Skip to main content

ΟΤΟΕ: Αντιδρά στο κλείσιμο τραπεζικών καταστημάτων και στη μείωση θέσεων εργασίας

Να δοθεί ένα τέλος από τις Τράπεζες στην περικοπή του δικτύου των καταστημάτων και στη μείωση της απασχόλησης, «με την τακτική να εξωθούν συχνά σε έξοδο τους εργαζόμενους στα καταστήματα που κλείνουν», ζητεί η Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδος (ΟΤΟΕ).

Όπως σημειώνει, οι τράπεζες συνεχίζουν ακόμα και μέσα στην πανδημία να λειτουργούν σε μια λογική συρρίκνωσης και περικοπής κόστους, επικαλούμενες την «αλματώδη πρόοδο στην ψηφιοποίηση» και τη «δραστική αλλαγή στις συναλλακτικές συνήθειες της πελατείας» που έφεραν η πανδημία και τα lockdowns.

Κατά την ΟΤΟΕ, οι διοικήσεις τους ξεχνούν ότι οι «αλματώδεις αυξήσεις» στις ψηφιακές συναλλαγές πηγάζουν από ιδιαίτερα χαμηλά μεγέθη εκκίνησης.

«Συνειδητά παραβλέπουν ότι :

συναλλακτικές συμπεριφορές που εκδηλώνονται σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης δεν μπορεί να αποτελούν πρότυπο, ούτε είναι δεδομένο ότι θα συνεχίσουν να ισχύουν όταν επανέλθουμε στην “κανονικότητα”.

Τα καταστήματα δικτύου και το προσωπικό τους είναι το αναντικατάστατο “δείγμα γραφής”, το πρόσωπο και ο σύνδεσμος εμπιστοσύνης της κάθε Τράπεζας με την πελατεία στις γειτονιές και στις τοπικές κοινωνίες.

Οι διοικήσεις δεν λαμβάνουν υπόψη τις συνεχείς διαμαρτυρίες των τοπικών κοινωνιών για το κλείσιμο καταστημάτων δικτύου ακόμα και σε γεωγραφικά απομακρυσμένες ή εθνικά ευαίσθητες περιοχές.

Δεν αντιλαμβάνονται ότι τουλάχιστον 30% της πελατείας (και όχι μόνο οι ηλικιωμένοι, που έχουν άλλωστε κάθε δικαίωμα σε ισότιμη και απρόσκοπτη εξυπηρέτηση) αδυνατεί να χρησιμοποιήσει τα εναλλακτικά δίκτυα, εξαιτίας προβλημάτων στις υποδομές, κόστους σύνδεσης, κόστους συναλλαγών, ή εξαιτίας έλλειψης ψηφιακών γνώσεων και δεξιοτήτων.

Είναι αδιανόητο να αποκλείονται συνειδητά ολόκληρες κατηγορίες πολιτών ή να επιβαρύνονται δυσανάλογα, προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε αυτές».

Η ΟΤΟΕ θεωρεί επιπλέον ότι οι διοικήσεις «παραβλέπουν ότι ευρωπαϊκές χώρες πολύ πιο προχωρημένες από την Ελλάδα στις συναλλακτικές συνήθειες και στην ψηφιακή Τραπεζική διατηρούν πολύ περισσότερα καταστήματα δικτύου και εργαζόμενους στο δυναμικό τους, αναλογικά με τον πληθυσμό.

Οι συγκρίσεις είναι συντριπτικές:

Στη χώρα μας αντιστοιχεί σήμερα ένας τραπεζοϋπάλληλος σε 292 κατοίκους, ενω στην Ευρωζώνη ένας σε 185 κατοίκους. Με άλλα λόγια, για να πλησιάσει το τραπεζικό μας σύστημα τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, θα έπρεπε να λειτουργεί με 37% παραπάνω εργαζόμενους.

Το 2010 είχαμε 41,3 καταστήματα εμπορικών Τραπεζών ανα 100.000 κατοίκους. Το 2019 μόλις 19,2 καταστήματα ανα 100.000 κατοίκους, έναντι 38,8 καταστημάτων ανα 100.000 κατοίκους στην Ιταλία, 34,3 στην (ανεπτυγμένη ψηφιακά) Γαλλία, 38,2 στην Πορτογαλία και 49,7 στην Ισπανία.

Το 2019 ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη ήταν ένα τραπεζικό κατάστημα ανα 2.530 κατοίκους. Στην Ελλάδα (με τις γνωστές γεωγραφικές ιδιομορφίες…) αντιστοιχούσε ένα κατάστημα σε 5.662 κατοίκους.

Αλλά και στα ΑΤΜ, που διευκολύνουν τις συναλλαγές, είχαμε αναλογικά με τον πληθυσμό μείωση, έναντι αύξησης στην Ε.Ε. το ίδιο διάστημα.

Με βάση τα παραπάνω -και επίσημα- δεδομένα, στην Ελλάδα έχουμε υπερβολική συρρίκνωση και υποστελέχωση του κλάδου, σε σχέση με την αναμφισβήτητα πιο αναπτυγμένη, από άποψη ψηφιακής Τραπεζικής και συναλλακτικών συνηθειών, Ευρώπη».

Η ομοσπονδία των τραπεζοϋπαλλήλων υπσοτηρίζει πως «αυτό δεν οφείλεται τόσο στην τεχνολογική πρόοδο, όσο σε επιλογές αποψίλωσης του εγχώριου Τραπεζικού Συστήματος.

Το δίκτυο καταστημάτων είχε ήδη δραματικά συρρικνωθεί πριν την πανδημία, με μείωση πάνω από 50% το 2019 έναντι του 2010. Η απασχόληση μειώθηκε κατά 34,3% στο διάστημα 2011-2019, έναντι 14,6% μείωσης, στο ίδιο διάστημα, στην Ευρωζώνη.

Οι Τράπεζες συνεχίζουν να κλείνουν καταστήματα και να πιέζουν σε έξοδο τους εργαζόμενους, εκμεταλλευόμενες την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια των τραπεζοϋπαλλήλων, που μεγαλώνουν από την πανδημία.

Αντί να επενδύσουν σε σχέδια και λογικές ανάπτυξης, που είναι προϋπόθεση για να παίξουν υπεύθυνα τον ρόλο τους στην απαραίτητη στήριξη της χειμαζόμενης οικονομίας και στη χρηματοδότηση της ανάκαμψης, επιμένουν σε αδιέξοδες λογικές μείωσης του κόστους.

Αυτή η κατάσταση αποτελεί, πλέον, ένα μείζον αναπτυξιακό, πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα» δηλώνει η ΟΤΟΕ.

Καλεί την κυβέρνηση και το ΤΧΣ (κύριο μέτοχο) «να πάρουν ξεκάθαρα θέση απέναντι σε αυτές τις πρακτικές. Οι Τράπεζες καλούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στην κοινωνία και την ανάπτυξη» αναφέρουν οι τραπεζοϋπάλληλοι.