Skip to main content

Κύμα αναταράξεων προκαλούν τα επιτόκια

Από την έντυπη έκδοση

Της Έφης Τριήρη
[email protected]

Με τις ΗΠΑ να βαδίζουν ολοταχώς προς την πρώτη επιτοκιακή αύξηση τον Μάρτιο και να έπονται κι άλλες, που μπορεί να είναι από τρεις έως και περισσότερες από πέντε, πληθαίνουν οι συζητήσεις για τον αντίκτυπο που θα έχει η κίνηση αυτή τόσο στην αμερικανική όσο και στην παγκόσμια οικονομία. Δεδομένου ότι η αμερικανική είναι η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, κάθε κίνησή της αφήνει το αποτύπωμά της σε ολόκληρο τον κόσμο και τώρα ο νέος επικείμενος κύκλος αυξήσεων προκαλεί ριπές στον υπόλοιπο πλανήτη και ειδικά στις αναδυόμενες, οι οποίες βιώνουν συνήθως με τον χειρότερο τρόπο την αύξηση του κόστους δανεισμού.

Σε μία συγκυρία ιδιαίτερα κρίσιμη, όπως η σημερινή, που η παγκόσμια οικονομία εξέρχεται από την κρίση του κορονοϊού και ανακάμπτει, όχι όμως με τις ίδιες ταχύτητες και με τις ίδιες προδιαγραφές.

Ενώ η αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ κρίνεται επιβεβλημένη για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, που κινείται πλέον στην περιοχή του 7%, μπορεί να ανοίξει τον «ασκό του Αιόλου», καθώς η άνοδος του δολαρίου και η αύξηση του κόστους δανεισμού σε μία ευρεία γκάμα οικονομικών δραστηριοτήτων μπορεί να προκαλέσει ανακατατάξεις σε πολλές κατηγορίες ενεργητικού, που θα μπορούσαν να αποβούν επίπονες όχι μόνο για καταναλωτές και επιχειρήσεις αλλά και για ολόκληρες οικονομίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το άλμα των ομολογιακών αποδόσεων στις διεθνείς αγορές κρατικού χρέους και ειδικά στην Ευρώπη, όπου ο δείκτης κρατικών ομολόγων απώλεσε όλα τα κέρδη που κατέγραψε στη διάρκεια των τελευταίων δυόμισι ετών. Μάλιστα, ο δείκτης Bloomberg των κρατικών ομολόγων του ευρώ καταγράφει πτώση μεγαλύτερη του 3% στις αποδόσεις φέτος, κάτι που σημαίνει ότι οι επενδυτές που τοποθετούνται στον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς έχουν χάσει τα κέρδη τους.

Σε μία πρώτη εκτίμηση, οι επιτοκιακές αυξήσεις συμπορεύονται με την άνοδο του δολαρίου, το οποίο σε πολλές περιοχές του πλανήτη χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για την ανάπτυξη της οικονομίας. Όταν η Fed αυξάνει τα επιτόκια, στόχος της είναι να αυξήσει το κόστος των πιστώσεων σε ολόκληρη την οικονομία. Τα υψηλότερα επιτόκια καθιστούν τα δάνεια πιο ακριβά τόσο για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά όσο για καθέναν που τελικά καταλήγει να δαπανά περισσότερα χρήματα σε έντοκες πληρωμές. Με τίμημα φυσικά στην ίδια την οικονομία, καθώς όσοι δεν θέλουν ή δεν μπορούν να υποστούν τις υψηλότερες πληρωμές αναβάλλουν προγράμματα και έργα που ενέχουν χρηματοδότηση, περιορίζοντας την κυκλοφορία του χρήματος, συμβάλλοντας μεν στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, αλλά συγκρατώντας την οικονομική δραστηριότητα. Επιπλέον, μπορούν να πυροδοτήσουν σειρά αιτημάτων για μισθολογικές αυξήσεις στον κόσμο των εργαζομένων, κάτι που ήδη αρχίζει να παρατηρείται στις ΗΠΑ, σε μία εξέλιξη συνεχούς ανατροφοδότησης του πληθωρισμού, που ενδεχομένως να καταστήσει αναγκαία μία ακόμη πιο «επιθετική» πολιτική από τη Fed.

Ο πιο δραματικός αντίκτυπος γίνεται ωστόσο αισθητός στις αναδυόμενες αγορές, καθώς τα υψηλότερα επιτόκια θα επαναφέρουν στις ΗΠΑ όσους επενδυτές είχαν στραφεί σε ξένες αγορές αναζητώντας πιο υψηλές αποδόσεις. Εάν δε αυτό συνδυαστεί με ένα πολύ ισχυρότερο δολάριο, τότε θα μπορούσε να πυροδοτήσει ακόμη και νομισματικές κρίσεις σε αναδυόμενες αγορές, όπου ήδη οι οικονομικές ισορροπίες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες, όπως σε Τουρκία, Αργεντινή, Βραζιλία. Η σειρά επιτοκιακών αυξήσεων στις ΗΠΑ που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2015 ώθησε τις κεντρικές τράπεζες αρκετών αναδυόμενων οικονομιών, μεταξύ των οποίων Ινδονησίας, Μαλαισίας και Χονγκ Κονγκ, να προχωρήσουν και αυτές σε επιτοκιακές αυξήσεις για να θωρακίσουν τις οικονομίες τους, χωρίς ωστόσο ουσιαστικά να δημιουργήσουν άμυνες, καθώς ήδη οι χώρες αυτές αντιμετώπιζαν δικά τους χρηματοοικονομικά και πολιτικά προβλήματα.

Κίνδυνος μπούμερανγκ

Ο Ντέσμπον Λάκμαν, του American Enterprise Institute και πρώην επικεφαλής στο Τμήμα στρατηγικών για τις αναδυόμενες αγορές της Salomon Smith Barney, επισημαίνει έναν σημαντικό κίνδυνο. «Οι επιτοκιακές αυξήσεις μπορεί να πλήξουν τις ξένες οικονομίες, μειώνοντας τη ζήτηση για αμερικανικά προϊόντα και υπηρεσίες και γυρίζοντας έτσι μπούμερανγκ για την ίδια τη Fed. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ προκαλεί όλων των ειδών τα προβλήματα που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πολλές αναδυόμενες χώρες και τα προβλήματα αυτά επιστρέφουν τελικά και πλήττουν τις ίδιες τις ΗΠΑ», σημειώνει.

Επί ξυρού ακμής η ανάκαμψη των αναδυόμενων

Το ΔΝΤ έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου ότι η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων μπορεί να επιδεινώσει το παγκόσμιο χρέος, ειδικά στις αναδυόμενες. Οι αποπληρωμές χρέους από τις αναδυόμενες αυξήθηκαν 120% από το 2010 έως το 2021 και αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο από το 2001. Μία απότομη αύξηση στις αποπληρωμές χρέους θα πλήξει την ανάκαμψη των χωρών αυτών από την πανδημία, επιδεινώνοντας το πρόβλημα σε πολλές χώρες χαμηλότερου εισοδήματος, με αποτέλεσμα ένα μη βιώσιμο χρέος και έναν φαύλο κύκλο προσφυγής σε προγράμματα διάσωσης από το ΔΝΤ.

Πλήγμα όμως θα μπορούσαν να υποστούν και εμπορεύματα, όπως ο χρυσός και βασικά μέταλλα, που αποτιμώνται σε αμερικανικά δολάρια, καθώς ένα ισχυρό αμερικανικό νόμισμα έπειτα από μία αύξηση των επιτοκίων ανεβάζει την τιμή τους για όσους διακρατούν ξένα νομίσματα.

Οι οικονομίες που στηρίζονται τα μέγιστα στην παραγωγή εμπορευμάτων και έχουν άφθονες πλουτοπαραγωγικές πηγές θα υποστούν το μεγαλύτερο πλήγμα. Επίσης, καθώς τα βιομηχανικά προϊόντα «βλέπουν» την αξία τους να μειώνεται, θα συρρικνωθεί και η πιστωτική επέκταση στον κλάδο της μεταποίησης, με επίπτωση και στην παραγωγή.

Τα υψηλότερα επιτόκια έχουν συνήθως αρνητικό αντίκτυπο στις μετοχές. Το δανεικό χρήμα γίνεται πιο ακριβό και το κόστος του επιχειρείν αυξάνεται για τις επιχειρήσεις. Σταδιακά, το υψηλότερο κόστος και η μείωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας σημαίνουν λιγότερα έσοδα και κέρδη, επηρεάζοντας τον ρυθμό ανάπτυξης και τις μετοχές τους.

Πιο άμεσος είναι ο αντίκτυπος των επιτοκιακών αυξήσεων της Fed στην ψυχολογία της αγοράς. Όταν η Fed ανακοινώνει αύξηση επιτοκίων, οι traders σπεύδουν να ρευστοποιήσουν μετοχές και να στραφούν σε πιο αμυντικές επενδύσεις. Ιδιαίτερα ευάλωτα στις επιτοκιακές αλλαγές είναι και τα ομόλογα, οι τιμές των οποίων πέφτουν απότομα όταν γίνονται αυξήσεις.

Πώς θα επηρεαστεί η καθημερινότητα των πολιτών

Οι επιτοκιακές αυξήσεις έχουν αντίκτυπο στα στεγαστικά δάνεια, στις πιστωτικές κάρτες, στα προσωπικά και φοιτητικά δάνεια, στα δάνεια αγοράς αυτοκινήτου και στις επιχειρηματικές πιστώσεις.

Εάν κάποιος έχει πάρει ενυπόθηκο στεγαστικό δάνειο για την αγορά ενός σπιτιού, το κόστος των μηνιαίων αποπληρωμών θα αυξηθεί. Ο βαθμός θα εξαρτηθεί από το μέγεθος του δανείου. Μόνο στα δάνεια σταθερού επιτοκίου δεν θα υπάρξει αλλαγή – για παράδειγμα στη Βρετανία το 74% των στεγαστικών δανείων είναι σταθερού επιτοκίου. Εάν, για παράδειγμα, μία οικογένεια έχει λάβει ένα 30ετές δάνειο ύψους 300.000 δολαρίων για να αγοράσει ένα σπίτι και το επιτόκιο της τράπεζας είναι 3,5%, τότε το συνολικό κόστος του δανείου γίνεται 485.000 δολάρια, με 185.000 δολάρια να είναι μόνο το έντοκο κόστος. Οι μηνιαίες δόσεις υπολογίζονται γύρω στα 1.340 δολάρια. Εάν όμως το επιτόκιο αυξηθεί στο 1% και το δάνειο έχει ληφθεί πριν από την αύξηση, τότε το επιτόκιο γίνεται αυτομάτως 4,5%. Στη διάρκεια της 30ετίας που θα πρέπει να αποπληρωθεί το δάνειο το συνολικό κόστος ανεβαίνει στα 547.000 δολάρια και οι έντοκες πληρωμές στα 247.000 δολάρια, με τη μηνιαία δόση στα 1.520 δολάρια.

Όταν την περίοδο 2004 έως 2006 η Fed αύξησε τα επιτόκια 17 φορές, από το 1% στο 5,25%, για να αποκλιμακώσει τον πληθωρισμό και να αποθερμάνει την υπερθερμασμένη οικονομία, οι τράπεζες αύξησαν τα επιτόκιά τους στο 8,25%, ανεβάζοντας το κόστος δανεισμού στις πιστωτικές κάρτες, αλλά και σε μία ολόκληρη σειρά πιστώσεων.

Οι διαμορφωτές πολιτικής σε ολόκληρο τον κόσμο ήδη εκδηλώνουν ανησυχίες για την αύξηση του χρέους των νοικοκυριών σε ολόκληρο τον κόσμο και για την ικανότητά τους να αποπληρώσουν το χρέος τους. Για παράδειγμα, το χρέος των νοικοκυριών στις ΗΠΑ ξεπερνά τώρα τα 15 τρισ. δολάρια, ενώ οι δαπάνες για δάνεια αγοράς αυτοκινήτου, για φοιτητικά δάνεια και για αγορές μέσω πιστωτικών καρτών αυξήθηκαν περίπου κατά 60 δισ. δολάρια συνολικά στο τρίτο τρίμηνο του 2021, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, σύμφωνα με την περιφερειακή κεντρική τράπεζα της Νέας Υόρκης.

Επίσης, θεωρητικά τα υψηλότερα επιτόκια σημαίνουν ότι οι καταναλωτές θα εξασφαλίσουν καλύτερες αποδόσεις από τις καταθέσεις τους, γεγονός που θα πρέπει να τους ενθαρρύνει να αποταμιεύσουν περισσότερα χρήματα από το να τα δαπανούν.

Ενίοτε όμως τα υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων μπορεί να καθυστερήσουν να τεθούν σε ισχύ, εάν τεθούν σε ισχύ. Για παράδειγμα, μετά την πρώτη επιτοκιακή αύξηση της Τράπεζας της Βρετανίας τον Δεκέμβριο, ο αντίκτυπος στα επιτόκια καταθέσεων είναι σχεδόν μηδαμινός, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν παράγοντες του τραπεζικού κόσμου.