spread, δηλαδή η διαφορά απόδοσης μεταξύ ελληνικών 10ετών και 10ετών γερμανικών ομολόγων, διαμορφώνεται στις 240 μονάδες βάσης.

Υπενθυμίζεται ότι η άνοδος του κόστους δανεισμού στην Ελλάδα φάνηκε και στην πρώτη έκδοση της χρονιάς από το Ελληνικό Δημόσιο, όπου το επιτόκιο του 10ετούς αναρριχήθηκε στο 1,8%, ενώ η προηγούμενη έκδοση 10ετούς ομολόγου είχε επιτόκιο 0,81%.

Μέσα από αυτήν την εξέλιξη είναι λογικό όσες εταιρείες σχεδιάζουν εταιρικά ομόλογα μέσα στον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο να τηρούν στάση αναμονής. Για παράδειγμα, το δεύτερο εταιρικό ομόλογο της Costamare, της οικογένειας Κωνσταντακόπουλου, φέρεται να παίρνει παράταση καθώς γίνονται δεύτερες σκέψεις, με την προοπτική να ηρεμήσει η αγορά από την αύξηση του κόστους δανεισμού και να επανέλθει η εταιρεία.

Η πληροφορία που υπάρχει είναι ότι προς το παρόν και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν περιλαμβάνει στις άμεσες συνεδριάσεις της την έγκριση κάποιου φακέλου για νέο εταιρικό ομόλογο.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η διοίκηση της Ελλάκτωρ, που θα επιθυμούσε να προχωρήσει στην έκδοση νέου ομολόγου προκειμένου να αποπληρωθούν τα προηγούμενα, αλλά τώρα τα επιτόκια είναι απαγορευτικά.

Οι κεντρικές τράπεζες, λόγω του πληθωρισμού, αλλάζουν στρατηγική παγκοσμίως, τα επιτόκια παίρνουν την ανιούσα και αργά αλλά σταθερά φεύγουμε από την εποχή των αρνητικών επιτοκίων και η κανονικότητα επιστρέφει σταδιακά μετά από χρόνια ακραίας χειραγώγησης.

Σήμερα θεωρείται χαμηλό επιτόκιο στα εταιρικά ομόλογα ένα ποσοστό μεταξύ 2% και 4%. Εάν οδηγηθούμε σε υψηλότερα κουπόνια, λόγω του ακριβού δανεισμού που δημιουργεί η αναζωπύρωση του πληθωρισμού, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα αρκετές εισηγμένες να ξανασκεφτούν την έκδοση εταιρικών ομολόγων.

Δεν είναι λίγο για τις εισηγμένες να μπορούν να δανειστούν για πέντε ή επτά χρόνια με «κλειδωμένο» επιτόκιο 2% ή 3%, χωρίς να έχουν το ρίσκο μιας μελλοντικής μεγάλης ανόδου στο κόστος δανεισμού.

Από την άλλη πλευρά, οι αποταμιευτές, μέσω των εταιρικών ομολόγων, βρίσκουν διέξοδο σε αποδόσεις που είναι πολύ καλύτερες από αυτές των τραπεζικών επιτοκίων, αναλαμβάνοντας φυσικά και το σχετικό -περιορισμένο σε γενικές γραμμές- ρίσκο. Ένας επενδυτής που τοποθετεί σήμερα 200.000 ευρώ σε ένα εταιρικό ομόλογο μπορεί να εισπράττει τόκους 4.000 ευρώ ετησίως, όταν το αντίστοιχο έσοδο από τις προθεσμιακές τραπεζικές καταθέσεις είναι μικρότερο των 200 ευρώ.

Ο κύκλος των διαγραφών

Η επικείμενη διαγραφή της Ευρωπαϊκής Πίστης λόγω της δημόσιας πρότασης του αγοραστή της γερμανικής Allianz δεν είναι ότι «σπάει» το φράγμα των 300 εισηγμένων που έχουν διαγραφεί από το 2000, καθώς ήδη στο ξεκίνημα της χρονιάς έχουμε και τις αποχωρήσεις της Νίκας και της Καραμολέγκος. Είναι το γεγονός ότι στην πράξη το Χ.Α. χάνει ακόμη ένα καλό «brand name» σοβαρής εταιρείας που ήταν ιδιαίτερα γνωστή στο ευρύ καταναλωτικό κοινό.

Επίσης, βλέπει την ήδη πολύ περιορισμένη συμμετοχή του κλάδου των τροφίμων στο χρηματιστηριακό ταμπλό να μειώνεται ακόμη περισσότερο, αφού ο κλάδος των αλλαντικών παύει να έχει εκπρόσωπο μετά τη διαγραφή και της Creta Farm, όπως συνέβη και με τον κλάδο ιχθυοκαλλιεργειών που έπαυσε να έχει εκπρόσωπο.

Στα παραπάνω να προσθέσουμε ότι εκτός από τις τρεις πρώτες διαγραφές του 2022 αναμένεται να ακολουθήσει και η διαγραφή της Dionic, όπως αναφέρουν μεγάλα χρηματιστηριακά γραφεία.

Είναι γεγονός ότι το Ελληνικό Χρηματιστήριο πάσχει από δύο μεγάλα καρκινώματα:

α) Tης γραφειοκρατίας: Για παράδειγμα, για να ανοίξει κάποιος κωδικό χρειάζεται να υπογράψει έγχαρτες συμβάσεις δεκάδων σελίδων. Αντίστοιχες δυσκολίες αντιμετωπίζει κάποιος σε θέματα λειτουργίας του Χρηματιστηρίου και ενημέρωσης του επενδυτή. Συνεπώς χρειάζεται να ξαναγίνει φιλικό στους επενδυτές.

β) Tης απώλειας εμπιστοσύνης: Χρειάζεται να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη, κάτι που δεν είναι εύκολο. Η ελληνική αγορά είναι πολύ μικρή και ευάλωτη τόσο σε εξωγενείς παράγοντες όσο και σε συγκεκριμένα συμφέροντα και δεν λειτουργεί υπό καθεστώς επαρκούς διαφάνειας. Συνεπώς το βάρος είναι μεγάλο για τον νέο διευθύνοντα σύμβουλο Γιάννο Κοντόπουλο, ο οποίος αναλαμβάνει τα ηνία μιας ταλαιπωρημένης αγοράς, η οποία έχει μικρό εύρος εισηγμένων που διαθέτουν επαρκή εμπορευσιμότητα, αλλά χαμηλές κεφαλαιοποιήσεις για να τύχουν της εμπιστοσύνης των ξένων funds που διαθέτουν επενδυτικά κεφάλαια.

Η επόμενη μέρα

Το ζητούμενο για τη χρηματιστηριακή αγορά και ειδικότερα για τη διοίκηση του Χρηματιστηρίου Αθηνών είναι να προσελκυσθούν μεγάλες εταιρείες σε κεφαλαιοποίηση, δηλαδή από 300 εκατ. ευρώ και πάνω. Καλές είναι οι προσπάθειες για τις μικρές εταιρείες προκειμένου να εκκολαφθούν και να μεγαλώσουν, αλλά η αγορά έχει ανάγκη από ισχυρές εταιρείες με διεθνή αναγνώριση που θα ενισχύσουν και τη χρηματιστηριακή αξία της.

Είναι πασιφανές ότι το Χρηματιστήριο Αθηνών, το οποίο παραμένει υποβαθμισμένο από τον MSCI από το 2013, δεν μπορεί να συνεχίσει να στηρίζεται από τις 17 εταιρείες που έχουν κεφαλαιοποίηση μεγαλύτερη του 1 δισ. ευρώ. Η πλειονότητα των εισηγμένων παραμένει αδρανής, με ανύπαρκτες επιχειρηματικές εξελίξεις, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα χιλιάδες κωδικοί επενδυτών να παραμένουν απενεργοποιημένοι.