Τρεις βασικούς παράγοντες οι οποίοι συνηγορούν υπέρ της μείωσης των στόχων στα πρωτογενή πλεονάσματα, και κατ’ επέκταση διαμορφώνουν την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές, προκρίνει η Τράπεζα της Ελλάδος.
«Ο συνδυασμός χαμηλότερων δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα έχει ευνοϊκές επιδράσεις στη μεσομακροπρόθεσμη δυνητική οικονομική ανάπτυξη και στη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους», τόνισε σήμερα ο διοικήτης της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε συνέδριο της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων, υπενθυμίζοντας ότι η ΤτΕ υποστηρίζει «σθεναρά εδώ και χρόνια» την ανάγκη μείωσης των δημοσιονομικών στόχων, την οποία η σημερινή κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τους θεσμούς.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΤτΕ εκτιμά ότι η επίτευξη του στόχου της ελληνικής πλευράς διεκολύνεται:
1. Από τα χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού, τα οποία βελτιώνουν την ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
2. Από το γεγονός ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης επιτρέπει δημοσιονομική ευελιξία, σε όσες χώρες υλοποιούν μεταρρυθμίσεις οι οποίες αυξάνουν το δυνητικό προϊόν
3. Από τη θέση την οποία έχουν εκφράσει τόσο η ΕΚΤ, όσο και η Κομισιόν υπέρ της δημοσιονομικής επέκτασης στην Ευρωζώνη, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και να αποφευχθεί μια νέα ύφεση.
«Τα πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας για την ελάφρυνση χρέους στο Eurogroup στις 21 Ιουνίου 2018 είναι πολύ υψηλά και, σε συνδυασμό με τις δυσμενείς δημογραφικές προοπτικές της χώρας, περιορίζουν τη δυνατότητα επίτευξης σημαντικά υψηλότερων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης», επεσήμανε ο κ. Στουρνάρας, ο οποίος εξέφρασε την εκτίμηση για ανάπτυξη 2,4% του ΑΕΠ το 2020, υπό προϋποθέσεις.
naftemporiki.gr