Skip to main content

Κ. Σταμούλης στη «Ν»: Παγκόσμια αύξηση 60% των τροφίμων έως το 2050

Από την έντυπη έκδοση

Στον Βασίλη Κωστούλα
[email protected]

Η μείωση του παγκόσμιου υποσιτισμού κατά 200 εκατ. ανθρώπους από το 1990 δεν αναιρεί το γεγονός ότι στη «δύση» του 2015 σχεδόν 800 εκατ. άνθρωποι πάσχουν από χρόνια πείνα. Στον αντίποδα, περίπου 600 εκατ. είναι παχύσαρκοι.

Τις δύο όψεις του νομίσματος της κακής διατροφής παγκοσμίως και τον αντίκτυπο αυτών στον τομέα της αγροτικής δραστηριότητας και της παραγωγής τροφίμων περιγράφει σε συνέντευξη στη «Ν» ο διευθυντής του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) για την Ασφάλεια Τροφίμων και τη Διατροφή Κώστας Σταμούλης.

Ο ίδιος υπογραμμίζει τη μεγάλη δυναμική αλλά και τον σκληρό ανταγωνισμό για την ελληνική αγροτική παραγωγή, με αιχμή τα ποιοτικά διατροφικά προϊόντα.

Ποια είναι η εξέλιξη της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων;

«Η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων αυξάνεται με το πέρασμα των χρόνων. Σύμφωνα με πρόσφατες προβλέψεις του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας, η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων μέχρι το 2050 αναμένεται να αυξηθεί κατά 60% σε σχέση με το 2005/2007 ή κατά 1,1% ανά έτος, αύξηση μικρότερη σε σχέση με τα τελευταία 40 χρόνια, κατά τα οποία η παραγωγή αυξήθηκε κατά 170% ανά έτος.

Οι παράγοντες που οδηγούν την αύξηση της παραγωγής είναι, ασφαλώς, η αύξηση του πληθυσμού, οι αυξήσεις εισοδημάτων σε χώρες που γίνονται πιο εύπορες και οι αλλαγές στις δίαιτες του πληθυσμού, σε χώρες αναπτυσσόμενες και μεσαίου εισοδήματος, προς τρόφιμα με υψηλότερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη, όπως το κρέας και τα προϊόντα του, γαλακτοκομικά κ.λπ.

Η επιβράδυνση στην αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης και της παραγωγής οφείλεται στο γεγονός ότι η ζήτηση τροφίμων από εκείνους που έχουν ήδη αρκετή πρόσβαση σε φαγητό αντιστοιχεί καθόλου ή πολύ λίγο στις αυξήσεις των εισοδημάτων τους».

Ποια είναι η πρόοδος στην αντιμετώπιση του υποσιτισμού;

«Η Παγκόσμια Επικράτηση του Υποσιτισμού (PoU) έχει μειωθεί από περίπου 1 δισ. ανθρώπους τη δεκαετία του 1990 σε λιγότερο από 800 εκατ. σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, οι πιο πρόσφατες εκτιμήσεις του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) το 2015 δείχνουν ότι περισσότεροι από 795 εκατ. άνθρωποι εξακολουθούν να υποφέρουν από χρόνια πείνα. Δεν έχουν δηλαδή αρκετό φαγητό για να καταναλώσουν ώστε να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του οργανισμού σε ενέργεια.

Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στον περιορισμό της πείνας έχει κατανεμηθεί άνισα.

Για παράδειγμα, στην Ασία περίπου 526 εκατ. άνθρωποι είναι υποσιτιζόμενοι σε σύγκριση με 742 εκατ. τη δεκαετία του 1990.

Στην υποσαχάρια Αφρική, όμως, ο αριθμός και η αναλογία των υποσιτιζόμενων αυξήθηκαν».

Πού οφείλεται αυτή η εξέλιξη;

«Ο αριθμός των υποσιτιζόμενων στην υποσαχάρια Αφρική αυξήθηκε από 176 εκατ. την περίοδο 1990-92 σε 206 εκατ. την περίοδο 2010-12 (αύξηση 18%).

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει υπάρξει πρόοδος, καθώς αυξήθηκε κατά πολύ περισσότερο (κατά 70%, από 505 σε 864 εκατ.) ο πληθυσμός στην ήπειρο.

Η έλλειψη υποδομών, οι ασθενείς πολιτικοί θεσμοί και η διακυβέρνηση, οι αβεβαιότητες και η κλιματική αλλαγή συνιστούν τρέχουσες αλλά και μελλοντικές -μεσομακροπρόθεσμες- απειλές για τη διατροφική ασφάλεια στην Αφρική».

Ποιες είναι οι πρακτικές επιπτώσεις του υποσιτισμού;

«Ο υποσιτισμός έχει ολέθριες συνέπειες στις ανθρώπινες ζωές και την παραγωγικότητα. Για τα παιδιά σημαίνει ισόβια καταδίκη.

Στερούνται πλήρους ανάπτυξης και πνευματικής δυναμικής. Είναι δε πιο ευάλωτα σε ασθένειες.

Αντιμετωπίζει κίνδυνο η γνωστική λειτουργία τους και επηρεάζεται η εκπαιδευτική τους πορεία. Υπονομεύεται γενικώς η προοπτική τους για ποιότητα ζωής».

Την ίδια ώρα, στον αντίποδα, υπάρχει η παχυσαρκία και οι προεκτάσεις της.

«Πράγματι. Πρόκειται για την υπερβολική κατανάλωση φαγητού και πολύ συχνά τη λάθος κατανάλωση φαγητού. Περίπου 1,9 δισ. άνθρωποι είναι υπέρβαροι, από τους οποίους 600 εκατ. είναι παχύσαρκοι.

Η παχυσαρκία είναι η κύρια αιτία που οδηγεί τις Μη Μεταδιδόμενες Ασθένειες (NCDs).

Ο κόσμος λοιπόν αντιμετωπίζει ένα διττό πρόβλημα κακής διατροφής. Ο υποσιτισμός και η παχυσαρκία υπάρχουν δίπλα – δίπλα, συχνά στην ίδια χώρα, κοινότητα και νοικοκυριό».

Εχει μετρηθεί η οικονομική πτυχή;

«Τα αυξανόμενα ποσοστά των Μη Μεταδιδόμενων Ασθενειών αποτελούν πλέον σημαντικά οικονομικά και κοινωνικά βάρη για μια σειρά χωρών, κοστίζοντας ένα σημαντικό ποσοστό του ετήσιου ΑΕΠ τους.

Έκθεση της McKenzie έχει εξομοιώσει το ετήσιο οικονομικό βάρος της παχυσαρκίας (2 τρισ. δολ.) με αυτό των ένοπλων συγκρούσεων (2,1 τρισ. δολ.) και εκείνο του καπνίσματος (2,1 τρισ. δολ.)».

Ποιοι είναι οι παράγοντες που οδηγούν τελικά στο σημερινό επίπεδο διατροφής;

«Το πρόβλημα οφείλεται στα υφιστάμενα διατροφικά συστήματα τα οποία παραδίδουν ανθυγιεινές δίαιτες. Από την παραγωγή έως τη μεταποίηση, από την πώληση έως το πιάτο του καταναλωτή είναι ελαττωματικά.

Οι υγιεινές δίαιτες, που βρίσκονται στην καρδιά της ανθρώπινης υγείας, έχουν γίνει δυσβάσταχτες οικονομικά και μη προσβάσιμες για ένα μεγάλο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού».

Πώς διαμορφώνεται το κόστος τροφίμων παγκοσμίως;

«Ο δείκτης τιμών βασικών προϊόντων μειωνόταν επί δεκαετίες πριν από τις έντονες αυξήσεις τα έτη 2008-2009. Γενικώς, οι βελτιώσεις στις τεχνολογίες παραγωγής, η αύξηση της παραγωγικότητας «από το αγρόκτημα στο τραπέζι», οι οικονομίες κλίμακας και οι ελεύθερες ροές εμπορίου από τις πλεονασματικές στις ελλειμματικές περιοχές έχουν καταστήσει τα διατροφικά προϊόντα προσιτά για δισεκατομμύρια καταναλωτές, παρ’ όλες τις αυξήσεις πληθυσμού».

Ποιος είναι ο δρόμος για τη διαχείριση των προκλήσεων;

«Για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τη διατροφή ως δημόσιο αγαθό και δημόσιο ζήτημα και θα πρέπει να το διαχειριστούμε ως τέτοιο.

Η διακήρυξη της Ρώμης δεσμεύει σε επίπεδο κρατών για την εξάλειψη της πείνας και όλων των μορφών κακής διατροφής παγκοσμίως, μέσα από μία δέσμη 60 συστάσεων πολιτικής και στρατηγικής. Ο FAO εκτιμά πως είναι αναγκαίο να επενδυθούν 265 δισ. δολ. ετησίως έως το 2030 ώστε να εξαλειφθεί το φάσμα της πείνας για πάντα από τον κόσμο. Αυτές οι δαπάνες αφορούν κατά 25% ή 67 δισ. δολ. σε προγράμματα κοινωνικής προστασίας σε αστικές (26 δισ. δολ.) και μη αστικές περιοχές (42 δισ. δολ.).

Το πρόβλημα με την παγκόσμια πείνα είναι ότι κατανέμεται πολύ “ακατάστατα” κι έτσι συμβαίνει και με την πρόοδο στο επίπεδο των βελτιώσεων. Σημειωτέον, η αναπτυξιακή βοήθεια υστερεί σε σχέση με το 0,7% του ΑΕΠ, στόχο για την επίτευξη του οποίου έχουν δεσμευτεί δωρήτριες χώρες».

Ποιος είναι ο ρόλος της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού; Δικαιολογεί την έκταση του προβλήματος;

«Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ο παγκόσμιος πληθυσμός υπολογίζεται στα 7,35 δισ., εκ των οποίων μόλις 1,4 δισ. -περίπου- κατοικεί σε ανεπτυγμένες χώρες.

Ο παγκόσμιος πληθυσμός προβλέπεται να φτάσει τα 9,7 δισ. το 2050, αλλά με σταθερή πτώση του ποσοστού στην ετήσια αύξηση (από 1,6% ανά έτος μεταξύ 1960-2015 σε 0,8% μεταξύ 2015-2050).

Σίγουρα η αύξηση του πληθυσμού απαιτεί επιπρόσθετες προσπάθειες στη διαχείριση της πείνας.

Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι η αύξηση του πληθυσμού αλλά ο συνδυασμός της αύξησης του πληθυσμού και της έλλειψης ανάπτυξης».

Μέσα στο περιβάλλον που περιγράφετε, σε καθαρά οικονομικούς όρους, βλέπετε παράθυρο ευκαιρίας και προοπτικής για την ελληνική παραγωγή που χαρακτηρίζεται για την καλή ποιότητα των αγροτικών της προϊόντων; Γεγονός που άλλωστε θα βοηθούσε, στον βαθμό που του αναλογεί, προς την κατεύθυνση που έχει χαράξει η Διακήρυξη της Ρώμης για πιο υγιεινές δίαιτες.

«Οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, καθώς και οι χώρες μεσαίων εισοδημάτων που θα καταγράψουν ουσιαστική ανάπτυξη και αυξήσεις στα κατά κεφαλήν εισοδήματα συνιστούν μια εξαιρετική δυνητική αγορά για αγροτικά προϊόντα υψηλής ποιότητας.

Υπό αυτήν την έννοια ο ελληνικός αγροτικός τομέας έχει και θα έχει εξαιρετική δυναμική αλλά επίσης θα αντιμετωπίσει σκληρό ανταγωνισμό από τη βιομηχανία τροφίμων των υφιστάμενων ανταγωνιστών αλλά επίσης από τις ίδιες τις χώρες.

Πρόσφατα συμμετείχα σε συνέδριο του Economist στη Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια του οποίου οι ομιλητές έκαναν ξεκάθαρη την ύπαρξη αυτής της δυναμικής. Το επιχειρηματικό πνεύμα “ζει και βασιλεύει” στην Ελλάδα.

Προκλήσεις – “κλειδιά” συνιστούν η ενδυνάμωση των θεσμών διακυβέρνησης του διατροφικού συστήματος και η εισαγωγή καινοτόμων μοντέλων χρηματοδότησης».