Από την έντυπη έκδοση
Νέας γενιάς προγράμματα επιδοτούμενης απασχόλησης, που θα αφορούν και τους πλέον πληττόμενους από τον κορωνοϊό κλάδους της οικονομίας, όπως είναι η εστίαση, ο τουρισμός και το λιανεμπόριο, σχεδιάζει το υπουργείο Εργασίας για την επόμενη μέρα της πανδημίας. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, τα νέα στοχευμένα προγράμματα απασχόλησης θα είναι ένα μίγμα επιδοτήσεων και επαγγελματικής κατάρτισης, με στόχο να στηριχθεί στην πράξη η αγορά εργασίας και κυρίως κρίσιμοι κλάδοι της που έχουν υποστεί σημαντικότατο πλήγμα από την πανδημία, να ανασχεθεί ενδεχόμενο κύμα αύξησης της ανεργίας και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια ομαλή μετάβαση στη νέα κανονικότητα.
Τα νέα προγράμματα επιδοτούμενης απασχόλησης σχεδιάζεται να ενταχθούν στη χρηματοδοτική «ομπρέλα» του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ αναμένεται να νομοθετηθούν και να αρχίσουν να τρέχουν μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2021, με στόχο όμως να παραμείνουν ενεργά ως «δίχτυ ασφαλείας» για την επόμενη μέρα της πανδημίας. Θα αφορούν -μεταξύ άλλων- τους πλέον πληττόμενους από τα lockdown κλάδους, όπως είναι η εστίαση, ο τουρισμός και το λιανεμπόριο.
Στόχος είναι να συνδυαστούν οι επιδοτήσεις μισθού και εισφορών με την αναβάθμιση των δεξιοτήτων των δικαιούχων -ιδίως των ψηφιακών- μέσα από ένα «μίγμα» επιδότησης και επαγγελματικής κατάρτισης, που θα περιλαμβάνει και υψηλού επιπέδου πιστοποίηση.
Όπως αναφέρουν αρμόδιοι αξιωματούχοι, τα νέα προγράμματα σχεδιάζονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι εργαζόμενοι να αναπτύξουν κυρίως, αλλά όχι μόνο, ψηφιακές δεξιότητες, οι οποίες ανταποκρίνονται στα σημερινά δεδομένα της αγοράς εργασίας, είναι απαραίτητες σε όλο το φάσμα επαγγελματικών δραστηριοτήτων και θα αναδειχθούν σε βασικό εφόδιο για τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις.
Το στίγμα των μέτρων της επόμενης μέρας είχε δώσει ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κωστής Χατζηδάκης, στην πρόσφατη τηλεδιάσκεψη που είχε με τη ΓΣΕΒΕΕ. Αναφορικά με την εικόνα της αγοράς εργασίας στο δύσκολο οικονομικό περιβάλλον που δημιουργεί η πανδημία του κορωνοϊού, ο κ. Χατζηδάκης είχε τότε τονίσει πως «η κυβέρνηση έχει αντιδράσει μέχρι τώρα γρήγορα και αποτελεσματικά με τα μέτρα που έχει λάβει, είναι κρίσιμο το τι θα γίνει από εδώ και πέρα», προσθέτοντας ότι «τα προγράμματα κατάρτισης, ιδίως αυτά που αφορούν τις ψηφιακές δεξιότητες, θα έχουν κεντρικό ρόλο σε αυτή μας την προσπάθεια».
Η έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ
Στο μεταξύ, η χρηματοδότηση προγραμμάτων εγγυημένης απασχόλησης μπορεί να καταστεί σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα εργαλείο ενεργοποίησης νέων ροών ρευστότητας, στήριξης της εγχώριας ζήτησης, αλλά και αναβάθμισης του παραγωγικού δυναμικού επιλεγμένων κλάδων της οικονομίας, όπως παρατηρεί το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ στο νέο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα. Κατά το επιστημονικό Ινστιτούτο της Συνομοσπονδίας, είναι εξαιρετικά κρίσιμη η διοχέτευση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης σε δραστηριότητες που θα συνδυάζουν τον οικοτεχνολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας με υψηλά πολλαπλασιαστικά οφέλη σε όρους διατηρήσιμης απασχόλησης, εισοδήματος και παραγωγικότητας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ και του Levy Economics Institute, η εφαρμογή ενός μεσαίας κλίμακας προγράμματος εγγυημένης απασχόλησης θα μπορούσε να αυξήσει την περίοδο 2021-2022 τον μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας κατά 4%.
Στον αντίποδα, ωστόσο, το επιστημονικό Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ εκτιμά πως η ύφεση το 2020, κατά τον τελικό απολογισμό, θα ξεπεράσει το 10%. Στην Ελλάδα, η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας στον ευρύτερο κλάδο του λιανικού και του χονδρικού εμπορίου, των μεταφορών, της εστίασης και της παροχής καταλύματος κατά το β’ και το γ’ τρίμηνο είναι η υψηλότερη σε όλη την Ευρωζώνη (με εξαίρεση τη Μάλτα). Ειδικότερα το γ’ τρίμηνο, η απόκλιση από τα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης αυξάνεται σημαντικά, καθώς η πτώση στην Ελλάδα ανέρχεται στο 30%, ενώ η αντίστοιχη στον μέσο όρο της Ευρωζώνης, στην Αυστρία και στην Πορτογαλία είναι μικρότερη του 10%. Η εξασθένηση της δραστηριότητας στον συγκεκριμένο κλάδο συνέβαλε στη μεγάλη πτώση του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας, δεδομένης της συμμετοχής του στη συνολική προστιθέμενη αξία της οικονομίας.
Ο κλάδος, ωστόσο, που υπέστη τη μεγαλύτερη μείωση της δραστηριότητάς του είναι αυτός των τεχνών και της ψυχαγωγίας, με την πτώση σε ετήσια βάση να είναι ίση με 46% το β’ τρίμηνο και 16% το γ’ τρίμηνο του 2020. Σημειώνεται ότι η μείωση το β’ και το γ’ τρίμηνο στη χώρα μας είναι μεγαλύτερη σε σχέση με το σύνολο της Ευρωζώνης, γεγονός που υποδεικνύει -κατά το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ- την ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης των προβλημάτων του κλάδου, καθώς οι προοπτικές του παραμένουν αρνητικές και για το μεγαλύτερο μέρος του 2021.
Αντίθετα, η μεταποίηση παρουσιάζεται πιο ανθεκτική, αφού σημείωσε τη μικρότερη κάμψη τόσο στο β’ όσο και στο γ’ τρίμηνο πέρυσι. Αυτή η εξέλιξη ενδεχομένως οφείλεται στη μικρότερη έκθεση των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων στο διεθνές εμπόριο, γεγονός που, αν και τις θωρακίζει από εξωτερικές αρνητικές διαταραχές, διατηρεί το εμπορικό ισοζύγιο της οικονομίας σε ελλειμματική θέση.
Υπερωρίες από το 90% των εργαζομένων
Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ στο νέο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, η κατάσταση στην αγορά εργασίας παραμένει δραματική. Χαρακτηριστικό είναι πως η χαλάρωση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης το γ’ τρίμηνο του 2020, καθώς και η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας σε σχέση με το β’ τρίμηνο δεν οδήγησαν σε σημαντική αύξηση της απασχόλησης, αλλά κυρίως σε αύξηση του χρόνου εργασίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΓΣΕΕ, το γ’ τρίμηνο του περσινού έτους 3,35 εκατ. άτομα εργάστηκαν παραπάνω από το κανονικό ωράριο. Εξ αυτών, το 37,1% εργάστηκε περισσότερες από 48 ώρες την εβδομάδα. Οι κλάδοι στους οποίους το φαινόμενο παρουσιάζεται εντονότερο είναι αυτοί της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, του λιανικού και του χονδρικού εμπορίου, της μεταποίησης και της διαχείρισης υδάτινων πόρων, της παροχής νερού, ηλεκτρικού ρεύματος κ.λπ., με το ποσοστό των ατόμων που εργάστηκαν περισσότερες ώρες να ξεπερνά το 90%.
Την ίδια ώρα, η υποχώρηση της απασχόλησης είναι σημαντική. Μπορεί τον Σεπτέμβριο το ποσοστό ανεργίας να είχε ανακάμψει -αναφέρει το ΙΝΕ / ΓΣΕΕ- στο επίπεδο του Ιανουαρίου (16,1%), όμως ο όγκος της απασχόλησης βρίσκεται σταθερά σε χαμηλότερο επίπεδο από τους αντίστοιχους μήνες του 2019. Ειδικότερα, μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου η απασχόληση κατά μέσο όρο είναι χαμηλότερη κατά 68.000 άτομα. Ο αριθμός των ανέργων εμφανίζεται εξίσου μειωμένος, αλλά -κατά την ερμηνεία του ΙΝΕ / ΓΣΕΕ- το μέγεθος αυτό αποκρύπτει τον αριθμό όσων βρίσκονται σε αναστολή εργασίας, οι οποίοι καταγράφονται στους οικονομικά μη ενεργούς. Το τελευταίο αυτό στοιχείο εξηγεί την αύξηση του πλήθους των οικονομικά μη ενεργών σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2019.