Skip to main content

Θέμα επιβίωσης για τις επιχειρήσεις η μετακύλιση του κόστους παραγωγής

Από την έντυπη έκδοση

Της Νικόλ Λειβαδάρη
[email protected]

Το αχαλίνωτο ράλι των πετρελαϊκών τιμών προς τα 100 δολάρια το βαρέλι δεν βάζει μόνο φωτιά στο παγκόσμιο κύμα των ανατιμήσεων και του πληθωρισμού, ανοίγει σκληρές προκλήσεις και για τις επιχειρήσεις, που βλέπουν την κερδοφορία τους να κατακρημνίζεται και επιχειρούν πάση δυνάμει να μετακυλίσουν τα υπέρογκα αυξημένα κόστη στην κατανάλωση.

Με τους αναλυτές και τις διεθνείς τράπεζες, όπως η JP Morgan, να προβλέπουν πλέον εκτόξευση των πετρελαϊκών τιμών ακόμη και στα 150 δολάρια το βαρέλι σε περίπτωση ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, το στοίχημα για τις επιχειρήσεις κάθε άλλο παρά εύκολο είναι. «Είναι στοίχημα επιβίωσης πια», όπως λέει χαρακτηριστικά στο Bloomberg ο Στιβ Ντάιερ, διευθύνων σύμβουλος της αμερικανικής Thomson Plastics, που ειδικεύεται στην επεξεργασία πλαστικής ρητίνης.

Οι τιμές του αργού έχουν ήδη ξεπεράσει τα 90 δολάρια το βαρέλι, σε σχέση με τη μέση τιμή του 2019 η άνοδος έχει φθάσει στο 60%, και οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις των αναλυτών δείχνουν περαιτέρω αύξηση έως και 30% εν μέσω της κλιμάκωσης της γεωπολιτικής έντασης Δύσης-Ρωσίας για το Ουκρανικό. Το ράλι των τιμών και η άνοδος της παγκόσμιας ζήτησης έρχονται την ώρα που οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες αλλά και εταιρείες παραμένουν απρόθυμες να αποκαταστήσουν την παραγωγική τους ικανότητα στα προ πανδημίας επίπεδα. 

Η απροθυμία αυτή, από κολοσσούς όπως η Exxon Mobil και η Chevron Corp., εκπορεύεται κυρίως από την παγκόσμια στροφή στην πράσινη ενέργεια και την ηλεκτροκίνηση, όπως επισημαίνει ο επικεφαλής αναλυτής της Federated Global Investment Management για την πετρελαϊκή αγορά Φίλιπ Ορλάντο.

Η συνέπεια είναι να δημιουργείται ένας επιχειρηματικός κόσμος δύο ταχυτήτων: Υπάρχουν εταιρείες που ευνοούνται από την άνοδο των πετρελαϊκών τιμών, όπως οι παραγωγοί ενέργειας και η συναφής βιομηχανία και υπάρχουν κι εκείνες 
-και είναι πάρα πολλές- που δίνουν τη μάχη διάσωσης της κερδοφορίας τους. Γι’ αυτές, «όλα εξαρτώνται από τη διαφύλαξη των ελάχιστων περιθωρίων κέρδους που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα», λέει ο Ορλάντο. 

 Οι κατασκευαστές, οι όμιλοι λιανικής, οι εταιρείες συσκευασμένων αγαθών και οι μεταφορείς αναζητούν την πλέον δύσκολη ισορροπία: τη μετακύλιση του αυξημένου ενεργειακού κόστους στους πελάτες τους, χωρίς όμως να τους «παγώσουν», καθώς ήδη στην αγορά επικρατεί καταναλωτικό σοκ από τις ανατιμήσεις. «Δίνουν μάχη να ανακτήσουν το πρόσθετο κόστος από τους μισθούς, τις μεταφορές και τα ακατέργαστα εμπορεύματα», λέει ο Ορλάντο. «Δικαιούνται να έχουν κέρδος».

Έγκυρη θωράκιση

Σε πρώτη ανάγνωση, οι εταιρείες μεταφορών, οι σιδηρόδρομοι, οι ταχυμεταφορές δεμάτων και οι ναυτιλιακές εταιρείες είναι μεταξύ εκείνων που πλήττονται περισσότερο από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου. Πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις όμως είδαν μπροστά και θωρακίστηκαν έγκαιρα, δημιουργώντας εδώ και καιρό μηχανισμούς με ρήτρες αναπροσαρμογής των τιμών των καυσίμων – ρήτρες που περνούν αυτόματα τις μεταβολές του κόστους στους πελάτες.

Η United Parcel Service είχε κέρδη – ρεκόρ πέρυσι, παρότι τα δύο μεγαλύτερα κόστη της είναι το μισθολογικό και το κόστος των καυσίμων, όπως τονίζει στο Bloomberg ο οικονομικός διευθυντής της Μπράιαν Νιούμαν. Η σύμβαση που έχει υπογράψει η εταιρεία με τα συνδικάτα διασφαλίζει σταθερό κόστος εργασίας, ενώ οι τιμές πώλησης αναπροσαρμόζονται σε εβδομαδιαία βάση για να ενσωματώσουν την αύξηση ή τη μείωση των τιμών της βενζίνης και του ντίζελ.

Η UPS αύξησε επιθετικά τις τιμές τα τελευταία δύο χρόνια, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων στην Amazon για τις αποστολές παραγγελιών της. Ο γίγαντας του ηλεκτρονικού εμπορίου πλήρωσε στην UPS περίπου 11,4 δισεκατομμύρια δολάρια πέρυσι για την παράδοση των πακέτων της και είδε τη συνδρομή της να αυξάνεται περίπου κατά 15%.

Η Union Pacific επίσης, η μεγαλύτερη εισηγμένη στο χρηματιστήριο σιδηροδρομική εταιρεία, πέτυχε και εκείνη κέρδη – ρεκόρ πέρυσι περνώντας περίπου 336 εκατομμύρια δολάρια επίναυλου καυσίμων στους πελάτες μόνο το τέταρτο τρίμηνο. Και η Maersk, ο ναυτιλιακός κολοσσός της Δανίας, ανακοίνωσε κέρδη 18 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2021 έναντι 509 εκατομμυρίων δολαρίων το 2019, μετακυλίοντας επίσης το κόστος των καυσίμων στους πελάτες.

Το hedging

Στον αντίποδα, εκείνες που δυσκολεύονται πολύ να μετακυλίσουν το αυξημένο κόστος στους πελάτες είναι οι αεροπορικές εταιρείες και οι εταιρείες κρουαζιέρας. Μια λύση είναι το hedging έναντι της αστάθειας των πετρελαϊκών τιμών, αλλά τα χρηματοπιστωτικά εργαλεία που «κλειδώνουν» τη μελλοντική τιμή του πετρελαίου είναι ακριβά, αποδίδουν μόνο εάν το πετρέλαιο ξεπεράσει ένα ορισμένο επίπεδο και έχουν αυξημένο ρίσκο.

Είναι ενδεικτικό ότι στις ΗΠΑ όλες οι μεγάλες αεροπορικές εταιρείες, εκτός από την Alaska Air Group και τη Southwest Airlines, έχουν εγκαταλείψει την πρακτική του hedging, όπως λέει ο Νατ Πάιπερ, αντιπρόεδρος της ένωσης αεροπορικών εταιρειών της Αλάσκας.

«Η αντιστάθμιση είναι περισσότερο σαν ασφάλιση καταστροφών παρά λύση για την αύξηση των τιμών του πετρελαίου», λέει ο Πάιπερ. Προσθέτοντας: «Δεν μας οδηγεί σε τρόπους για να βγάλουμε χρήματα. Δεν παίρνω μπόνους εάν κάνουμε πετυχημένο hedging».

Ρώσικη ρουλέτα

Δεν είναι όμως μόνο οι μεγάλες εταιρείες που συμπιέζονται. Το περιθώριο κέρδους της Thomson Plastics, μιας αμερικανικής εταιρείας με 250 εργαζόμενους, που επεξεργάζεται πλαστικές ρητίνες, έχει πέσει στο 5% – δηλαδή πάνω από 50% σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα.
 
Οι τιμές για τις πλαστικές ρητίνες, που εξάγονται από υγρά φυσικού αερίου, εκτινάχθηκαν έως και στα 2 δολάρια η λίμπρα, από περίπου 80 σεντ πριν από την πανδημία, όπως τονίζει ο Στιβ Ντάιερ, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας.
 Όταν ο πληθωρισμός κινείτο ακόμη γύρω στο 2%, η Thomson θα μπορούσε να απορροφήσει υψηλότερα κόστη μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας. Αλλά το κόστος του φυσικού αερίου έχει πλέον υπερδιπλασιαστεί, φθάνοντας στα 4,25 δολάρια ανά εκατομμύριο θερμικές μονάδες.

Τώρα πια, αποτελεί περίπου ρώσικη ρουλέτα η μετακύλιση του κόστους στους πελάτες και η εταιρεία έχει εγκλωβιστεί στις συμπληγάδες των ακριβών πρώτων υλών και της αδυναμίας των κατασκευαστών στους οποίους πουλά πλαστικά εξαρτήματα να πληρώσουν υψηλότερες τιμές. «Κανείς δεν βγαίνει ζωντανός», λέει ο Ντάιερ. «Ειλικρινά, η τιμολόγηση που προσφέρουμε αφορά την επιβίωση».

Όταν οι εταιρείες μετακυλίουν το αυξημένο κόστος στην κατανάλωση, το ρίσκο να χαθεί ο πελάτης είναι μεγάλο με ό,τι αυτό συνεπάγεται για όλη την αλυσίδα της κατανάλωσης. Η Federated Global Investment Management εκτιμά ότι για κάθε σεντ αύξησης της τιμής της βενζίνης, οι καταναλωτικές δαπάνες των ΗΠΑ μειώνονται κατά 1,18 δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως. Με τη βενζίνη να έχει αυξηθεί κατά περίπου 1,30 δολάριο το γαλόνι από τις αρχές του 2021, ο υπολογισμός αυτός ανεβάζει τις συνολικές απώλειες στα 150 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή στο 0,8% της οικονομίας των ΗΠΑ.