Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Κεφαλαιακές αυξήσεις της τάξεως των 2 δισ. ευρώ θα απαιτηθούν από τις ελληνικές τράπεζες ως συνέπεια της πλήρους εφαρμογής της Βασιλείας ΙΙΙ, η οποία θα ολοκληρωθεί μέχρι το 2028.
Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών δημοσιεύοντας την έκθεση παρακολούθησης της πλήρους εφαρμογής των τελικών μεταρρυθμίσεων της Βασιλείας ΙΙΙ στην Ε.Ε., κατέληξε στο συμπέρασμα πως θα υπάρξουν απαιτήσεις για αύξηση κατά μέσο όρο 13,7% στο τρέχον ελάχιστο απαιτούμενο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 των τραπεζών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για να συμμορφωθούν με το νέο πλαίσιο, οι τράπεζες της Ε.Ε. θα χρειαστούν νέα κεφάλαια που για την Ελλάδα η τραπεζική κοινότητα τα προσδιορίζει σε περίπου 2 δισ. ευρώ. Αυτή η συνολική υποχρέωση αντικατοπτρίζει τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας Covid-19 στις συμμετέχουσες τράπεζες που πραγματοποιήθηκε μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020, ημερομηνία αναφοράς της συγκεκριμένης έκθεσης.
Τα αποτελέσματα της άσκησης παρακολούθησης κεφαλαίου της Βασιλείας ΙΙΙ δείχνουν ότι η ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση των ευρωπαϊκών τραπεζών για την κατηγορία 1 θα αυξανόταν κατά 13,7% κατά την πλήρη ημερομηνία εφαρμογής το 2028, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές προσαρμογές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξαιρουμένου του δείκτη μόχλευσης, ο αντίκτυπος των μεταρρυθμίσεων είναι η ενίσχυση 18% στα κεφάλαια.
Η ελάχιστη απαίτηση κεφαλαίου της κατηγορίας 1 για μεγάλες και διεθνώς ενεργές τράπεζες θα αυξηθεί κατά 14,4%. Η αντίστοιχη απαίτηση για τα παγκόσμια συστημικά σημαντικά ιδρύματα και αυτή των τραπεζών του δεύτερου ομίλου θα αυξηθεί κατά 22,7% και 8,1% αντίστοιχα.
Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες, η απαίτηση είναι για δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 14% στην παρούσα φάση, που λόγω Covid έχει κατέλθει στο 11%, ενώ οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας που κινούνται μεταξύ 16%-18%.
Πέφτουν οι προσδοκίες για το RRF στις τράπεζες
Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες επικεντρώνονται στην πιστωτική επέκταση με σκοπό να καταφέρουν να αποκτήσουν κέρδη. Ας σημειωθεί πάντως πως για τις τράπεζες πέφτει ο πήχης σε ό,τι αφορά τις προσδοκίες τους για το Ταμείο Ανάκαμψης, μιας και από τα 12,7 δισ. ευρώ δάνεια που αναμένονταν να δοθούν, περίπου 5-6 δισ. ευρώ θα δοθούν από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Αναπτύξεως και επομένως τα πιστωτικά ιδρύματα μένει να χορηγήσουν τα υπόλοιπα, καθώς άλλα 19 δισ. ευρώ είναι οι επιδοτήσεις.
Όπως αναφέρουν τραπεζικοί παράγοντες, η συνεισφορά του Ταμείου Ανάκαμψης για τα μεγάλα έργα στη χώρα παραμένει εξαιρετικά ισχυρή, όμως όσον αφορά τις τράπεζες η σημασία του μειώνεται αρκετά.
Από την άλλη πλευρά τα επιτόκια χορηγήσεων παραμένουν εξαιρετικά υψηλά γεγονός που θεωρείται σχετικώς αποτρεπτικό για τους δανειολήπτες, την ίδια στιγμή που σε άλλες χώρες της Ε.Ε. οι εκεί δανειολήπτες δανείζονται με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο.
Είναι φανερό πως οι τράπεζες ρίχνουν το βάρος τους στη χορήγηση στεγαστικών δανείων λόγω της ανάπτυξης της αγοράς ακινήτων, ωστόσο τα δάνεια που δίνονται παραμένουν περιορισμένα και εν τέλει η πιστωτική επέκταση αρνητική.
Αυτό αποτελεί και ένα από τα σημαντικά θέματα που μαζί με την κερδοφορία θα κληθούν να συζητήσουν τράπεζες και θεσμοί την ερχόμενη εβδομάδα, προκειμένου να αποκτήσει μια σαφή άποψη και ο Ευρωπαίος Επόπτης για το πώς οι τράπεζες διαχειρίζονται το θέμα των χορηγήσεων σε συνδυασμό με εκείνο της κερδοφορίας.
Τα δύο αυτά θέματα μαζί με τη συνεχιζόμενη μείωση του κόστους (εθελουσίες, κλείσιμο καταστημάτων, άλλοι μέθοδοι) αποτελούν τα σημαντικότερα ζητήματα που οι θεσμοί θα συζητήσουν με τις τράπεζες.