Skip to main content

Απόφαση – σταθμός για τους φοροελέγχους

Από την έντυπη έκδοση

Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]

Απόφαση-βόμβα, η οποία απειλεί να τινάξει στον αέρα όλους τους φορολογικούς ελέγχους στις λίστες μεγαλοκαταθετών, όπως η λίστα Λαγκάρντ, η λίστα Μπόργιανς και η τεράστια λίστα των 65 CD με το 1,3 εκατομμύριο μεγαλοκαταθέτες, εξέδωσε στις 9 Δεκεμβρίου 2016 το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών.

Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, την οποία επικαλούνται οι δανειστές για να αποτρέψουν τη νέα παράταση των προθεσμιών παραγραφής φορολογικών υποθέσεων που νομοθέτησε πρόσφατα η κυβέρνηση, το δικαίωμα του Δημοσίου να διενεργήσει φορολογικό έλεγχο σε υποθέσεις μεγαλοκαταθετών της λίστας Λαγκάρντ και άλλων μεγάλων «λιστών» έχει παραγραφεί για τα έτη μέχρι και το 2010, ενώ στις 31-12-2016 παραγράφεται και το δικαίωμα ελέγχου στο έτος 2011.

Τυχόν γενικευμένη εφαρμογή της απόφασης αυτής θα έχει ως συνέπεια το Δημόσιο να αναγκαστεί να επιστρέψει φόρους και προσαυξήσεις ύψους δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ που ήδη έχει εισπράξει από ελέγχους αυτής της κατηγορίας και να ακυρώσει πράξεις επιβολής φόρων και προσαυξήσεων συνολικού ύψους άνω του 1,4 δισ. ευρώ που ήδη έχει εκδώσει.

Ειδικότερα, το Διοικητικό Εφετείο έκανε δεκτό ότι ο κανόνας της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για διενέργεια φορολογικού ελέγχου και κοινοποίηση πράξεων προσδιορισμού φόρων μετά την πάροδο πενταετίας από τη λήξη του έτους υποβολής φορολογικής δήλωσης είναι αυτός που πρέπει να ισχύει σε κάθε περίπτωση και η μόνη εξαίρεση από τον κανόνα αυτό επιτρέπεται στην περίπτωση που μετά την πάροδο της πενταετίας και εντός δεκαετίας από τη λήξη του έτους υποβολής της φορολογικής δήλωσης περιέρχονται σε γνώση της φορολογικής αρχής νέα συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία δεν ήταν γνωστά κατά τον αρχικό έλεγχο ή δεν ήταν γνωστά μέσα στην πενταετία για να προκαλέσουν έλεγχο και από τα οποία προκύπτει ότι η αρχική δήλωση ήταν ανακριβής.

Συνεπώς, με βάση το σκεπτικό αυτό, όλες οι φορολογικές υποθέσεις των χρήσεων μέχρι και το 2006 έχουν παραγραφεί οριστικά και το Δημόσιο δεν έχει κανένα δικαίωμα ελέγχου.

Ως «νέα συμπληρωματικά στοιχεία» σύμφωνα με το Διοικητικό Εφετείο δεν μπορούν να οριστούν τα στοιχεία της κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών στην Ελλάδα, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος η φορολογική αρχή είχε τη δυνατότητα να άρει το τραπεζικό απόρρητο και να πληροφορηθεί τα στοιχεία αυτά εντός της αρχικής πενταετίας, κατά την οποία είχε δικαίωμα να προβεί σε έλεγχο και κοινοποίηση φύλλου ελέγχου. Άρα, οι χρήσεις από το 2007 έως το 2010 θεωρούνται επίσης παραγεγραμμένες και μόλις παρέλθει και το 2016 θα παραγραφεί οριστικά και η χρήση του 2011.

Μετά τα ανωτέρω το δικαστήριο έκρινε ότι ο ισχυρισμός του Δημοσίου ότι η παραγραφή σχετικά με καταθέσεις για λίστα Λαγκάρντ παρατάθηκε με τον νόμο του 2013, διότι είχε ήδη εκδοθεί σχετική εισαγγελική παραγγελία από το 2012, είναι εσφαλμένος και δεν αποδείχθηκε, διότι τα σχετικά στοιχεία παραδόθηκαν στον έλεγχο με νεότερη, από το 2014, εισαγγελική παραγγελία και όχι με αυτή του 2012, με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη υπόθεση να μην καταλαμβάνεται από τη διάταξη του 2013 για παράταση της παραγραφής.

Ο ισχυρισμός

Σύμφωνα με τα όσα ισχυρίζεται η δικηγόρος που κέρδισε τη συγκεκριμένη υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο, με βάση τη συγκεκριμένη απόφαση βγαίνουν άκυρες οι εντολές ελέγχου (άρα και η διακοπή της παραγραφής) για τις περισσότερες -αν όχι όλες- λίστες, επειδή εκδόθηκαν μαζικά και αναφέρονται συλλήβδην σε ολόκληρο το περιεχόμενο κάποιων CDs και όχι ονομαστικά κατά περίπτωση, σε κάθε έναν ξεχωριστά από τους συνολικά 1,3 εκατομμύριο ελεγχόμενους!

Προσφυγή στο ΣτΕ

Πάντως, το Δημόσιο σκοπεύει να προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας επικαλούμενο λόγους δημοσίου συμφέροντος για να ανατρέψει την απόφαση αυτή και να αποτρέψει τη γενικευμένη εφαρμογή της που θα είχε ως συνέπεια ακόμη και την υποχρέωση επιστροφής φόρων ύψους πολλών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ που έχουν ήδη εισπραχθεί από τους μέχρι τώρα ελέγχους στις συγκεκριμένες λίστες αλλά και την ακύρωση των πράξεων βεβαίωσης φόρων και προσαυξήσεων ύψους άνω του 1,4 δισ. ευρώ που εκκρεμούν από τους συγκεκριμένους ελέγχους.