Skip to main content

ΕΚΤ: Το πείραμα των 2,6 τρισ. ευρώ, τα αγκάθια και τα αποτελέσματά του

Της Νατάσας Στασινού
[email protected]

1,3 εκατ. ευρώ ανά λεπτό. Αυτό είναι το ποσό, που δαπανά η ΕΚΤ από τον Μάρτιο του 2015 μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) για την αγορά κυρίως κρατικών ομολόγων, αλλά και εταιρικού χρέους, καλυμμένων ομολογιών και εξασφαλισμένων με ενεργητικό χρεογράφων. Περί τα 2,6 τρισ. ευρώ έχουν συνολικά διατεθεί στο «μεγάλο πείραμα» της νομισματικής πολιτικής, του οποίου το τέλος αναμένεται να επιβεβαιωθεί σήμερα. Είχε στόχο να βγάλει την Ευρωζώνη από τη δίνη μίας πολυετούς κρίσης, να αποκρούσει επιθέσεις της αγοράς και να δώσει νέα πνοή στην ανάπτυξη και τον πληθωρισμό. Το πέτυχε; Πόσα εμπόδια συνάντησε στην πορεία και ποια τα αποτελέσματά του; 

Το Reuters υπολογίζει ότι το QE αντιστοιχεί σε σχεδόν 7.600 ευρώ ανά πολίτη της νομισματικής ένωσης. Μόνο που αυτά τα χρήματα δεν μπαίνουν στις τσέπες, αλλά πέφτουν στην αγορά χρέους με στόχο να «περάσουν» τελικά και στην πραγματική οικονομία. Κρατώντας με τις αγορές ομολόγων το κόστος δανεισμού σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, η ΕΚΤ θέλησε να βάλει φρένο στην κερδοσκοπία κατά του ευρώ και να βοηθήσει τις τράπεζες να ανοίξουν τις στρόφιγγες σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. 

Έπρεπε για να το κάνει αυτό να κάμψει τις ισχυρές αντιστάσεις της Γερμανίας, που προσπάθησε πολλές φορές να ανακόψει την ποσοτική χαλάρωση- και ειδικά τις αγορές κρατικών ομολόγων- αλλά τελικά εμφανίζεται η μεγάλη κερδισμένη του πειράματος. Η Wall Street Journal σχολίαζε σε πρόσφατο άρθρο της πως η κληρονομιά του QE είναι μικτή: Πρόκειται για οικονομική επιτυχία, αλλά και πολιτικό φιάσκο. Για να φτάσουμε, όμως, στην τελική ετυμηγορία, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.  

Οι γερμανικές αντιστάσεις 

Η ΕΚΤ μπήκε στο παιχνίδι της ποσοτικής χαλάρωσης πριν από σχεδόν τέσσερα χρόνια, με μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με τη Federal Reserve των ΗΠΑ και την Τράπεζα της Ιαπωνίας. Γιατί όταν οι άλλες κεντρικές τράπεζες είχαν ως μόνο καθήκον να βγάλουν τις οικονομίες τους από την ύφεση, εκείνη βρισκόταν αντιμέτωπη με μία οξύτατη κρίση χρέους, τις πολύ διαφορετικές ανάγκες και τα αντικρουόμενα συμφέροντα και απαιτήσεις 19 κρατών- μελών. Οι Γερμανοί ήταν κάθετα αντίθετοι. Φοβούνταν τον λεγόμενο ηθικό κίνδυνο. Αν η ΕΚΤ προσέφερε τη σανίδα σωτηρίας του QE σε δοκιμαζόμενα κράτη- μέλη, εκείνα δεν θα είχαν κίνητρο να προβούν στις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό, τόνιζαν, σημαίνει πως όταν η κρίση χτυπήσει την πόρτα, οι δικοί της φορολογούμενοι θα κληθούν και πάλι να πληρώσουν τη νύφη. Το Βερολίνο φοβόταν επίσης τον αρνητικό αντίκτυπο των αρνητικών καταθετικών επιτοκίων σε γερμανικές τράπεζες, ασφαλιστικές και τους αποταμιευτές της χώρας. Ωστόσο οι αντιδράσεις τους είχαν πάνω από όλα τις ρίζες τους αλλού: στο φάντασμα του πληθωρισμού. Μπορεί όταν η ΕΚΤ αποφάσιζε να βγάλει το «μπαζούκας», όπως σχολίαζε τότε ο ξένος Τύπος, από το οπλοστάσιό της ο πληθωρισμός να ήταν υπό το μηδέν, αλλά για τους Γερμανούς η έκρηξή του στο παρελθόν είχε ανοίξει «βαθύ» τραύμα, που δεν έχει κλείσει. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν έκρυψε τους πραγματικούς λόγους της σύγκρουσής του με τον Ντράγκι όταν απέδωσε ανοιχτά  στην ΕΚΤ μερίδιο ευθύνης για την άνοδο του ακροδεξιού AfD στη Γερμανία.

Ο απολογισμός 

Παρόλα αυτά το QE άρχισε τον Μάρτιο του 2015 με την ΕΚΤ να δαπανά 60 δισ. ευρώ μηνιαίως. Κορυφώθηκε το 2016 με τις μηνιαίες αγορές να ανεβαίνουν στα 80 δισ. ευρώ και στο τελευταίο τρίμηνο του 2018 έχει ήδη περιοριστεί στα 15 δισ. ευρώ για να οδηγηθεί στον «θάνατο» έως τα τέλη του μήνα. Μέσα σε αυτό το διάστημα ο ισολογισμός της ΕΚΤ υπερδιπλασιάστηκε στα 4,65 τρισ. ευρώ. Άξιζε λοιπόν τον κόπο; Το ευρώ θωρακίστηκε, το σφυροκόπημα σε τράπεζες και αδύναμους κρίκους περιορίστηκε και η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει. Αν και επί χρόνια μετά την παγκόσμια κρίση του 2008 είχε μείνει πολύ πίσω από την αμερικανική οικονομία σε ρυθμούς ανάπτυξης και έβλεπε την ανεργία να ανεβαίνει, το 2016 και το 2017 εξέπληξε τις αγορές με δυναμικούς ρυθμούς, που ξεπέρασαν ακόμη και εκείνους της αμερικανικής οικονομίας. Η ανεργία μειώθηκε σε χαμηλά δέκα ετών, αν και παραμένει διπλάσια σε σχέση με τις ΗΠΑ,  και οι μισθοί άρχισαν δειλά να ανεβαίνουν. Το τρίτο τρίμηνο του έτους οι μισθοί αυξήθηκαν 2,5%, στην καλύτερη επίδοση από το 2008  

Παρόλα αυτά όχι μόνο δεν δικαιώθηκαν οι φόβοι των Γερμανών για εκρηκτικές ανατιμήσεις, αλλά ο πληθωρισμός (αν εξαιρέσει κανείς τις επιπτώσεις από την προσωρινή εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου) παραμένει χαμηλότερος του στόχου, αντανακλώντας την εύθραυστη ανάκαμψη. Την κατάσταση την περιέγραψε με γλαφυρό τρόπο πρόσφατα ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Πέτερ Πρετ. Αν και υποστήριξε ότι η ΕΚΤ πέτυχε τους στόχους της με την ποσοτική χαλάρωση, παραδέχθηκε ότι δυσκολεύθηκε να εξηγήσει στη σύζυγό του γιατί χρειάστηκε να δαπανηθούν τόσα χρήματα. «Της είπα ότι δαπανήσαμε σχεδόν 2 τρισ. ευρώ για να μετακινήσουμε τον πληθωρισμό κατά μερικά δέκατα της μονάδας. Το ξέρω ακούγεται τρελό» είπε. Η οικονομία του ευρώ έχει αρχίσει και πάλι να κατεβάζει ταχύτητα. Το πολιτικό ρίσκο είναι στα ύψη και οι εμπορικοί πόλεμοι απειλούν. 

Τα οφέλη του QE έγιναν σαφώς πιο γρήγορα και έντονα αντιληπτά στις αγορές, με το κόστος δανεισμού της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας να οδηγείται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και της Γερμανίας να υποχωρεί υπό το μηδέν. Το ευρώ ανατιμήθηκε και οι μετοχές ανέκαμψαν αισθητά. Όλα αυτά αρχίζουν να αλλάζουν και πάλι καθώς το πείραμα ολοκληρώνεται και η εποχή του φθηνού δανεισμού φτάνει στο τέλος της. 

Μένει τώρα το όπλο των μηδενικών και αρνητικών επιτοκίων. Αυτό θα διατηρηθεί τουλάχιστον έως το καλοκαίρι του 2019, λέει η ΕΚΤ. Οι αγορές πιστεύουν ότι η πρώτη επιτοκιακή αύξηση θα έρθει ακόμη αργότερα, στις αρχές του 2020. Όταν η FED θα αρχίζει ίσως και πάλι… τις μειώσεις.