Από την έντυπη έκδοση
Τα πλεονεκτήματα από τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης των κεντρικών τραπεζών «ξεθωριάζουν» με τον καιρό, όπως διαπιστώνει η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS).
Σε μελέτη τους, οι Χένιγκ Έσε, Μπόρις Χόφμαν και Τζέιμς Βέμπερ της BIS συνέκριναν τις συνέπειες των αγορών ενεργητικού που πραγματοποιήθηκαν σε ΗΠΑ και Βρετανία στο χρονικό διάστημα μεταξύ 2008 και μέσα του 2011 με εκείνες μετέπειτα. Παρότι οι πρώτες αγορές βοήθησαν σημαντικά την οικονομία, οι επόμενες είχαν ελάχιστο ή και μηδαμινό αντίκτυπο, όπως διαπιστώνουν οι μελετητές της BIS.
Το ζήτημα ενέχει ιδιαίτερης σημασίας για τις κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο, καθώς εξετάζουν τον τρόπο εξόδου από τα έκτακτα μέτρα νομισματικής στήριξης που είχαν εφαρμόσει μετά την παγκόσμια πιστωτική κρίση. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει επιβραδύνει τις αγορές ομολόγων, δεν έχει όμως αποφασίσει την ακριβή ημερομηνία που θα βάλει τίτλους τέλους στο QE.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Φέντεραλ Ριζέρβ των ΗΠΑ συρρικνώνει με αργούς ρυθμούς τον ισολογισμό της. Ο φθίνων αντίκτυπος της ποσοτικής χαλάρωσης μπορεί να οφείλεται και στο γεγονός ότι οι επενδυτές είχαν αποτιμήσει τις αγορές ομολόγων προτού ανακοινωθούν, υποστηρίζεται στη μελέτη. Παρότι το QE είχε «σημαντικό» θετικό αντίκτυπο στο πραγματικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν και τον δείκτη τιμών καταναλωτή την περίοδο έως τον Ιούνιο του 2011, εφεξής οι συνέπειες ήταν «συχνά όχι στατιστικά διαφορετικές από το μηδέν», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Στον απόηχο της κατάρρευσης της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008, οι κεντρικές τράπεζες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού άρχισαν να αγοράζουν χρεόγραφα, ώστε να στηρίξουν την παγκόσμια οικονομία και να περιορίσουν τον αντίκτυπο. Η Fed δαπάνησε συνολικά 3,6 τρισ. δολάρια, ενώ έως σήμερα η Τράπεζα της Αγγλίας έχει δαπανήσει 435 δισ. στερλίνες (580 δισ. δολάρια) σε βρετανικά κρατικά ομόλογα. Οι οικονομολόγοι εκφράζουν ανησυχίες ότι τα προγράμματα, που σχεδιάσθηκαν ώστε να δώσουν ώθηση στις πληθωριστικές πιέσεις, είχαν υπερβολικό αντίκτυπο στις μετοχικές αποτιμήσεις, καθώς οι διψασμένοι για κέρδη επενδυτές στράφηκαν προς τη συγκεκριμένη αγορά – με δυνητικό κίνδυνο διεύρυνσης των ανισοτήτων.
Αυτό το επιχείρημα ίσως να ευσταθεί, σύμφωνα με την έρευνα της BIS. Σε Βρετανία και ΗΠΑ η μέγιστη αύξηση έπειτα από την ανακοίνωση ενός προγράμματος αγοράς ενεργητικού ήταν περίπου 0,2% τόσο σε πραγματικό ΑΕΠ όσο και σε τιμές καταναλωτή. Για τις πραγματικές όμως τιμές μετοχών ήταν «δέκα φορές μεγαλύτερο στις ΗΠΑ και 20 φορές μεγαλύτερο στη Βρετανία», αναφέρεται στη μελέτη.